Ας πούμε δυο αλήθειες:
Όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ίδιοι.
και
Το Ίντερνετ είναι το αντιπροσωπευτικότερο μέσο έκφρασης μιας σύγχρονης κοινωνίας.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι συγγραφέας, άνθρωπος των γραμμάτων,
υπηρέτης της Ελληνικής γλώσσας, οπότε εξ’ ορισμού λάτρης της και εραστής
της. Η γλώσσα, δε, είναι το μοναδικό καθολικά αναγνωρισμένο
χαρακτηριστικό αυτού του (εν πολλοίς τεχνητού) μορφώματος που
αποκαλείται «Ελληνισμός», οπότε θα περίμενε κανείς ότι στην κατάταξη των
Ελλήνων ανάλογα με το βαθμό της Ελληνικότητάς τους (από τους ανθρώπους
που κατατάσσουν τους Έλληνες με βαθμό Ελληνικότητας, και υποθέτοντας πως
αυτοί κρίνουν και κατατάσσουν με βάση την κοινή λογική, πράγμα καθόλου
αυτονόητο) ο Τατσόπουλος θα βρίσκεται αρκετά ψηλά. Μα δυο πράγματα
αρκούσαν να τον ρίξουν στα τάρταρα:
Πρώτα ανέλαβε την παρουσίαση του ντοκιμαντέρ «1821» του Σκάι, μιας
αξιόλογης παραγωγής που παρουσιάζει το χρονικό της Ελληνικής Επανάστασης
όπως αυτό έχει καταγραφεί από την Ιστορία. Παρ’ όλη τη σχετική
διαφημιστική καμπάνια, τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην εκπομπή δεν
είναι ούτε πρωτοφανή ούτε ρηξικέλευθα, αλλά καλά τεκμηριωμένα και ευρέως
γνωστά. Δεδομένου όμως ότι διαφέρουν από την Ιστορία του σχολείου –που
είναι η Ιστορία που ξέρουν οι περισσότεροι Έλληνες- στο ότι δεν
ωραιοποιούν και δεν ηρωοποιούν, ξένισαν τους περισσότερους τηλεθεατές.
Και κάποιοι από αυτούς το σχολίασαν, όπου βρήκαν χώρο να σχολιάσουν.
Το δεύτερο πράγμα που προκάλεσε προβλήματα στον Πέτρο Τατσόπουλο ήταν και το μόνο του λάθος: Απαντησε σ αυτα τα σχολια.
Και μετά έκανε και ένα αδέξιο χωρατό για τον Κολοκοτρώνη στο Facebook,
κι αυτό έφερε μια νέα καταιγίδα σχολίων, απειλών και ύβρεων από την άλλη
πλευρά, μια κατάσταση έντονη και δυσάρεστη για το συγγραφέα –και για
εμάς που την παρακολουθήσαμε. Ο Τατσόπουλος έκανε μοιραίο, τραγικό λάθος
απαντώντας, γιατί ήρθε σε επαφή με ένα κοινό με το οποίο δεν έπρεπε
ποτέ να γνωρίσει από κοντά.
Ας επανέλθουμε στην πρώτη αλήθεια: Οι άνθρωποι δεν είναι όλοι ίδιοι.
Δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε το γιατί και το πώς, αλλά η ουσία
είναι πως ο γενικός πληθυσμός περιλαμβάνει ανθρώπους με λαμπερά μυαλά
και ανθρώπους με κλειστά μυαλά. Ανθρώπους με ευρύ πεδίο γνώσεων και
ανθρώπους με ελάχιστη μόρφωση. Ανθρώπους με ανατροφή και ηθική, και
ανθρώπους άξεστους. Ένας αχταρμάς που, ανάλογα με το ποσοστό της κάθε
κατηγορίας μπορεί να γεννήσει μια κοινωνία γεμάτη πολυφωνία, ποικιλία
και ζωή, ή μια κοινωνία βουλιαγμένη στον σκοταδισμό, το φόβο και τη
μιζέρια. Υπάρχουν διάφορες διαβαθμίσεις ανάμεσα στα δύο άκρα, βέβαια,
αλλά αν θέλουμε να τοποθετήσουμε κάπου τη δικιά μας, τη σημερινή
Ελληνική κοινωνία, μάλλον πιο κοντά προς το δεύτερο άκρο θα τη βρούμε.
Δεν είναι μόνο η τραγική κατάσταση της παιδείας στη χώρα –οι Έλληνες
μαθητές είναι παραδοσιακά στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στους
συναδέλφους τους στο Δυτικό κόσμο σε σχετικές έρευνες-, είναι και κάποια
βαθύτερα, σκοτεινά πολιτισμικά κόμπλεξ, τα οποία είναι και λίγο δύσκολο
να αποπειραθεί να αναλύσει κάποιος χωρίς να καταφύγει σε χαρακτηρισμούς
πολιτικά ανορθόδοξους και συμπεράσματα αμφιλεγόμενα και συναισθηματικά.
Αν χρειάζεται να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα, δες πώς διαδηλώνουν
βολεμένοι, γεμάτοι κεκτημένα Έλληνες και από την άλλη πώς διαδήλωσαν
πένητες, αμόρφωτοι Αιγύπτιοι. Η διαφορά είναι χαώδης και δεν είναι υπέρ
μας.
Και πάμε στη δεύτερη αλήθεια: Τα προβλήματα της κοινωνίας βρίσκουν
την ακριβέστερη και λεπτομερέστερη αποτύπωσή τους στο Ίντερνετ, γιατί
είναι ένα Μέσο ανοιχτό και ελεύθερο, σε βαθμό μπάτε-σκύλοι-αλέστε –κι
εμείς είμαστε οι σκύλοι της υπόθεσης. Μπορείς να δεις όλα τα σημάδια της
κοινωνικής μας παθογένειας ανάγλυφα, από τα σχόλια των Ελλήνων στα
Facebook και τα YouTube μέχρι τα sites που παράγουν και καταναλώνουν. Οι
Αμερικάνοι έχουν το HuffingtonPost, ας πούμε, εμείς έχουμε τα ανώνυμα
μπλογκ τύπου «Τρωκτικό». Τα περί νομιμότητας, online συκοφαντίας,
εκβιασμών και γενικής ανομίας και ανευθυνότητας είναι θέμα για άλλο
άρθρο –εδώ μας ενδιαφέρει το επίπεδο της συζήτησης και της ανταλλαγής
απόψεων, κι αυτό είναι τραγικά χαμηλό. Γιατί στο Ίντερνετ η συζήτηση για
οποιοδήποτε θέμα γίνεται ανοιχτά και καθολικά, με την ελεύθερη (και
ενίοτε ανώνυμη) συμμετοχή των πάντων. Και εδώ γίνεται με όρους αυστηρά
Ελληνικούς. Φαντάσου ένα πάνελ τηλεοπτικής εκπομπής, από αυτές τις
πολιτικές, στις οποίες προσκαλούνται οι πιο φωνακλάδες από κάθε παράταξη
και φωνάζουν όλοι μαζί ταυτόχρονα λέγοντας ο καθένας τα δικά του και
όλοι μαζί «αφήστε με να ολοκληρώσω» και «εγώ δεν σας διέκοψα», κι όλο
αυτό φαντάσου το πολλαπλασιασμένο επί ένα εκατομμύριο, και
κακομεταφρασμένο στο γραπτό λόγο: Αυτός είναι ο διάλογος στο Ελληνικό
Ίντερνετ. Με κακά Ελληνικά, γηπεδικά συνθήματα, σεξουαλικά κόμπλεξ και
κυρίως με μια σχεδόν σνομπ απουσία επιχειρημάτων οι Έλληνες αποτυπώνουν
γνώμες σε φόρα, blogs και social media επί παντός επιστητού.
Το ίδιο έκαναν και στο Facebook του Πέτρου Τατσόπουλου.
Πράγμα που ήταν αναμενόμενο, από τη στιγμή που ο Πέτρος Τατσόπουλος
έχει σελίδα στο Facebook, και ταυτόχρονα αποφάσισε να εμφανιστεί στην
τηλεόραση, ένα Μέσο που μπαίνει στα σπίτια της συντριπτικής πλειοψηφίας
των Ελλήνων. Αυτό είχε σαν συνέπεια να έρθει σε επαφή με αυτό τον
ακροδεξιό συρφετό, μια μάζα ορυώμενη σε τσάτρα-πάτρα ανορθόγραφα
Ελληνικά και greeklish, ένα πλήθος το οποίο σε φυσιολογικές συνθήκες δεν
θα έβλεπε ποτέ και πουθενά.
Γιατί, μην κοροϊδευόμαστε, αν δεν συνέβαιαν αυτά τα δύο πράγματα, οι
υβριστές του Τατσόπουλου δεν θα ήξεραν ότι υπάρχει. Δεν θα τον γνώριζαν.
Ποτέ δεν θα διαβάσουν τα βιβλία του –τα αναγνώσματά τους, όταν
υπάρχουν, εξαντλούνται σε εκδόσεις που διαφημίζονται από μεταμεσονύκτιες
τηλεοπτικές εκπομπές σε μικροσκοπικά κανάλια-, ποτέ δεν θα πάνε σε μια
ομιλία του, ποτέ δεν θα διαβάσουν ένα άρθρο του σε μια εφημερίδα.
Και αυτό θα ήταν το αναμενόμενο.
Γιατί –και επιστρέφω στην πρώτη αλήθεια-, σε όλες τις κοινωνίες
υπάρχουν στεγανά. Είναι αδύνατο να αποφευχθούν. Δεν γίνεται όλοι να
συναναστρέφονται τους πάντες. Οι συγγραφείς δεν έχουν κανένα σημείο
επαφής ή επικοινωνίας με τον αμόρφωτο συρφετό –κι αυτό είναι κρίμα και
για τους μεν (που δεν έχουν πρόσβαση για να προβάλουν τη δουλειά τους σε
ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού) και για τους δε (που δεν ξέρουν καλά
καλά να διαβάζουν). Είναι μια άσχημη κατάσταση, ενδεικτική μιας
κοινωνίας με ανύπαρκτη παιδεία και μεγάλες ανισότητες, αλλά αυτή είναι η
κοινωνία μας, αυτά είναι τα δεδομένα σήμερα (και αυτά θα είναι και
αύριο, και στο κοντινό μέλλον) και σ’ αυτά οφείλουμε να προσαρμοστούμε
όλοι.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει ο συγγραφέας να μένει κλεισμένος
στο καβούκι του για να μην ενοχλήσει τις κοχλάζουσες μάζες του μίσους.
Ίσα ίσα. Καλώς έκανε την εκπομπή του ο Τατσόπουλος, καλώς την
απολαμβάνουν όσοι ήξεραν ήδη τις αλήθειες που επαναλαμβάνει, και ίσως
και κάποιοι με ανοιχτά μυαλά αλλά όχι εύκολη πρόσβαση σε πληροφορία και
εκπαίδευση να μπορούν έτσι να μάθουν και κάτι. Το λάθος του ήταν ότι
απάντησε. Ότι άνοιξε διάλογο με ένα κοινό που δεν ήταν οι αναγνώστες
του, που δεν μιλάνε την ίδια γλώσσα και με το οποίο δεν μπορεί να
συνεννοηθεί σε κανένα επίπεδο. Θεωρητικά είναι ένα φυσιολογικό λάθος,
καθώς όλοι εξ’ ορισμού πιστεύουμε πως οι άλλοι άνθρωποι μας μοιάζουν σε
βαθμό πολύ μεγαλύτερο από αυτόν που ισχύει πραγματικά –γι’ αυτό είναι
τόσο δύσκολες οι διαπροσωπικές σχέσεις-, μα ειδικά στο Ίντερνετ είναι
κάτι που μπορεί να αποφευχθεί. Γιατί παρά τα όσα λέγονται και γράφονται,
ότι δήθεν οι άνθρωποι online φτιάχνουν «πλαστές» προσωπικότητες οι
οποίες μοιάζουν περισσότερο με αυτό που θα ήθελαν να είναι παρά μ’ αυτό
που είναι πραγματικά, στην πραγματικότητα οι online προσωπικότητες είναι
εξαιρετικά παρόμοιες με τις offline, τις «αληθινές». Το εργαλείο της
επικοινωνίας στο Ίντερνετ, βλέπεις, είναι η γλώσσα. Και η γλώσσα είναι
αμείλικτη, σε ξεγυμνώνει. Πρέπει να είσαι μαέστρος στο χειρισμό της για
να την πείσεις να σε εμφανίσει ως κάτι διαφορετικό. Πρέπει να είσαι
συγγραφέας. Κι από την άλλη πλευρά, ένας συγγραφέας, ένας μάστορας της
γλώσσας, μπορεί να καταλάβει τι πάστας άνθρωποι είναι αυτοί που του
γράφουν ακατάληπτες, ανορθόγραφες βρισιές στο Facebook και αν –και πώς-
πρέπει να απαντήσει.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος, λοιπόν, έπρεπε να είχε προβλέψει τις απειλές,
τις βρισιές, τις συκοφαντίες, τα πάντα. Η αλήθεια ήταν εκεί, στη γλώσσα,
γραμμένη σε τσάτρα-πάτρα greeklish, ξεκάθαρα, στο Wall. Χρειαζόταν μόνο
να τη διαβάσει.
|