Η σχέση μας με το χρόνο.
Τον χρόνο τον τωρινό.
Τον χρόνο της κρίσης.
Τον χρόνο τον αυριανό.
Αυτόν που πρέπει να δημιουργήσουμε.
Αφετηρία για τις σκέψεις αυτές στάθηκε ο
θάνατος, πριν μερικές μέρες, ενός μεγάλου δημιουργού του Θεόδωρου
Αγγελόπουλου και η ποιητική του σχέση εκτός των εικόνων και με τον
χρόνο.
Τον χρόνο ως το παρόν, το παρελθόν, το μέλλον, την αιωνιότητα, το μετέωρο βήμα.
Η κρίση, η ιστορία, η συνέχεια, το όραμα, η αμφιβολία, η αναβλητικότητα.
«Ζούμε εντός του χρόνου. Αυτός μας κρατάει και μας πλάθει και όμως δεν νιώθουμε ποτέ να τον κατανοούμε πλήρως.
Και δεν αναφέρομαι στις θεωρίες για τον
χωροχρόνο και το πώς αυτός καμπυλώνεται και αναδιπλώνεται ή το πώς
μπορεί να υπάρχουν και αλλού παράλληλες εκδοχές του.
Εννοώ τον συνηθισμένο καθημερινό χρόνο
για τον οποίο τα ρολόγια του τοίχου και του χεριού μας, διαβεβαιώνουν
ότι κυλά με σταθερό ρυθμό. Και όμως αρκεί η παραμικρή χαρά ή πόνος για
να μας διδάξουν πόσο εύπλαστος είναι και πως καμιά φορά μοιάζει σαν να
έχει χαθεί εντελώς ...» (Τζούλιαν Μπαρνς).
Ας δούμε λοιπόν την σχέση με τον χρόνο μας τον τωρινό.
Το πολιτικό μας σύστημα καταρρέει για τα καλά.
Τα κόμματα συγκυβέρνησης και αντιπολίτευσης παρακολουθούν αμήχανα.
Κάποια ευνοημένα από τη δυσαρέσκεια των
πολιτών και τις μετρήσεις προσπαθούν να την αυξήσουν σπρώχνοντας την
άμαξα προς τον γκρεμό.
Τα υπόλοιπα επιρρίπτουν ευθύνες το ένα στο άλλο.
Η κοινωνία βρίσκεται σε σύγχυση, η
ικανότητά της να μην αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και να πιστεύει
ότι πετάει πετάει ο γάιδαρος είναι απύθμενη.
Και εμείς οι πολίτες ως άτομα μπροστά
στην αβέβαιη και ζοφερή αυτή κατάσταση ενός προβληματικού παρόντος
απομονωνόμαστε όλο και περισσότερο, παραμένουμε και επιμένουμε σε ένα
παρελθόν που παρ' όλες τις παθογένειές του, λες και το «εμπιστευόμαστε»
περισσότερο και μεταθέτουμε διαρκώς το αύριο, Καγιέν, χαζοτηλεόραση,
διαδηλώσεις χωρίς ουσία και περιεχόμενο διεξόδου, μετατρέπονται σε
σύμβολα διαβίωσης.
Την εικόνα της εποχής συμπληρώνει η
απουσία ενός οράματος που θα εμπεριείχε έναν κατευθυντήριο σχεδιασμό και
θα μπορούσε να μορφοποιήσει τον μετέωρο δυναμισμό της νέας γενιάς.
Αντί γι’ αυτό της προσφέρει την ανεργία που αγγίζει το 50% και την οδηγεί για μια ακόμη φορά στον ξενιτεμό.
Όλοι ξέρουν τι δεν θέλουν. Αλλά τι είναι αυτό που θέλουν είναι λιγότερο ή καθόλου εμφανές.
Βρισκόμαστε σε ένα «στάσιμο» παρόν.
Χάνουμε συνεχώς πολύτιμο χρόνο. Πολλές φορές χρησιμοποιούμε το παρελθόν
ως άλλοθι για να μην κάνουμε τίποτα σήμερα.
Η αναβλητικότητα όμως καταργεί κυβερνήσεις, διαλύει επιχειρήσεις, απονευρώνει τα άτομα.
Παρ’ όλα αυτά μοιάζει να μας αρέσει η αναβλητικότητα. Γιατί;
Όπως πολύ παραστατικά και εμπεριστατωμένα
περιγράφει στο βιβλίο του «Η λογική της παράνοιας» ο κ. Στέλιος Ράμφος
κουβαλάμε βιώματα από το παρελθόν.
«...γιατί ακριβώς όταν ο χρόνος μας έχει
τέλος, το αποτέλεσμα είναι να αναβάλουμε το τέλος. Το βίωμα αυτού του
πράγματος είναι ή καφενείο ή τεράστιες γραφειοκρατίες.
Είναι οι δύο όψεις της ίδιας λογικής,
μέσα στις οποίες ο χρόνος εκφράζεται με την πολύ ταπεινή καθημερινή
έκφραση. Πώς τα πας; Πώς περνάς; Και όταν αυτό συμβαίνει, το παρόν
αρχίζει να μεταβάλλεται σε αιωνιότητα.
Το παλιό μετατρέπεται σε ψευδαίσθηση του τώρα. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει συνέχεια...».
Αυτή την ψευδαίσθηση κερδίσαμε από το παρατεταμένο φαγοπότι.
Το έργο όμως αυτό τελείωσε το παίξαμε και
μάλιστα δεν το παίξαμε καλά, και τώρα που καλούμαστε να πληρώσουμε τον
λογαριασμό σφυρίζουμε αδιάφορα.
Μόνο που η τρόικα λίγο ενδιαφέρεται για
το πώς και το γιατί έγινε αυτό που έγινε, αλλά θέλει να εισπράξει την
επιταγή, η οποία ταυτόχρονα είναι και υπενθύμιση προς όλους εμάς, ότι το
συναίσθημα δεν μπορεί να είναι ο μοναδικός μας οδηγός αλλά πρέπει να
πηγαίνει παρέα με τη λογική.
Τι πρέπει όμως να κάνουμε, για να αλλάξει αυτό το «στάσιμο» παρόν;
Το ζητούμενο δεν είναι να καθόμαστε πάνω
στο πρόβλημα και να συζητάμε συνέχεια γι’ αυτό. Θα πρέπει να φύγουμε από
αυτό και να δούμε τι έπεται μετά.
Πώς το μηδενικό μπορεί να γίνει μονάδα; Αν το τίποτα γίνει κάτι.
Ας αφήσουμε λοιπόν το συναίσθημα και ας πιάσουμε τη λογική.
Ας προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε τα καινούργια μας όρια.
Γιατί τα όρια σε κάθε κοινωνία και κάθε ιδεολογία τα δίνει η επίγνωση της πραγματικότητας από τους ανθρώπους που τη φέρουν.
Γιατί για να βαδίσει η χώρα μπροστά στο
αύριο στην προκοπή, οι ζωντανές δυνάμεις της, χρειάζονται περιγραφή των
προβλημάτων, ιεράρχηση, και πολιτική πρόταση, που να θεμελιώνει ένα
καινούργιο μέλλον.
Στην πολιτική δεν υπάρχει ποτέ πέρας χρόνου.
Μόνο εάν η πολιτική έχει κλειστή
προοπτική τελειώνει. Η προοπτική στην πολιτική είναι η δημιουργία, του
νέου, της άλλης πρότασης και της άλλης δράσης.
Αυτή θα κάνει τον χρόνο που θα βιώνουμε να αρχίσει να κάνει πάλι ΤΙΚ- ΤΑΚ.
|