Από τον περασμένο Οκτώβριο τα μέλη του σχεδιαστικού γραφείου Beetroot της Θεσσαλονίκης μπορούν να περηφανεύονται ότι είναι πρωταθλητές Ευρώπης με το βραβείο Red Dot ανά χείρας. Στην πρώτη θέση του πανευρωπαϊκού διαγωνισμού για το «καλύτερο γραφείο της χρονιάς» πλασαρίστηκαν ύστερα από 6.468 συμμετοχές σε 40 χώρες και 24 κατηγορίες. Οι άριστες εντυπώσεις δεν έμειναν εκεί.
Οι Βeetroot έπαιξαν έξυπνα µε την έννοια των «ελληνικών τεράτων» και μετασχημάτισαν τη δαιμονοποίηση των Ελλήνων με μία έκθεση, που παρουσιάστηκε αρχικά στο Βερολίνο, για να ακολουθήσουν η Σιγκαπούρη, το Εσεν, το Ελσίνκι και, βέβαια, η Αθήνα. «Η βράβευση μάς χαροποίησε για δύο λόγους», λέει ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος. «Ο ένας, αρκετά φυσιολογικός υποθέτω, ήταν η δική μας προβολή.
Ο άλλος έχει να κάνει με τη λεγόμενη εξωστρέφεια των ελληνικών ομάδων. Ρίχνοντας μια ματιά σ' εμάς οι Ευρωπαίοι μπορεί να δείξουν ενδιαφέρον και γι' άλλα γραφεία της χώρας μας, τα οποία έτσι κι αλλιώς διακρίνονται για το υψηλό τους επίπεδο». Η βράβευση των Beetroot είναι μία μόνο ένδειξη για τη διεθνή εκπροσώπηση της Ελλάδας. Οι Designers United, ένα ακόμη σχεδιαστικό γραφείο από τη Θεσσαλονίκη, με πολλά «ένσημα» την τελευταία δεκαετία, ανέλαβε πρόσφατα τη γραφιστική επικοινωνία του Volvo Ocean Race, του μεγαλύτερου ιστιοπλοϊκού αγωνίσματος στον κόσμο. «Είναι αλήθεια πως η ελληνική γραφιστική έχει αρχίσει να παρουσιάζει έντονα στοιχεία εξωστρέφειας, διεκδικώντας μία ανταγωνιστική θέση στο χάρτη της παγκόσμιας αγοράς», λένε οι Δημήτρης Παπάζογλου και Δημήτρης Κολιαδήμας. «Από τη μια η βράβευση αρκετών ελληνικών studios σε αναγνωρισμένους και παγκόσμιας εμβέλειας διαγωνισμούς, από την άλλη η συμμετοχή ελλήνων σχεδιαστών σε αντίστοιχα παγκόσμια συνέδρια τυπογραφίας και οπτικής επικοινωνίας, αλλά και η συνεχώς εξελισσόμενη εγχώρια παραγωγή ντιζάιν σηματοδοτούν ίσως ένα νέο εξαγώγιμο προϊόν της χώρας μας».
Τι Αθήνα, τι Λωζάννη
Ο Αλέξης Γεωργακόπουλος είναι η περίπτωση του διεθνούς Ελληνα. Γεννημένος στην Αθήνα πριν από 36 χρόνια, έφυγε στα 18 του για σπουδές σε ένα από τα σημαντικότερα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια εφαρμοσμένων τεχνών, το ECAl της Λωζάννης. Το 2000 έγινε ο νεότερος διευθυντής σε τμήμα του ιδρύματος, αναλαμβάνοντας τον βιομηχανικό σχεδιασμό για οκτώ συνολικά χρόνια. Η απόλυτη επιτυχία ήρθε πέρσι, όταν διορίστηκε γενικός διευθυντής του ECAL, ενώ παράλληλα διατηρεί το προσωπικό επαγγελματικό του γραφείο στην ελβετική πόλη. Ο Χάρης Τσέβης, αντιθέτως, έχει το γραφείο του στην Αθήνα, αλλά εξυπηρετεί πελάτες απ' όλο τον κόσμο. Ανάμεσά τους ορισμένοι από τους μεγαλύτερους ομίλους με αθλητικά είδη ή έπιπλα, αλλά και κορυφαίες διαφημιστικές εταιρείες, όπως η Saatchi & Saatchi και η Leo Burnett. Τελευταία του κατάκτηση η πανευρωπαϊκή καμπάνια για το διαδικτυακό κατάστημα eBay.
«Τα πράγματα είναι πιο εύκολα όσον αφορά το graphic design», εξηγεί ο Δ. Φακίνος, διευθυντής του περιοδικού «+design», του μοναδικού ελληνικού εντύπου που παρακολουθεί τις τάσεις στον χώρο. «Αντιθέτως στο βιομηχανικό ντιζάιν πορευόμαστε μάλλον με εξαιρέσεις. Κι αυτό επειδή δεν είχαμε στο πρόσφατο παρελθόν βιομηχανική παραγωγή, που να μπορεί να υποστηρίξει και την επικοινωνία της. Σκεφτείτε ότι τα πιο χαρακτηριστικά δείγματα σ' αυτόν τον τομέα είναι η ψάθινη καρέκλα και ο δίσκος του καφέ στα καφενεία της επαρχίας. Και πάλι πρόκειται για χειροτεχνικές κατασκευές». Με εξαιρέσεις είναι γραμμένη, άλλωστε, και η ιστορία του ελληνικού ντιζάιν ως παράδοσης από την οποία μπορούν οι σημερινοί σχεδιαστές να αντλήσουν επιρροές. «Ο Κάραμποτ και ο Κατζουράκης ήταν οι μόνες διεθνείς υπογραφές στη δεκαετία του 1960», συνεχίζει ο Δ. Φακίνος. «Ορισμένοι προσθέτουν και τις αφίσες του λαϊκού σινεμά κατά τις δεκαετίες 1950-1960 και κάποια δείγματα τυπογραφίας, όπως οι επιγραφές «Ενοικιάζεται» και «Πωλείται». Θα έλεγα, πάντως, ότι οι σημερινοί δημιουργοί έχουν αποκοπεί απ' αυτή την ταυτότητα. Ελάχιστες εξαιρέσεις πιστοποιούν τέτοιες επιρροές. Οι σχεδιαστικές προτάσεις των νεότερων βασίζονται σε ένα ενδιαφέρον μείγμα, ύστερα από την παραμονή ή τις σπουδές τους σε χώρες του εξωτερικού, όπως η Αγγλία, η Ιταλία, οι ΗΠΑ, η Σκανδιναβία και η Γερμανία».
Με άλλα λόγια, το εγχώριο ντιζάιν δεν μπορεί παρά να είναι και διεθνοποιημένο. «Λόγω της εκπαίδευσης στο εξωτερικό, αλλά και της πρόσβασης στο Ιντερνετ δεν μπορούμε να μιλάμε για τοπικό ντιζάιν, αλλά ντιζάιν από Ελληνες», προσθέτει ο Γ. Χαραλαμπόπουλος των Beetroot. «Ειδικά στην εποχή της κρίσης παρουσιάζεται μία νέα ευκαιρία, όσο παράδοξο κι αν ακούγεται, για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονα σχεδιαστικά στοιχεία και να αποφύγουμε το ελληνικό φολκλόρ, εξαιτίας του οποίου έχουμε δεινοπαθήσει».
Σαν μια ένδειξη ότι οι έλληνες ντιζάινερ λειτουργούν ως κοινότητα -με τον θεμιτό έστω ανταγωνισμό του σιναφιού - οι Designers United συμφωνούν μαζί του: «H κρίση μάλλον αποτελεί ευκαιρία για να μπορέσουν οι έλληνες σχεδιαστές να κάνουν πράγματα στο εξωτερικό, αφού η εγχώρια ζήτηση δεν δίνει έμφαση στον ίδιο το σχεδιασμό αλλά στην τιμή. Το θέμα δεν είναι αν στο εξωτερικό γνωρίζουν ότι κάτι συμβαίνει, αλλά αυτό το κάτι να υποστηρίζεται όπως του αξίζει σε θεσμικό επίπεδο».