Ένας ελέφαντας συνήθιζε να πηγαίνει και να πίνει νερό κάθε πρωί σ’ αυτή τη λίμνη. Αλλά όταν πήγε την επόμενη αυγή τη βρήκε αποξηραμένη. "Τι να κάνω;” αναρωτήθηκε, "δεν υπάρχει νερό πουθενά αλλού σε αχτίνα χιλίων μιλίων…” Κίνησε να φύγει απογοητευμένος όταν το μάτι του έπεσε πάνω στον παλαιστή, που κοιμόταν άνετος στις όχθες της λίμνης. Κατάλαβε αμέσως από το μέγεθος του κορμιού του παλαιστή ότι αυτός είχε πιει όλο το νερό. Έτσι, έτρεξε οργισμένος προς το μέρος του και τον πάτησε πάνω στο κεφάλι. Αλλά ο παλαιστής, άλλαξε μόνο πλευρό και είπε: "Όχι τόσο απαλά, ο πονοκέφαλος δε θα μου περάσει με τόσο απαλά χτυπήματα στο κεφάλι. Αν θες να πιέσεις το κεφάλι μου, βάλε περισσότερη δύναμη.”
Ο ελέφαντας πισωπάτησε οργισμένος όταν είδε ότι τα χτυπήματά του δεν πλήγωσαν τον παλαιστή. Τότε σκέφτηκε: "Θα διδάξω ένα μάθημα σ’ αυτό τον άγριο. Θα τον φάω.” Αλλά ο παλαιστής, που τώρα σηκωνόταν για να συνεχίσει το ταξίδι του, άρπαξε τον ελέφαντα από τη μέση και, τυλίγοντάς τον στην κουβέρτα του, τον έριξε πάνω στους ώμους του και κίνησε για την Ινδία.
Έκανε λίγες μόνο δρακελιές και έφτασε στο σπίτι του αντιπάλου του, και του φώναξε: "Έλα έξω, ω εσύ, Ράστουμ Ινδέ, έλα και ρίξε με κάτω!”
"Δεν είναι σπίτι,” απάντησε η γυναίκα του Ινδού ντροπαλά. "Πήγε να φέρει καυσόξυλα από τη ζούγκλα.”
"Εντάξει, θα τον περιμένω τότε, αλλά σε παρακαλώ δέξου αυτό το δώρο που έφερα για κείνον.” Λέγοντάς τα αυτά πέταξε το μπόγο με τον ελέφαντα πάνω από τον τοίχο του λασπόσπιτου, μέσα στην αυλή.
"Ω μητέρα, μητέρα, κοίτα, αυτός ο αντίπαλος του γιου σου πέταξε μια νυφίτσα μέσα στο σπίτι μας,” ξεφώνισε η γυναίκα του Ινδού παλαιστή.
"Μη σε νοιάζει, παιδί μου,” απάντησε η μητέρα του Ινδού παλαιστή. "Μη σε νοιάζει. Ο γιος μου θα του μάθει καλύτερους τρόπους, σύντομα. Απλά βάλε μια παγίδα και πιάσε τη νυφίτσα. Θα την πετάξουμε στα σκουπίδια.”
Ο Πέρσης παλαιστής τα άκουσε όλα αυτά και σκέφτηκε: "Λοιπόν, αν το τεράστιο σώμα του ελέφαντα φαντάζει σα νυφίτσα στα μάτια της γυναίκας του Ινδού παλαιστή, τότε, αναρωτιέμαι πως θα μοιάζω εγώ στα μάτια του παλαιστή.” Αλλά, μάζεψε το κουράγιο του και πήγε να αναζητήσει τον αντίπαλό του στη ζούγκλα. Δεν έκανε παρά λίγα βήματα προτού να δει τον Ινδό παλαιστή να επιστρέφει σπίτι με χίλια φορτία καυσόξυλων πάνω στο κεφάλι του. "Να, στ’ αλήθεια ένας άξιος αντίπαλος,” σκέφτηκε ο Πέρσης παλαιστής. "Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη, φίλε,” του φώναξε, "έφτασε μέχρι εμένα η φήμη σου και ήρθα για να παλέψω μαζί σου.”
"Σε καλωσορίζω, με όλη μου την καρδιά,” απάντησε ο Ινδός παλαιστής. "Θα παλαίψω μαζί σου. Αλλά, ας δώσουμε τον αγώνα μας στο αμφιθέατρο της πόλης μπροστά στο κοινό. Γιατί, ποια είναι η αξία της πάλης χωρίς το χειροκρότημα;”
"Δυστυχώς βιάζομαι να γυρίσω πίσω,” είπε ο Πέρσης. "Γι’ αυτό έλα, ας τελειώνουμε εδώ και τώρα. Όσο για κοινό, κοίτα εκεί, να μια γριά που κόβει βόλτες. Θα πάω και θα της ζητήσω να έρθει και να παρακολουθήσει τον αγώνα.” Φώναξε, λοιπόν, στη γριά: "Ω μητέρα! Ω μητέρα! Σταμάτα για λίγο και έλα να δεις τον αγώνα μας!”
"Δεν μπορώ, γιε μου, δεν μπορώ,” απάντησε η γυναίκα, "αφού η κόρη μου έκλεψε τις καμήλες μου και τρέχω για να την πιάσω. Αλλά αν θέλετε να έρθετε και να παλαίψετε μέσα στην παλάμη μου, είμαι πρόθυμη να κρίνω τον αγώνα καθώς θα προχωρώ.”
Οι παλαιστές πήδηξαν στη δεξιά παλάμη του χεριού της γριάς γυναίκας και άρχισαν τον αγώνα τους, ενώ αυτή περνούσε με ταχύτητα πάνω από λόφους και πεδιάδες.
Όταν η κόρη της γριάς είδε τη μητέρα της από απόσταση να τρέχει προς το μέρος της, με δύο σπουδαίους παλαιστές να προσπαθούν να ανατρέψουν ο ένας τον άλλο, μέσα στην παλάμη του χεριού της τρομοκρατήθηκε. Νόμισε ότι οι δυο τους ήταν στρατιώτες που έφερε η μητέρα της για να τη συλλάβουν. Αλλά, όταν είδε ότι ήταν μόνο δύο παλαιστές, γράπωσε με τα χέρια της και τη μητέρα της και εκείνους, και τους έδεσε στο μπόγο μαζί με τις εκατόν εξήντα καμήλες που έκλεψε. Βάζοντας το μπόγο στο κεφάλι της, συνέχισε το δρόμο της.
Προτού προχωρήσει πολύ, ωστόσο, μια από τις καμήλες ένιωσε να πεινά, και βγάζοντας το κεφάλι της έξω από το μπόγο άρχισε να κάνει ένα παράξενο θόρυβο. Η κόρη της γριάς, για να την κάνει να σιωπήσει, ξερίζωσε ένα δυο δέντρα και της τα έβαλε στο στόμα για να φάει.
Όμως, ο γεωργός που ήταν δικό του το χωράφι, κήρυξε γενικό συναγερμό φωνάζοντας: "Κλέφτης, κλέφτης, σταματήστε τον κλέφτη.”
Στο κορίτσι δεν άρεσε αυτός ο θόρυβος. Έτσι, έκανε ακόμη μεγαλύτερο το μπόγο, και σ’ αυτόν έβαλε, εκτός από όλα τα προηγούμενα, το γεωργό, το χωράφι του, το βόδι του, το άλογό του και το αλέτρι του, και άρχισε να τρέχει. Σύντομα έφτασε σε μια πόλη και ένιωσε να πεινά. Έτσι, περιμάζεψε ένα φουρνάρικο, μαζί με ολόκληρη την πόλη μέσα στο μπόγο και συνέχισε το δρόμο της.
Τελικά, έφτασε σ’ ένα χωράφι όπου μεγάλωνε ένα τεράστιο, ακόμη και για το δικό της μέγεθος, καρπούζι. Μια και ήταν διψασμένη, το έσπασε στα δύο και έφαγε το μεδούλι του. Μετά έβαλε το μπόγο της μέσα στη φλούδα, και φτιάχνοντας ένα πρόχειρο μαξιλάρι ξάπλωσε να κοιμηθεί.
Καθώς κοιμόταν σημειώθηκε μια μεγάλη πλημμύρα και τα νερά μετέφεραν μακριά την καρπουζόφλουδα, μέχρι που έφτασε στις όχθες της θάλασσας. Τότε το πάνω μέρος της φλούδας άνοιξε, κι από μέσα βγήκαν η γριά γυναίκα, οι παλαιστές, οι καμήλες, τα δέντρα, ο γεωργός, το βόδι, το άλογο, το αλέτρι, ο φούρναρης και όλα τα άλλα πράγματα. Μ’ αυτό τον τρόπο, στο περίπου δηλαδή, δημιουργήθηκε ο κόσμος που όλοι γνωρίζουμε.