Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας βασιλιάς που μιλούσε πολύ. Πάντα έκανε στους υπουργούς του ηλίθιες ερωτήσεις, και όταν δεν είχε τι να τους ρωτήσει, τους ανησυχούσε μιλώντας τους για πράγματα που δεν ήθελαν να ξέρουν. Όταν μιλούσε, κανένας άλλος δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο Πρωθυπουργός του βασιλιά ήταν ένας πολύ σοφός άνθρωπος και ήθελε να απαλλάξει, να γιατρέψει τον άρχοντα από τη φλυαρία του. Αλλά, δεν τολμούσε να πει ανοικτά στο βασιλιά να μη μιλά πολύ, γιατί θα τον έκανε να νευριάσει και θα τον σκότωνε. Έτσι περιμένε υπομονετικά μέχρι να του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία. Κάποια μέρα, η ευκαιρία αυτή εμφανίστηκε. Ο βασιλιάς μιλούσε, και μιλούσε, και μιλούσε όλη μέρα και τόσο πολύ μέχρι που βράχνιασε και έχασε τη φωνή του, κι έτσι δεν μπορούσε να μιλήσει άλλο. Παρ’ όλ’ αυτά, ήθελε να συνεχίσει τη συζήτηση κι ας μην μπορούσε να μιλήσει. Μη έχοντας άλλη επιλογή κάλεσε τον Πρωθυπουργό και του ζήτησε να του πει μια ιστορία. Ο σοφός Πρωθυπουργός δέχτηκε με μεγάλη χαρά και του διηγήθηκε την ακόλουθη ιστορία: "Μια φορά κι ένα καιρό, ζούσε σε μια μικρή λίμνη των Ιμαλαϊων μία χελώνα που μιλούσε πολύ. Όλοι οι γείτονές της στη λίμνη κουράστηκαν να απαντούν στα αιώνια γιατί της και έπλητταν με το ασταμάτητο μουρμουρητό της. Τη βαρέθηκαν τόσο πολύ ώστε κάθε φορά που την έβλεπαν να πλησιάζει, αυτοί έφευγαν. Η χελώνα ένιωθε φοβερά μόνη, μια και της άρεσε τόσο πολύ να μιλά αλλά δεν υπήρχε κανείς για να την ακούσει. Κάποια μέρα, δύο αγριόχηνες κατέβηκαν στη λιμνούλα για να ξεκουραστούν λίγο προτού συνεχίσουν το δρόμο τους προς τη λίμνη Μάνα Σαροβάρ. Η φλύαρη χελώνα, ξέροντας ότι είναι ξένες και έτσι θα άκουγαν το μπλα μπλα της, τις πλησιάσε και έπιασε μαζί τους την κουβέντα. "Από ποια χώρα έρχεστε; Ποιο είναι το όνομά σας; Τι δουλειά κάνετε;” Εξαπέλυε τις ερωτήσεις τη μια πίσω από την άλλη, χωρίς να περιμένει την απάντηση. Οι αγριόχηνες το καταδιασκέδαζαν. Και, μια και θα έμεναν μόνο για λίγο, δεν είχαν το χρόνο για να μάθουν ότι η χελώνα ήταν μόνο μια φλύαρη και πληκτική ύπαρξη. Έτσι, απάντησαν με ευγένεια στις ερωτήσεις της και την άκουσαν με χαρά να φλυαρεί. Η χελώνα ένιωθε μεγάλη θλίψη καθώς σκεφτόταν, πως βρήκε δύο καλούς φίλους μόνο και μόνο για να τους χάσει, αφού ήξερε ότι θα έμεναν για λίγο και μετά θα έφευγαν. Τότε, της ήρθε στο μυαλό μια λαμπρή ιδέα και γυρνώντας προς το μέρος τους τούς είπε: "Είμαι κουρασμένη απ’ την απάθεια των γειτόνων μου σ’ αυτή τη λίμνη. Μήπως θα μπορούσατε να με πάρετε μαζί σας στη λίμνη Μάνα Σαμοβάρ;” "Μα πως να σε πάρουμε στη Μάνα Σαμοβάρ;” ρώτησαν οι αγριόχηνες, "αφού δεν μπορείς να πετάξεις!” "Ε, μα αυτό είναι εύκολο,” είπε χαμογελώντας η χελώνα. "Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να κρατήσετε ένα κλαδί ανάμεσα στα ράμφη σας κι εγώ θα κρατηθώ απ’ αυτό με τα δόντια στη μέση του. Έτσι, θα μπορέσετε να με μεταφέρετε στη λίμνη, Μάνα Σαμοβάρ.” "Πολύ καλά,” συμφώνησαν οι χήνες, διασκεδάζοντας μ’ αυτή την πρωτότυπη ιδέα. Έτσι, κράτησαν ένα κλαδί ανάμεσα στα ράμφη τους, η χελώνα πιάστηκε με τα δόντια στη μέση του, και ανέβηκαν σιγά σιγά στον αέρα. Αλλά δεν προχώρησαν πολύ πάνω από τους λόφους όταν τους πρόσεξε ένα κοράκι και φώναξε στα άλλα πουλιά: "Ω φίλοι, ω φίλοι, έλατε να δείτε αυτό το παράξενο θέαμα!” "Ω φίλοι, ω φίλοι, ελάτε να δείτε αυτό το παράξενο θέαμα!” επανέλαβε ένας παπαγάλος μετά το κοράκι, καθώς πλησίαζε με τα άλλα πουλιά. "Τι το αστείο βλέπετε εδώ;” ρώτησε η χελώνα αμέσως και, έτσι, χάνοντας το κράτημά της από το κλαδί στην ανυπομονησία της να μιλήσει, έπεσε στα βράχια και σκοτώθηκε ακαριαία.” Όταν η αφήγηση τελείωσε, ο βασιλιάς ζήτησε από τον Πρωθυπουργό να του πει ποιο ήταν το δίδαγμα απ’ αυτή την ιστορία. Ο σοφός Πρωθυπουργός του μίλησε για το δίδαγμα μέσα από τους ακόλουθους στίχους: Ακριβώς γι’ αυτό η χελώνα σκοτώθηκε, Που μιλούσε πολύ. Επειδή δεν μπορούσε να μείνει ακίνητη Και μιλούσε πολύ. Άκουσε, τώρα, Ω βασιλιά, Να μιλάς μόνο λόγια σοφά, λίγα και στον καιρό τους, Γιατί το να μιλάς πολύ, Ω βασιλιά, Τη λογική ενοχλεί. Ο βασιλιάς αντιλήφθηκε πόσο λάθος είναι το να μιλάει κανείς πολύ και έγινε άνθρωπος των λίγων λόγων και καλών, των εκφρασμένων σοφά και στην ώρα τους.
|