
Από μικρό με συμβούλευαν να φοβάμαι τα σιγανά ποταμάκια, μα εγώ δεν καταλάβαινα γιατί. Αντίθετα αυτά μόνο συμπαθούσα. Τα άλλα τα φοβόμουν.
Γιατί δηλαδή να πρέπει να φοβάμαι κάτι που κυλάει τόσο απαλά και ήσυχα; Κι εγώ ήμουν ήσυχος μα δεν με φοβόταν κανείς. Πέρασε καιρός μέχρι να βρω μια απάντηση.
Πρώτα ακούστηκε ο θόρυβος του φορτηγού, μετά ο εκκωφαντικός ήχος της σιδερένιας καρότσας που άδειαζε. Ύστερα το φορτηγό έφυγε. Απόμεινε ένα βουητό.
Έτρεξα στο ποτάμι. Όσο πλησίαζα η βουή μεγάλωνε. Λαχάνιασα.
Έφτασα. Τεράστιες πέτρες είχαν παραμορφώσει την όχθη. Είχαν στενέψει την κοίτη. Το νερό κυλούσε αγριεμένο ανάμεσά τους αφρίζοντας. Βουίζοντας. Το ποταμάκι δεν ήταν πια σιγανό.
Ώστε έτσι λοιπόν, σκέφτηκα, γι' αυτό πρέπει να φοβάμαι τα σιγανά ποταμάκια, γιατί αγριεύουν όταν στριμωχτούν.