Ακόμα και ο Στράτος Διονυσίου με την υπέροχη φωνή του, έδωσε το στίγμα του, για το περίπτερο της γειτονιάς.
«Ένα λεπτό περιπτερά
βουλιάζει στα βαθιά νερά».
Μην κοιτάτε τώρα, που τα θηρία σούπερ
μάρκετ, ήλθαν και καταβρόχθισαν τα πάντα. Και μαζί με τ’ άλλα, τα
μπακάλικα, τα γαλατάδικα, τα λιανομάγαζα, πήρε η μπόρα και τα περίπτερα.
Το περίπτερο στην Ελλάδα, έχει μια
ιστορία, μια ιδιαιτερότητα, στις σχέσεις του με τον άνθρωπο. Παλιότερα
στη Λάρισα υπήρχε κι ένα περίπτερο σε κάθε γειτονιά. Δινόταν σαν
προσφορά της Πολιτείας, στον ήρωα τραυματία, που σακατεύτηκε σε κάποια
μάχη. Σήμερα εμείς οι πιο μεγάλοι νοσταλγούμε τα περίπτερα των παιδικών
μας χρόνων. Οι προθήκες και τα ράφια τους φιλοξενούσαν πράγματα για κάθε
γούστο. Εκεί περιμέναμε με αγωνία το αγαπημένο μας περιοδικό ή τα
λατρεμένα μας κόμιξ.
Τότε που τα τηλέφωνα ήταν σπάνια, το
τηλέφωνο του περιπτερά έπαιρνε φωτιά. Ακόμα και τα δουλικά της
γειτονιάς, εύρισκαν την ευκαιρία να ξεφύγουν από τις κυράδες τους και να
κάνουν κλεφτά το τηλεφωνηματάκι τους, στον μουστερή τους. Στον «άνθρωπό
τους, που τους έτρωγε όχι μόνο τα νιάτα τους, αλλά και τις οικονομίες
τους, πουλώντας όρκους» πίστης και αγάπης! Ποιος δε θυμάται ταινίες του
νεο-ελληνικού κινηματογράφου που απαθανάτισαν παρόμοιες σκηνές; Ποιος
δεν θυμάται τον περιπτερά Ν. Σταυρίδη με τον γαμπρίζοντα Νίκο Ρίζο;
Τότε τα περίπτερα ήταν στέκια ζωντανά,
κέντρα ζύμωσης διαπροσωπικών σχέσεων. Μαζεύονταν εκεί άνθρωποι, που δεν
είχαν κάτι ν’ αγοράσουν. Έτσι για να συναντήσουν γνωστούς. Ήταν τα
ορθάδικα. Ένα άτυπο καφενείο. Πολιτικές και φίλαθλες συζητήσεις έδιναν
κι έπαιρναν. Στα δύσκολα χρόνια ο περιπτεράς, άθελά του γινόταν συνεργός
του όργανου της Ασφάλειας. Περνούσε το «πρόσωπο» με την καμπαρντίνα, το
ρεμπουμπλίκι και τα μαύρα γυαλιά και μάθαινε από τον «Έγκλειστον» στο
καβούκι του περιπτερά, ποιος πήρε τον «Ριζοσπάστη», την «Αυγή» κι αν
είπε τι «το μεμπτόν!!». Στο περίπτερο μπορούσες να βρεις χύμα τσιγάρα
της κούτας, γιατί η προμήθεια πακέτου, ήταν προνόμιο δι’ ολίγους!!
Σήμερα τα περίπτερα λιγόστεψαν. Στις
γειτονιές χάθηκαν. Στο κέντρο της πόλης, όσα υπάρχουν, είναι πληθωρικά,
γιγάντια, πολυκαταστήματα. Έγιναν απρόσωπα. Ανάλογα δε με τη θέση τους.
Έξω από τα Νοσοκομεία, προσφέρουν σε αφθονία για επισκέψεις σε ασθενείς,
χυμούς συμπυκνωμένους, μπισκότα, μπεστ-σέλερ κ.ά. Έξω από τα Σχολεία
ό,τι προκαλεί την πλεονεξία των παιδιών. Σοκολάτες, καραμέλες τύχης,
χαλκομανίες κ.ά. Άλλα πάλι σε σταθμούς τρένων, λεωφορείων και σε γήπεδα
τ’ ανάλογα.
Τα κεντρικά περίπτερα, θεωρούνται και
χρυσωρυχεία. Θυμάστε τον πατριώτη μας ηθοποιό Γιαννάκη Καγκά, σε γραφείο
συνοικεσίων, που ήθελε γυναίκα με προίκα ένα περίπτερο;
Έγιναν όμως και τα περίπτερα στόχος
διαρρηκτών. Λεία εύκολη και προσδοφόρος. Γι’ αυτό μερικά κατάντησαν
φρούρια απόρθητα. Παραπετάσματα, λαμαρίνες, αλυσίδες, λουκέτα... Αλλά
και κάμερες ολόγυρα. Μάρτυρες για τους τολμηρούς απλοχέρηδες. Το
περίπτερο μοιάζει με ένα σιδερένιο λουλούδι. Κλείνει το βράδυ, καθώς ο
περιπτεράς το περιφράσσει, κι ανοίγει την άλλη μέρα, για να ξεδιπλώσει
τα πολύχρωμα χάρτινα ροδοπέταλα.
Πάντα το περίπτερο ήταν ένας πειρασμός. Η
πολύμορφη και πολύχρωμη πραμάτειά του, κέντριζε τη φαντασία και
γαργαλούσε την πείνα των διαβατών. Πάντα κοντοστέκεται και το κοιτάζει
με λαιμαργία, το παιδί, ο άνεργος, ο μετανάστης.
Αμ, ο περιπτεράς; Ποιος τον σκέφτεται;
Ολομερίς εγκλωβισμένος, ακίνητος, μουδιασμένος. Μοναδική του χαρά το
παραθυράκι, που τον φέρνει σ’ επαφή με τον έξω κόσμο.
Ένα μαρτύριο γι’ αυτόν κάθε βράδυ ν’
αποκαθηλώνει χίλια δυο μπιχλιμπίδια. Και κάθε πρωί να τ’ απλώνει. Και να
είναι μόνος, χωρίς αντικαταστάτη μια ώρα, που θα τον χρειασθεί. Ένας
ασπάλακας είναι, που προβάλλει μόνο το κεφάλι του, μέσα από το μικρό του
βασίλειο.
Τα περίπτερα είναι η αποθέωση του
λιανεμπορίου. Από καρφίτσες και μπαταρίες, ως κινητά, περιοδικά παντός
«γούστου», γυαλιά ηλίου κ.λπ.
Πάντοτε ο πληθωρισμός του περιπτέρου, σε χρώματα και σχήματα, σε γεύσεις και θεάματα, με γοήτευε.
Νοσταλγώ τα παλιά περίπτερα, που έχουν τη
θέση τους στην πρόσφατη ιστορία μας. Αλλά και θαυμάζω τα σύγχρονα,
μοναδική ιδιοτυπία στην Ελλάδα, που στη χώρα μας καλλιεργεί μια
ιδιόμορφη σχέση με τον πελάτη του.
|