Το γκρουπ της νέας μουσικής ελληνικής κουλτούρας, που
στηρίζεται στην ποιότητα και κινείται ανεξάρτητα από τις γνωστές
μουσικές φόρμες, θα μας χαρίσει μία ξεχωριστή βραδιά, με νέα και
παλαιότερα τραγούδια του και πολλές ακόμα εκπλήξεις. Τα μέλη των
Transistor μας προσκαλούν να καθίσουμε στη «σκιά του οικογενειακού τους
δέντρου» και μοιράζονται μαζί μας –εκτός από τους ήχους- τις σκέψεις και
τα συναισθήματά τους.
Το «Resting in the shade of the family tree» είναι ηχητικά λίγο πιο
«σκληρό», σε σχέση με τον πρώτο δίσκο. Έχει έντονες στιγμές και δυνατά
ξεσπάσματα, χωρίς, όμως, να λείπουν παράλληλα και τα ατμοσφαιρικά και,
ενίοτε, πιο pop στοιχεία. Είναι ένας απόλυτα βιωματικός δίσκος που
κινείται σε rock κυρίως μονοπάτια, στον οποίο δεν διστάσαμε να
δοκιμάσουμε καινούργια για μας πράγματα.
Αν με αυτό εννοείτε τις μουσικές μας επιρροές, τότε θα λέγαμε ότι είναι
πολύ πυκνή και μάλιστα, δημιουργείται από φύλλα και κλαδιά τελείως
διαφορετικά μεταξύ τους. Και οι 5 ακούμε πολλή και διαφορετική μουσική
και, μάλλον, αυτό βγαίνει και στη μουσική μας, η οποία -πολλές φορές-
συνδυάζει διαφορετικά στυλ.
Η μουσική είναι μία, μεγάλη και ικανή να περάσει παντού. Αυτό είναι το
μόνο σίγουρο. Από εκεί και πέρα, το γεγονός ότι κάνουμε μουσική και τη
«δίνουμε» προς τα έξω, δεν σημαίνει ότι περιμένουμε ανταλλάγματα. Ναι,
είναι σίγουρα αυτό που κρύβουμε μέσα μας, αυτό που ο καθένας μας
κουβαλάει και που, ίσως, δεν θα τόλμαγε να το εξωτερικεύσει με άλλο
τρόπο. Αν τελικά βρει συντρόφους, θα είναι ιδανικό. Αν δεν βρει, αφήνει
τουλάχιστον την ικανοποίηση της προσπάθειας.
Έτσι ακριβώς είναι και το ξέραμε αυτό, πριν ακόμα ξεκινήσουμε καλά
καλά να το κάνουμε. Πατάμε γερά πάνω στη γη, δεν έχουμε καμία απαίτηση
από το κοινό να αποδεχτεί κάτι, το οποίο δεν είναι γραμμένο στη μητρική
του γλώσσα. Από την άλλη όμως, είναι και η ευκαιρία να εκφράσουμε και
ένα μικρό παράπονο που έχουμε. Το ελληνικό κοινό είναι αρκετά
εκπαιδευμένο στην αγγλική γλώσσα (δεν είναι για παράδειγμα όπως οι
Ισπανοί ή οι Ιταλοί) και αποδέχεται μια χαρά τον ξένο στίχο, όταν έχει
να κάνει και με ξένους καλλιτέχνες. Το πρόβλημα αρχίζει, όταν ένα
εγχώριο σχήμα τον χρησιμοποιεί. Υπάρχει πάντα η καχυποψία, ότι σίγουρα
δεν το κάνει καλά και αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τον στίχο, αλλά και
με τη μουσική, δυστυχώς. Τρανταχτό παράδειγμα η «λυπηρή» κατά τα άλλα
φράση που ακούγεται συχνά: «Πολύ καλό, για να είναι ελληνικό».
Δόξα τω Θεώ, γίνονται πολύ σπουδαία πράγματα. Πολλά από αυτά είναι
επαγγελματικού επιπέδου και υπάρχουν και πολλές αξιόλογες μπάντες που
-με ελάχιστα, πολλές φορές, μέσα- παράγουν σπουδαία δουλειά, η οποία
αξίζει την προσοχή και την υποστήριξη όλων μας. Είμαστε, όμως, λίγο
αντίθετοι με αυτό που αναφέρεται συχνά, ότι η συγκεκριμένη σκηνή (στην
οποία ανήκουμε και εμείς) γνώρισε «άνθιση» το 2008, περίπου, και
συνεχίζει. Το θεωρούμε πολύ «βαρύγδουπη» δήλωση, μιας και το κοινό της
σκηνής αυτής είναι αρκετά περιορισμένο, σε σημείο οι μπάντες να
ξεπερνούν σε αριθμό τους ακροατές. Σημαντικό είναι, λοιπόν, να ξέρουμε
πού απευθυνόμαστε και να είμαστε λίγο προσγειωμένοι στην πραγματικότητα.
Γίνονται σημαντικά βήματα προόδου, ναι, αλλά καλό θα ήταν εμείς οι
ίδιοι οι μουσικοί να βάλουμε πρώτα μυαλό (εάν αποδεχτούμε ότι, έστω, το
ταλέντο υπάρχει), να σταματήσουμε αρχικά τα αλληλοφαγώματα για το ποιος
είναι ο καλύτερος του χωριού και να προχωρήσουμε σε έναν κοινό στόχο,
την ανάδειξη αυτής της σκηνής. Πρέπει πρώτα εμείς οι ίδιοι να σεβαστούμε
τους εαυτούς μας και τους συναδέλφους μας, για να περιμένουμε κάτι
αντίστοιχο και από το κοινό.
Αντιαισθητικό είναι το γεγονός, ότι βρισκόμαστε στο 2012, σε μια χώρα
που γέννησε τον πολιτισμό και έχουμε τιγκάρει από πίστες που απέξω
διαφημίζουν σε γιγαντοαφίσες τον όποιον-α τραγουδά μέσα, ενώ ο δρόμος
και τα στενά γύρω από την κάθε πίστα γεμίζουν με πανάκριβα αυτοκίνητα,
ικανά να πατήσουν και εσένα τον ίδιο, προκειμένου να παρκάρουν φάτσα
κάρτα στο μαγαζί. Ενώ, λοιπόν, υπάρχουν όλα αυτά τα μαγαζιά σε μεγάλο
αριθμό, δεν υπάρχουν παρά ελάχιστοι αξιοπρεπείς εναλλακτικοί
συναυλιακοί χώροι, για να παρουσιάσει ένας μουσικός το έργο του. Ειδικά
σε μία πόλη σαν την Αθήνα με 5 εκατομμύρια κόσμο, είναι λυπηρό να
υπάρχουν ελάχιστοι τέτοιοι χώροι με κατάλληλο εξοπλισμό. Και, φυσικά,
ούτε λόγος για κρατική βοήθεια ή υποστήριξη, πόσο μάλλον αυτήν την
περίοδο που και η απλή αναφορά και συζήτηση πάνω σε αυτό το θέμα
θεωρείται πολυτέλεια.
Είναι πολύ δύσκολη η ερώτηση. Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η ιδανική σανίδα
σωτηρίας. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα και το αδιέξοδο τεράστιο. Δεν
την έχουμε τη λύση και, δυστυχώς, δεν την έχουν ούτε αυτοί που είναι η
δουλειά τους να την έχουν και, παρά ταύτα, πλησιάζουν εκλογές. Και
εφόσον είναι πλέον γεγονός η κρίση, το αδιέξοδο, η μιζέρια, η
στενοχώρια, καλό θα είναι όλα αυτά να τα δείξει ο κόσμος και με την ψήφο
του. Ας δείξει, επιτέλους, ότι δεν μπορεί να ζήσει ανθρώπινα και με
αξιοπρέπεια, ότι δεν καταφέρνει να επιβιώνει, ότι του παίρνουν τη ζωή
του μέσα από τα χέρια του. Αυτό για αρχή και μετά βλέπουμε. Επιπλέον, θα
το πούμε και ας γίνουμε για μια ακόμη φορά γραφικοί, με τα μέσα που
διαθέτουμε εμείς, ο απλός δηλαδή λαός, αυτό που μπορούμε να κάνουμε
μέρες που είναι, είναι το να προσπαθήσουμε να γίνουμε περισσότερο
άνθρωποι, να έχουμε αλληλεγγύη και αγάπη μεταξύ μας και να αφήσουμε στην
άκρη μικρότητες, μίση, κακίες και άλλες συναφείς λέξεις. Υπάρχει που
υπάρχει το κακό, ας γίνουμε ένα, μήπως και το αντιμετωπίσουμε.
Η αλήθεια είναι ότι η ομίχλη είναι τόση, που δεν βλέπουμε στο ένα μέτρο.
Αυτό όμως, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει δρόμος. Το ότι δεν βλέπουμε,
δεν μπορεί να μας απαγορεύσει να φανταζόμαστε και να ελπίζουμε ότι τα
πράγματα θα αλλάξουν και, αν όχι εμείς, ίσως τα παιδιά μας ζήσουν σε μια
πιο ανθρώπινη κοινωνία.
|