Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακούς
δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ακούς
το χαμένο μου αίμα και το μυτερό , μ’ακούς
μαχαίρι
σαν κριάρι που τρέχει μες τους ουρανούς
και των άστρων τους κλώνους τσακιζει, μ’ακους
είμαι εγώ , μ’ακούς
σ’αγαπώ , μ’ακούς
σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
το λευκό νυφικό της Οφηλιας , μ’ακούς
που μ’αφήνεις , που πας και ποιος , μ’ακους
σου κρατεί το χέρι πάνω απ’τους κατακλυσμούς
οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λαβές
θα’ρθει μέρα , μ’ακους
να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα , μ’ακους
να γυαλίσει επάνω τους η απονιά , μ’ακους
των ανθρώπων
και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
στα νερά ένα-ένα, μ’ακους
τα πικρά μου βότσαλα μετρώ , μ’ακους
κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία , μ’ακους
οπου κάποτε οι φιγούρες Των ’γιων
βγάζουν δάκρυ αληθινό , μ’ακους
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά , μ’ακους
ενα πέρασμα βαθύ να περάσω
περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
πουθενά δεν πάω , μ’ακους
Η κανείς η κι οι δυο μαζί, μ’ακους
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και , μ’ακους
της αγάπης
μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς , μ’ακους
σ’αλλη γη , σ’αλλο αστέρι , μ’ακους
δεν υπάρχει το χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
που αγγίξαμε , ο ίδιος , μ’ακους
και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’αλλους καιρούς
από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες , μ’ακους
να τινάξει λουλούδι , μονο εμείς , μ’ακους
μες στη μέση της θάλασσας
από μόνο το θέλημα της αγάπης , μ’ακους
ανεβάσαμε ολόκληρο νησί , μ’ακους
με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Ακου , ακου
ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
ποιος γυρεύει τον αλλο , ποιος φωνάζει - ακούς;
ειμ’εγω που φωνάζω κι ειμ’ εγώ που κλαιω , μ’ακους
σ’αγαπω , σ’αγαπω…μ’ ακους ;