Μην κλαις, δε θα αφήσει ο καιρός
να λιτανεύεις άλλο την ψυχή σου.
Χρώμα απ' τα χρώματα του δειλινού δίνεις
κι όποιος σε ξέρει, ζωγραφίζει της ψυχής σου το πρόσωπο.
.
Ρόδο μισάνοιχτο στου ανέμου το πέρασμα, ν' αντέχεις.
Μ' αγκάθια μυτερά, ν' αμύνεσαι.
Και χρώμα κόκκινο, να σε προσφέρουνε στον Ερωτά..
Να σου προσφέρουν εκείνο το πρώτο φιλί
ξανά και ξανά σ' εκείνο το σταυροδρόμι στο Σύνταγμα,
έχοντας την ίδια αγωνία, το ίδιο σφίξιμο στο στομάχι!
Εφτασα στου κόσμου την άκρη πλανημένη απ' τ' ανέμου
τα φερμένα αρώματα.
Κι έγινε η ψυχή μου τραγούδι ερωτικό,
μ' ένα δάκρυ προσμονής στα μάτια.
Είμαι εδώ, καρδιά μου, χρόνια τώρα
απλώνω μεταξωτά σεντόνια στα κρεβάτια -;
Μα συ με ξεπερνάς, κοιτάζοντας
στην άλλη πλευρά της λίμνης
προσμένοντας μιαν άλλη να περάσει!
Είσαι ο ουρανός ο γαλανός μιας μέρας ανοιξιάτικης
σαν τη γλυκιά ανάμνηση του καλοκαιριού
λίγο πριν τις μελαγχολικές σκέψεις των πρώτων βροχών.
Είσαι ανάγκη για ομιλία, για όνειρα, για γιορτή.
Η σιωπή.
Είσαι το φεγγάρι που απλώνει το χρώμα του
μέσα στα μάτια σου, που βάφει πορφυρά τα νερά ,
και πυρώνει τα χείλη.
Είμαι εδώ, κι είμαι εκεί,
όσο ακούω τη φωνή σου να χτυπάει τις παλάμες της γελώντας.
Είμαι εδώ και θα είμαι εκεί όταν το επιθυμείς.
Είμαι παντού και σε γυρεύω κάθε που σιωπείς.
Χάνομαι σε ρεματιές,
σε υποσχέσεις που δε δόθηκαν σε προσφορά.
Σε πτήσεις που έγιναν μαγικές μέσα στα μάτια σου.
Σε τούτο τον τόπο, με το τσιμέντο και την αποξένωση ,
ήρθες και μ' έπιασες απ' το χέρι, κι έξω με τράβηξες.
Άκουσα τη φωνή σου να μου λέει «είμαι εδώ, δεν είσαι μόνη».
Μα ίσως η ανάγκη μου να έπλασε τούτες τις λέξεις.
Όμως είσαι εδώ, θα είσαι πάντα εδώ.
Δίχως προσδοκίες θα προσμένω να φανείς,
αχτίδα λεπτή, τις μισάνοιχτες γρίλιες
να περάσεις του παραθύρου να με ξυπνήσεις.
Πορεύθηκες όπως τα όνειρα μέσα στα μάτια μου.
Όνειρο είσουν?????.
Ό,τι ζήσεις να σε βοηθά να ονειρεύεσαι,
να ποθείς, και μετά από χρόνια ακόμα
να κοιτάζεις τους ανθρώπους στα μάτια
με ειλικρίνεια κι ευτυχία.
Στις ψυχές να υπάρχεις των ανθρώπων,
κι όπως ως τα σήμερα, μ' αυτές να πορεύεσαι!