Κρύο πολύ απόψε! Κι ο καιρός θυμωμένος. Έβλεπα τον Ουρανό να ξεσπά ανάμεσα σε αστραπές και βροντές και ανατρίχιαζα. Οι σταγόνες ακουμπούσαν το έδαφος στοργικά λες και βρήκαν την λύτρωση τους. Έβλεπα τα υδάτινα χεράκια τους να ξεμακραίνουν και να ψάχνουν καταφύγιο στο υγρό τσιμέντο.
Είχα πλαγιάσει το κεφάλι μου στο τζάμι και ένιωθα πως αντανακλά τον ψυχισμό μου. Έβλεπα τα πάντα να περνούν από μπροστά μου και αισθανόμουν θεατής σε σκηνές γνώριμες, οικείες.
-” Όχι πάλι γαμώτο”αναλογίστηκα δεν άντεχα να περπατήσω σε αυτούς τους άδειους, βρώμικους δρόμους του μυαλού.
Άνοιξα τον υπολογιστή και προσπάθησα να βγάλω το μυαλό μου από αυτή την ιδέα. Ήθελα να με απασχολήσω με κάτι χαζό. Να ξεχαστώ! Σκέφτηκα να πάρω τηλέφωνο την κολλητή μου αλλά δεν ήξερα και τι να της πω. "Άλλη μια φορά σε έχω ανάγκη;” ντρεπόμουν….
Ξέρεις τι με χάλαγε ; Η σκέψη πως εσύ είσαι εκεί κι εγώ είμαι εδώ και δεν σε έχω ενώ το θέλεις και το θέλω. Ειρωνεία. Ναι το ξέρω. Βρίσκεις όσα ζητάς σε μια απόσταση που δεν ζήτησες ποτέ. Γαμώτο.
"Γαμώτο” έγραφα πάνω στο τζάμι και το πίεζα για να καταλάβει κι αυτό το θυμό μου. Ήθελα να σου πω πολλά αλλά φοβόμουν ότι δεν έπρεπε αυτή την φορά να τα πω.
Νιώθω πως πρέπει να δώσω στον εαυτό μου μια ευκαιρία μαζί σου για κάποιο λόγο αλλά δεν το εμπιστεύομαι αυτό. Νιώθω πως είναι ” too good too be true”. Άστο ξέχνα το δεν θα σε βάλω στην διαδικασία. Δεν σου αξίζει.
Όχι πως εμένα μου αξίζει να μην σε έχω αλλά λέμε . Θα μου πεις και ποιος παίρνει ρε κορίτσι μου σε αυτή την ζωή αυτό που αξίζει. Έλα μου ντε! Ποιος, να του επισημάνω την τύχη του!
Ανοίγω το κινητό. Κολλητή μου είναι τι θα μου πει;! Και θα της τα πω, θα της τα πω όλα. Και θα της ζητήσω να με κρύψει, να πάρει ένα μαντήλι και να μου κλείσει τα μάτια. Να πάρει ένα κλειδί να μου κλειδώσει την καρδιά, να μην μπεις γιατί χτυπάς επίμονα και θα λυγίσω, είμαι πίσω από την πόρτα και κρατώ το πόμολο. Το νιώθω θα λυγίσω.
Αν μπεις δεν θα σε αφήσω με ακούς; Στο ορκίζομαι δεν θα σε αφήσω να φύγεις ποτέ. Που θα ξαναβρω κάποιον να σου μοιάζει.
Την πάτησα. Γαμώτο την πάτησα. Πόσα "γαμώτο” θέλω να φωνάξω στον εαυτό μου. Ανοίγω το κινητό και μετρώ επάνω του σταγόνες να κυλούν από τα μάτια μου. Θόλωναν τα πάντα ευτυχώς την είχα στις άμεσες κλήσεις.
- "Μελούκο την πάτησα” της είπα κλαίγοντας…
Έντρομη με ρώτησε τι έχω. Ανησυχούσε και εγώ δεν μπορούσα να της μιλήσω, τα δάκρυα έπνιγαν τις λέξεις πριν ανασάνουν.
- ” Γαμώτο την πάτησα, η πόρτα χτυπάει” της είπα. Τι της έλεγα όμως ήξερα πως θα μου πει να ανοίξω. Κι εκείνη ήξερε πως φοβάμαι. Με ήξερε καλά. Δεν ζητούσα κατανόηση, συμπαράσταση ζητούσα.
Έκλαιγα και ένιωθα το κεφάλι μου να μουδιάζει. Ακούμπαγα στην πόρτα και προσπαθούσα να σκεφτώ τι πρέπει να κάνω. Τι θέλω να κάνω! Γλιστρούσα στην πόρτα προς τα κάτω και έκατσα στο πάτωμα τόσο κενά σαν να είχε φύγει η ψυχή για να γλιτώσει την ξεφτίλα. Το κινητό μου είχε πέσει από τα χέρια και την άκουγα να ουρλιάζει ” άνοιξε, άνοιξε ρε και ζήσε το. Κι αν σπάσει κάτι θα το μαζέψουμε μαζί”.
Πριν καταλάβω τι και πως, ένιωσα μια δύναμη να με μετατοπίζει. Έφυγα πιο κει σαστισμένη, τρομαγμένη. Κι είδα ένα χέρι να απλώνεται για να με σηκώσει. Μάλλον κλέφτης είσαι, γιατί είχα κλειδώσει και όμως μπήκες.
Οι επιλογές τέλειωσαν! Η πόρτα άνοιξε…