Μια φορά κι ένα καιρό, κάπου μακριά σ' ένα μεγάλο παλάτι, ζούσε ένας μικρός πρίγκιπας. Ο πατέρας του ήταν ο βασιλιάς και η μητέρα του ήταν η βασίλισσα. Ο πρίγκιπας, ένα ωραίο αγοράκι με κόκκινα μαλλιά, ήταν το μοναδικό τους παιδί. Είχε όλα τα καλά και κάθε μέρα πέρναγε καταπληκτικά. Έτρωγε τα αγαπημένα του φαγητά κι έπαιζε με ένα σωρό παιχνίδια. Είχε κι ένα δικό του καφετί άλογο, ένα πόνυ, με το οποίο έκανε βόλτες τα απογεύματα. Χάρη σε όλα αυτά όμως, είχε γίνει πολύ κακομαθημένος.
- Μια μέρα εσύ θα γίνεις ο βασιλιάς! Του λέγανε κι εκείνος φούσκωνε. Του άρεσε να τον προσκυνούν όλοι στο παλάτι και να κάνουν ό,τι ζητούσε. Όταν πείναγε, φώναζε:
- Πεινάω!
- Θα ετοιμάσουμε αμέσως κάτι, Μεγαλειότατε, έλεγαν οι υπηρέτες.
- Αργήσατε! Έκανε ο πρίγκιπας, ενώ οι καημένοι δεν είχαν προλάβει ούτε να κουνηθούν! Και όταν του έφερναν τα νόστιμα φαγητά, εκείνος άνοιγε μόνο το στόμα, ενώ μια υπηρέτρια τον ταΐζε λέγοντας του μια ιστορία. Άλλαζε τα ρούχα του κάθε μέρα, ήθελε μια την κόκκινη στολή, μια τη μπλε, μια την κίτρινη και οι υπηρέτες δεν προλάβαιναν να τις πλένουν. Όταν έχανε κάποιο παιχνίδι, φώναζε δυνατά:
- Βρείτε μου το παιχνίδι που έχασα γρήγορα, γιατί θα πω στον πατέρα μου ότι το πήρατε εσείς! Και μετρούσε ως το δέκα, ενώ οι κακόμοιροι υπηρέτες έψαχναν. Οι άλλοι τον έπλεναν, οι άλλοι τον ετάιζαν, οι άλλοι τον έβαζαν να κοιμηθεί, λέγοντας του παραμύθια μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Ο βασιλιάς και η βασίλισσα τον αγαπούσαν πολύ και δεν τους ένοιαζε. Όμως οι υπηρέτες τα τραβούσαν όλα.
- Ουφ! Δεν αντέχουμε άλλο! Αναστέναζαν.
Ένα ωραίο απόγευμα, ο πρίγκιπας πήγε βόλτα με το καφετί του πόνυ στο δάσος. Τον συνόδευε πάντα ένας γέρος υπηρέτης, μ' ένα μεγάλο, μαύρο άλογο. Τι ωραίο που ήταν το δάσος εκείνο το απόγευμα! Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου, που έφευγε σιγά σιγά, φαίνονταν μέσα από τα φύλλα των δέντρων, φυσούσε ένα απαλό αεράκι, ενώ δύο ελάφια πίνανε δροσερό νερό από μια λίμνη του δάσους. Ο πρίγκιπας πήγαινε μπροστά με το πόνυ του ευχαριστημένος, ενώ πίσω τον ακολουθούσε ο υπηρέτης.
- Ας κάτσουμε σ' αυτό το δέντρο να ξεκουραστούμε λίγο, Μεγαλειότατε, είπε ο υπηρέτης.
- Εντάξει, κατεβαίνω, είπε ο πρίγκιπας και έκανε ότι κοίταζε κάτι γαλάζια λουλούδια, αλλά μόλις είδε ότι τον υπηρέτη άρχισε να τον παίρνει ο ύπνος, χάιδεψε το πόνυ του στο κεφάλι και του είπε:
- Αλογάκι μου, εγώ είμαι μεγάλος τώρα και δεν θέλω να πηγαίνω βόλτα με το γέρο υπηρέτη! Πάω να κάνω μόνος μου μια βόλτα και θα ξαναγυρίσω, εντάξει; Κι άρχισε να περπατάει ανάμεσα στα δέντρα. Τι ευτυχισμένος που ένιωθε!
- Γεια σου δασάκι, είμαι ο πρίγκιπας σου! Είπε. Χωρίς να το καταλάβει όμως, απομακρύνθηκε πολύ. Μόνο όταν γύρισε το κεφάλι πίσω, κατάλαβε ότι είχε χαθεί.
- Μα κάπου εδώ ήταν, είπε. Θα βρω τα άλογα. Δεν μπορούσε όμως και είχε αρχίσει να νυχτώνει.
- Βοήθειααα! Που είσαι υπηρέτη; Φώναξε, αλλά κανείς δεν τον άκουσε, μόνο κάτι πουλιά πέταξαν από ένα δέντρο, κάνοντας μεγάλη φασαρία.
- Μα τι συμβαίνει; Απόρησε. Τότε όμως είδε ότι ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρα σύννεφα.
- Θα βρέξει! Τι θα κάνω τώρα;
Οι πρώτες χοντρές ψιχάλες βροχής ξύπνησαν και τον υπηρέτη, που είχε κοιμηθεί βαθιά κάτω από το δέντρο. Εκείνος όταν είδε ότι το πόνυ ήταν εκεί, αλλά ο μικρός πρίγκιπας έλειπε, τρόμαξε πάρα πολύ κι άρχισε να φωνάζει:
- Μεγαλειότατε, που είστε; Έψαξε, έψαξε, αλλά η βροχή δυνάμωσε κι ούτε έβλεπε πια καλά. Στο τέλος πήγε στενοχωρημένος στο παλάτι, μόνο με τα άλογα.
- Ο βασιλιάς θα με σκοτώσει, σκέφτηκε. Εν τω μεταξύ ο πρίγκιπας έτρεχε στη βροχή και είχε γίνει μούσκεμα, ενώ οι κεραυνοί τον τρόμαζαν. Ξαφνικά όμως, είδε ένα φως από μακριά. Ήταν ένα σπιτάκι μέσα στο δάσος. Εκεί έμενε ένας ξυλοκόπος με τη γυναίκα του. Ο πρίγκιπας χτύπησε την πόρτα.
- Ναι; Ακούστηκε μια βαριά φωνή και φάνηκε στην πόρτα ο ξυλοκόπος, ένας άντρας με μεγάλα μουστάκια. Μπα! Ένα αγοράκι τέτοια ώρα εδώ! Χάθηκες παιδί μου; Ρώτησε.
- Είμαι ο Μεγαλειότατος! Απάντησε ο πρίγκιπας. Σε διατάζω να με φροντίσεις και αύριο να με στείλεις πίσω στο παλάτι, αλλιώς θα θυμώσει ο πατέρας μου!
- Χα! Χα! Χα! Γέλασε ο ξυλοκόπος. Είναι τρελός ο μικρός! Έλα, έλα μέσα! Εκείνος όμως δεν έμπαινε.
- Τι έπαθες πάλι; Ρώτησε ο ξυλοκόπος.
- Δεν έχει κόκκινο χαλί! Είπε ο πρίγκιπας. Όταν κατεβαίνει ο Μεγαλειότατος στο σαλόνι, πατάει πάντα στο κόκκινο χαλί!
- Εντάξει Μεγαλειότατε, έκανε κοροϊδευτικά ο ξυλοκόπος, καθίστε στη βροχή! Τι να έκανε ο πρίγκιπας; Μπήκε μέσα μουτρωμένος και κοίταξε το φτωχό σπίτι:
- Πω, πω, είναι χάλια εδώ μέσα! Είπε. Τέλος πάντων! Έλα, δεν θα προσκυνήσεις;
- Α, για άκου να σου πω μικρέ! Θύμωσε ο ξυλοκόπος. Σε μάζεψα από τη βροχή, η γυναίκα μου έχει κατέβει στο χωριό να δει τους γέρους γονείς της και θα γυρίσει μετά από κάποιες μέρες. Μπορείς να μείνεις εδώ, αλλά άσε τις τρέλες! Θα τα κάνεις όλα μόνος σου! Και ο πρίγκιπας, αναγκάστηκε να τρώει μόνος του, να ντύνεται μόνος του, να πλένεται μόνος του, να κοιμάται χωρίς παραμύθια και ακόμη άρχισε να βοηθάει τον ξυλοκόπο στο κόψιμο των ξύλων και στις δουλειές του σπιτιού. Όταν μετά από κάποιες μέρες γύρισε η γυναίκα του, εκείνος της είπε:
- Άκου να γελάσεις, γυναίκα! Μάζεψα ένα αγοράκι που είχε χαθεί στο δάσος και που έλεγε ότι είναι ο Μεγαλειότατος! Αλλά τώρα έχει ηρεμήσει και με βοηθάει!
- Αχ, τι μας έκανες, άντρα μου! Φώναξε εκείνη. Αυτό το αγοράκι με τα κόκκινα μαλλιά είναι πράγματι ο γιος του βασιλιά! Δεν το άκουσες πως χάθηκε; Τον ψάχνουν σε όλη τη χώρα! Έλα να τον πάμε γρήγορα στο παλάτι! Στο παλάτι είχαν τρελαθεί όλοι από την αγωνία και όταν τον είδαν, χάρηκαν πάρα πολύ. Ο βασιλιάς έδωσε ένα κουτί γεμάτο χρυσάφι στον ξυλοκόπο και στη γυναίκα του. Αλλά ο πρίγκιπας είχε αλλάξει.
- Ελάτε να σας ντύσω, Μεγαλειότατε, είπε ένας υπηρέτης.
- Γιατί, μπορώ και μόνος μου! Απάντησε εκείνος και όλοι ξαφνιάστηκαν. Έτσι, ο κακομαθημένος πρίγκιπας κατάλαβε ότι το να κάνεις κάτι μόνος σου είναι πιο ωραίο από το να στο κάνουν οι άλλοι και του άρεσε να τα κάνει όλα μόνος του, μάλιστα βοηθούσε και τους άλλους στο παλάτι με χαρά.
Facebook αστεία, εικόνες, βίντεο και άλλα! Μια σελίδα για την αστεία πλευρά του FaceBook. Αστείες φωτογραφίες ,καταστάσεις, βίντεο και άλλα απο το Facebook είναι εδώ.