Η μεταμόρφωση πλησίαζε στο τέλος της, τέρμα πια στο σκοτάδι και στο στριμωξίδι. Η πεταλούδα είχε έτοιμα τα φτερά της κι ανυπομονούσε να τ΄ απλώσει για να ξεζαρώσουν και να ομορφύνουνε με τα πλουμιά τους τη ζωγραφιά του κόσμου. Άνοιξε μια τρυπίτσα στο κουκούλι, τη μεγάλωσε, τη μεγάλωσε κι όταν ήταν αρκετή για να χωρέσει το κορμάκι της ξετρύπωσε κι αντίκρισε τον κόσμο. Ήταν μια καλοκαιρινή μέρα κι ο ήλιος έριχνε χούφτες χούφτες το φως του ολόγυρα. Μα σήμερα δεν έριχνε μόνο φως μα έριχνε και φωτιά. Και σα να μην έφτανε ο ήλιος εκείνη τη μέρα σκόρπιζαν φωτιά και ο αέρας και τα δέντρα και η φωτιά άπλωνε το καυτερό της σεντόνι ίσαμε τον τελευταίο θάμνο, ίσαμε το μικρούτσικο χορταράκι και έτρεχε να φτάσει το κύμα στη θάλασσα. Εκείνη τη φοβερή μέρα τ’ αποφάσισε να βγει από το κουκούλι της η πεταλούδα και ν’ απλώσει τα φτερά της. Τρόμαξε τόσο που ήθελε να ξαναμπεί μέσα στο κουκούλι μα αυτό δε γινότανε. Μάζεψε λοιπόν την πλουμιστή της πουκαμίσα και έτρεξε να γλιτώσει από μια φλόγα που ήθελε να την αρπάξει και να την τυλίξει στην καυτή αγκαλιά της. Μόλις που πρόλαβε να πετάξει πάνω απ’ τη θάλασσα, συμμάζεψε τα φτερά της και την τρομαγμένη της καρδούλα και τ’ ακούμπησε στη λακκούβα ενός βράχου. Έμεινε εκεί κι αφού ξαπόστασε κάμποση ώρα ανακάλυψε τη γαλάζια θάλασσα. Διψούσε και της κόβονταν η αναπνοή από τον γεμάτο με καπνό κι αποκαΐδια αέρα που έφτανε από το καμένο δάσος. Ετοιμάστηκε να βουτήξει στο νερό της θάλασσας να δροσιστεί, να ξεδιψάσει. Μα την τελευταία στιγμή μια ηλιαχτίδα την άρπαξε από τη μέση και τη σήκωσε ψηλά πριν μουσκέψουν τα φτερά της και βουλιάξει στα νερά. Κι ένα ασημόχρωμο ψαράκι ξεπετάχτηκε απ’ τα νερά και τη μάλωσε τη μικρή πεταλούδα που άμαθη όπως ήταν δεν τους ήξερε τους κινδύνους της ζωής. - Πρόσεχε μικρή μου, πρόσεχε, να χαρείς! Δεν τα λυπάσαι τα πολύχρωμα φτερά σου να τα χαραμίσεις στα νερά; Αχ ας είχα κι εγώ τόσο χρώμα στο κορμί μου και θα ‘βλεπες πόσο θα το φρόντιζα! - Μα ποιος είσαι εσύ και τι ζητάς μες στα νερά; Πως γκρεμίστηκες εκεί μέσα τον ρώτησε απορημένη η πεταλούδα Μα το ψαράκι που δεν άντεχε για πολύ έξω από το νερό, βούτηξε ξανά και εξαφανίστηκε κολυμπώντας. Δεν άργησε όμως να ξαναβγεί και αυτή τη φορά εξήγησε στη μικρή του φιλενάδα τα μυστήρια της δικής του ζωής. Βούτηξε πάλι κι όταν ξανάρθε έμεινε να ακούει με έκπληξη τα μυστήρια της ζωής της πεταλούδας για τότε που ήταν ένα μικρούλι αυγό, κι έγινε πεινασμένη κάμπια κι ύστερα κλείστηκε στο κουκούλι της και να που σήμερα ήταν η ώρα να απλώσει τα φτερά της για να γνωρίσει και να ομορφύνει τον κόσμο. _ Μα τώρα διψώ, ψαράκι μου, η κάψα του ήλιου με τσουρουφλίζει, νερό, θέλω νεροοοό, φώναζε η πεταλούδα κι ζαλισμένη αφέθηκε να πέσει στη θάλασσα. - Μη σου λέω, θα πνιγείς, μείνε στο βράχο θα σε βοηθήσω εγώ της λέει και χωρίς να χάσει καιρό άρχισε να κολυμπά και να κάνει τούμπες στον αφρό της θάλασσας. Δροσερές σταγόνες θαλασσινού νερού πιτσίλισαν το κορμί της και κείνη ανακουφίστηκε και ζωντάνεψε. Ήθελε να ευχαριστήσει το ψαράκι, να το αγκαλιάσει, να το φιλήσει μα επειδή δεν ήξερε πως γίνεται κούνησε αργά και ρυθμικά τα πλουμιστά της φτερά. Και κείνο έμεινε να θαυμάζει την ομορφιά των χρωμάτων και ένιωσε ένα πόνο σαν από μικρό μαχαιράκι στην ψαρίσια του καρδιά. - Αχ, γιατί να μην έχει και κείνο λίγο χρώμα στο κορμί του, ας ήταν μόνο μια πινελιά!, αναρωτήθηκε σιωπηλά. - Πεινώ, μου ‘ρχεται λιγοθυμιά, ψαράκι μου τίποτα δεν βλέπω ολόγυρα, όλα μαύρα και καμένα. Βοήθεια, ένα λουλουδάκι, ένα θάμνο, μια μπουκίτσα τουλάχιστον, ίσα να κρατηθώ στη ζωή, παρακαλούσε η πεταλούδα. Μα όπου κι αν κοιτούσε τα δέντρα, οι θάμνοι, τα χόρτα όλα νεκρά και καρβουνιασμένα και όσο για λουλούδια ούτε για αστείο. - Λουλούδια, μα που να ξέρω εγώ που όλη τη ζωή μου την περνάω μέσα στο νερό, της απάντησε απορημένο το ψαράκι. Μα για στάσου, ναι, σα να θυμάμαι μια φορά τη γοργόνα…. είπε κι αμέσως έλαμψε η ματιά του. Μια βραδιά είχε έρθει στολισμένη με ένα όμορφο λουλουδένιο στεφανάκι στα μαλλιά της, μικρά μενεξελιά λουλουδάκια…. - Σε παρακαλώ φέρε μου λίγα, η πείνα μου μεγαλώνει, δε θ’ αντέξω, να μου φαίνεται ότι βλέπω παντού στη θάλασσα λουλούδια, βουτάω…. - Μη, τι πας να κάνεις, θες να πνιγείς, περίμενε να σου εξηγήσω, τα λουλούδια δεν τα βρήκε στη θάλασσα μα εκεί μέσα στα βράχια, εγώ δεν είδα ποτέ που φυτρώνουν μα αν πετάξεις, εσύ έχεις φτερά, μπορείς λοιπόν να πετάξεις και να ψάξεις. Πέτα, μην απελπίζεσαι, φύγε όσο έχεις λίγη δύναμη ακόμα. Κι έφυγε η πεταλούδα, πετάρισε με χάρη, και το ψαράκι έμεινε να θαυμάζει τα πολύχρωμα φτερά της και πάλι εκείνο το κοφτερό μαχαιράκι του σκάλισε την καρδιά του. -Λίγο χρώμα, να’ χα και εγώ στα λέπια μου, μια πινελιά μόνο …! Μονολόγησε ψιθυριστά.
Ρούφηξε την πίκρα του και έδωσε μια βουτιά στα νερά, κολύμπησε με χάρη έτσι που μόνο ένα ψάρι μπορεί και πήρε το δρόμο της θάλασσας αφήνοντας την πεταλούδα ν’ ανακαλύψει τον κόσμο. Έψαχνε απελπισμένα για φαγητό γιατί δεν είναι λίγο πράμα να είσαι μια πεινασμένη πεταλούδα που μόλις έχεις αφήσει το κουκούλι σου! Ήταν εξαντλημένη όταν μες στα άγρια βράχια της φάνηκε πως βρήκε αυτό που έψαχνε. Πράγματι ένα ματσάκι μεταξένια λουλουδάκια ροζ, γαλάζια, μαβιά ακουμπούσαν τα κεφαλάκια τους απαλά το ένα δίπλα στο άλλο. Ήταν η σειρά της πεταλούδας να κολυμπήσει στις λουλουδένιες λιμνούλες, να γευτεί το νέκταρ τους και να παίξει μαζί τους. Έμεινε μαζί τους μέχρι που ένας άνεμος φύσηξε απ’ το βοριά κι άρπαξε την πεταλούδα, πήρε μαζί του άρωμα απ’ τα λουλούδια, θαλασσινή αλμύρα και ομορφιά απ’ την πεταλούδα. Τώρα όλα τα’ χε!, συνέχισε το ταξίδι του κι από όπου περνούσε σκορπούσε χαρά κι ελπίδα. Η πεταλούδα μάθαινε ένα σωρό καινούρια πράγματα, έβλεπε, άκουγε και στροβιλιζότανε χαρούμενη. Συνάντησε κι άλλα φτερωτά ζώα, τζιτζίκια και σκαθάρια, πουλιά και πεταλούδες κι άρχισε να ξεχωρίζει τους φίλους απ’ τους εχθρούς της. Μα τον πρώτο της φίλο, το ψαράκι δεν το ξέχασε ποτέ, πάντα θυμότανε ότι αυτός της έσωσε τη ζωή, αυτός τη βοήθησε να δυναμώσει και γι’ αυτό ήθελε να το βρει ξανά, να το ευχαριστήσει. Είναι αλήθεια πως της έλειπε η θάλασσα κι ο θαλασσινός της φίλος. Λαχτάρησε να το συναντήσει ξανά, να του διηγηθεί τα νέα της, τις περιπέτειες της και να ακούσει τα δικά του νέα. Γι’ αυτό αποφάσισε να πάρει το δρόμο και να ψάξει να το βρει, να το ανταμώσει. Πέταξε πολλή ώρα, ρώτησε πολλούς και στο τέλος τα κατάφερε, έφτασε στη θάλασσα που είχε συναντήσει το ψαράκι. Κάθισε με προσοχή στα βράχια για να μη βραχούν τα φτερά της και βαρύνουν. Περίμενε να φανεί ο φίλος της. Όμως το ψαράκι δε φαινόταν κι άρχισε να στεναχωριέται γιατί είχε αδύναμη φωνή και πώς να φωνάξει το φίλο της, πώς να την ακούσει; Μα ήθελε τόσο να τον δει, της είχε λείψει η παρέα του. Θα περίμενε λοιπόν, θα περίμενε μέχρι να ξεπροβάλλει το ψαράκι απ΄ το νερό. Αλλιώς μπορεί και να την περνούσε για αχάριστη που έφυγε χωρίς να το ευχαριστήσει για τη βοήθεια και τις συμβουλές του. Επιτέλους κάποια στιγμή το ψαράκι εμφανίστηκε, ίδιο ασημένιο φύλλο στροβιλιζότανε στα θαλασσινά νερά και σαν την αντίκρισε ήταν τόση η χαρά του που δεν κολυμπούσε πια μα χόρευε ζωηρό κι ευτυχισμένο. Η πεταλούδα ήθελε να αγκαλιάσει και να φιλήσει το φίλο της, μα δεν ήξερε πως γίνεται και γι’ αυτό κούνησε αργά και ρυθμικά τα πλουμιστά φτερά της. Και βλέποντας τους ο ήλιος να χορεύουν με τόση χάρη πήρε δυο χούφτες απ’ το φως τους και τις έριξε πάνω τους. Έλαμψε ο τόπος, χιλιάδες καθρεφτάκια έπλεαν στη θάλασσα και γέμισε ο τόπος με πεταλούδες και ψαράκια που χορεύανε στον αέρα και στο νερό. -Έλα μαζί μου ψαράκι, έλα να σου γνωρίσω τους καινούριους μου φίλους, είναι όμορφα στη γη. Έλα να σου δείξω το δάσος, δεν είναι αυτό που νομίζαμε, είναι πράσινο γεμάτο δέντρα και πρασινάδα, δέντρα φορτωμένα με πουλιά που κελαηδάνε και σου παίρνουνε το νου. Έτσι τον παρακαλούσε η πεταλούδα, μα το ψαράκι το ήξερε πως δε γινότανε. - Θα το ΄θελα πολύ μα να ξέρεις πως αν θέλεις το καλό μου πρέπει να αρνηθώ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς νερό, η θάλασσα είναι το σπίτι μου και όπως εσύ δεν μπορείς να ζήσεις μέσα στο βυθό έτσι και εγώ δεν μπορώ να ζήσω στο δάσος. - Τι κρίμα, του απάντησε λυπημένα η πεταλούδα. Μου λείπει η συντροφιά σου και τα σοφά σου λόγια, θέλω να μείνουμε για πάντα φίλοι, μας πως; - Ίσως αυτό μας βοηθήσει να κρατήσουμε τη φιλία και την αγάπη μας ακόμα κι όταν θα ’μαστε μακριά, της είπε το ψαράκι κι άφησε στα βράχια ένα γυαλιστερό κοχύλι. - Κράτησε το, κι όταν με θυμάσαι να το φέρνεις κοντά σου και ν’ ακούς το ψιθύρισμα της θάλασσας. Θα’ ναι σαν ν’ ακούς τη δική μου τη φωνή, τις δικές μου θαλασσινές ιστορίες. Η πεταλούδα ήθελε να τον ευχαριστήσει, να τον αγκαλιάσει, μα πως; Ανοιγόκλεισε πάλι αργά και ρυθμικά τα πλουμιστά φτερά της και ξεχύθηκαν τα χρώματα κι οι ομορφιές. - Και τότε ο φίλος της ένιωσε ξανά το κοφτερό μαχαιράκι να του κεντά την ψαρίσια του καρδιά. - Αχ, ας είχα κι εγώ λίγο χρώμα, μια πινελιά!, αναστέναξε με πόνο. Η πεταλούδα αυτή τη φορά το κατάλαβε γιατί ε τι φίλη θα ήτανε αν δεν έπαιρνε είδηση τα βάσανα και τις χαρές του φίλου της; - Τι έχεις; Γιατί δε χαίρεσαι πια; Τι σε βασανίζει; τον ρώτησε ανήσυχη μα το ψαράκι δεν αποκρίθηκε. Τότε μια ηλιαχτίδα τις ψιθύρισε κάτι στ’ αυτί, της φανέρωσε το μυστικό, πως το ψαράκι ήθελε κι αυτό λίγο χρώμα στο κορμάκι του, πως ζήλευε την πολύχρωμη φορεσιά της. Η πεταλούδα το αποφάσισε πως θα έκανε τα πάντα για να τον βοηθήσει, ήθελε να ξέρει πως και κείνος είναι χαρούμενος αλλιώς ούτε κείνη μπορούσε να χαρεί. Το βαλε σκοπό να χαρίσει λίγο χρώμα στο ψαράκι. Το πώς θα το ‘βρισκε, δεν την ένοιαζε. Είχε μάθει πως αν επιθυμείς κάτι μ’ όλη σου τη ψυχή στο τέλος το καταφέρνεις. Ρώτησε, έψαξε, δοκίμασε ένα σωρό ιδέες χωρίς αποτέλεσμα. Μα η πεταλούδα δεν απελπίστηκε και μια μέρα κει που πετούσε στον ουρανό είδε το ουράνιο τόξο, μια γέφυρα ζωγραφιστή! Δεν έχασε στιγμή, πέταξε ως εκεί κι έπιασε φιλίες μαζί του. Ανεβοκατέβαινε κι έκανε τσουλήθρα, πετούσε και γελούσε μα το φίλο της δεν τον ξεχνούσε ούτε λεπτό. Κι όταν την κουράσανε τα παιχνίδια και οι τρέλες ακούμπησε στην αγκαλιά του ουράνιου τόξου. Έκατσε και του τα ιστόρησε όλα, πώς τη βοήθησε το ψαράκι να αντέξει και να γλιτώσει τη ζωή της εκείνη τη φοβερή μέρα της πυρκαγιάς. Του είπε για τη φιλία τους και για το δώρο που της χάρισε, το γυαλιστερό κοχύλι που το φέρνει κοντά της και ακούει τις θαλασσινές ιστορίες. Και τέλος του φανέρωσε το πρόβλημα που το βασάνιζε. -Εσύ, του λέει, είσαι φορτωμένο μ’ ένα σωρό όμορφα και λαμπερά χρώματα, μήπως θα μπορούσες να μας βοηθήσεις; - Χρώματα έχω όσα πολλά, και θα σου δώσω, γιατί εσύ έχεις μια καλή καρδιά και δε θέλω να σου χαλάσω χατίρι, αποκρίθηκε το ουράνιο τόξο. Σχίζει βιαστικά μια λωρίδα από τα χρώματα του και τη χαρίζει στην πεταλούδα. - Σύρε στο φιλαράκο σου, αυτό είναι για κείνον, του αξίζει ένα πολύχρωμο δώρο, της λέει. Η πεταλούδα άρπαξε τη λωρίδα στον αέρα, ευχαρίστησε και έφυγε πετώντας μεθυσμένη από χαρά. Και η πολύχρωμη λωρίδα ανέμιζε πίσω από την πεταλούδα κι έμοιαζε σαν να μεγάλωσαν τα φτερά της, σαν να μεγάλωσε η καρδιά της και να χώρεσαν όλα τα πλάσματα του κόσμου. Για πότε έφτασε στη θάλασσα, για πότε φώναξε το ψαράκι, όλα έγιναν σε μια στιγμή. - Αυτό το δώρο είναι για σένα, καλέ μου φίλε, λέει η πεταλούδα στο ψαράκι και του τυλίγει την χρωματιστή κορδέλα του ουράνιου τόξου στο κορμί του. Έλαμψε πάλι ο κόσμος, έπλεαν πάλι χιλιάδες καθρεφτάκια στη θάλασσα, γέμισε ο τόπος ψαράκια ζωσμένα με ουράνιο τόξο. Τέτοια ομορφιά σπάνια συναντάς και επειδή κανείς δεν ήθελε να χάσει μια τέτοια ευκαιρία μαζεύτηκαν ψάρια και πουλιά και πεταλούδες ένα σωρό και θαύμαζαν το χρωματιστό ψαράκι που τυλιγμένο με το ουράνιο τόξο γλιστρούσε με χάρη. Μια χάνονταν βαθιά στο βυθό μια ανέβαινε και έκανε τούμπες πάνω απ’ το νερό. Η γοργόνα ξεπρόβαλε απ’ τα κύματα και γαντζώθηκε στα βράχια. Σε λίγο ξανάρθε με μια αγκαλιά μενεξελιά λουλούδια. Τα σκόρπισε στα θάλασσα για να ‘χει κι η πεταλούδα κάπου να κολυμπά. Λίγο κράτησαν όλα αυτά μα τους φάνηκαν αιώνες! Ήρθε η ώρα να χωρίσουν και ο καθένας να πάει στον τόπο που του ταίριαζε να ζήσει. Αποχαιρέτησε η πεταλούδα το ψαράκι ανοιγοκλείνοντας αργά και ρυθμικά τα φτερά της. Τούτη τη φορά το μαχαιράκι μπήκε στη θήκη του, δεν άγγιξε την καρδιά του ψαριού γιατί η φιλία τους είχε στερεωθεί για τα καλά. Γλίστρησε το ψαράκι στο νερό, κυμάτισε η κορδέλα του ουράνιου τόξου και χάθηκε στο βυθό. Όλοι τώρα θαύμαζαν την πολύχρωμη φορεσιά του και κείνο καμάρωνε και έφερνε στο νου του την καλή του φιλενάδα, την πεταλούδα. Κάθε φορά που η πεταλούδα πετάριζε στον ουρανό κι έβλεπε το ουράνιο τόξο έπαιζε μαζί του και θυμότανε τον καλό της φίλο, το ψαράκι.
Ένας ακόμα γλυκός καρπός ωρίμασε στο δέντρο της φιλίας!
|