Άνοιξα τα μάτια μου και κοίταξα το ρολόι, οκτώ η ώρα. Ξημέρωσε λοιπόν και αυτή η μέρα. Με τα μάτια μισόκλειστα, φόρεσα τις παντόφλες μου και σηκώθηκα να ανοίξω τα παντζούρια και να πω μια καλημέρα στην ημέρα. Δεν ξέρω γιατί αλλά είναι μελαγχολική σήμερα. Ήθελα να την ρωτήσω τι έχει αλλά με την Κυριακή είχαμε τσακωθεί παλιότερα επειδή δεν διαρκούσε περισσότερο και δεν ήθελα να ξυπνήσω μνήμες. Τράβηξα τις κουρτίνες και πήγα να ντυθώ για να πάω να πάρω εφημερίδες.
Ντύθηκα καλά γιατί άκουσα χθες το βράδυ στις ειδήσεις πως θα κάνει αρκετό κρύο. Με το που άνοιξα την πόρτα κατάλαβα πως είχαν απόλυτο δίκιο. Πω πω κρύο, ίσως γι αυτό δεν βγήκε ο ήλιος σήμερα, θα ξέχασε πάλι το παλτό του. Κατέβηκα αργά τα σκαλιά γιατί γλιστρούσαν αρκετά από την υγρασία και ξεκίνησα να βαδίζω. Όταν έφτασα στην γωνία είδα ένα κοριτσάκι. Ήταν πολύ όμορφο. Είχε μεγάλα καφέ μάτια, τα μαλλιά του τα είχε κάνει κοτσιδάκια και φορούσε ένα όμορφο λευκό μπουφάν. Δύο πράγματα μου έκαναν εντύπωση σε αυτό το κοριτσάκι, το ένα ήταν πως δεν χαμογελούσε. Το άλλο, πως για κάποιο λόγο με κοίταζε πολύ έντονα.
Με έβλεπε με αυτά τα μεγάλα, αθώα, καφέ μάτια λες και προσπαθούσε να μου πει ότι ξέρει. Τι ήξερε όμως και γιατί προσπαθούσε μέσα από αυτό το διαπεραστικό βλέμμα να μου το πει; Κούνησα το κεφάλι μου σε μια προσπάθεια μου να ταρακουνήσω τις σκέψεις και να διαλυθούν, έβαλα τα χέρια στις τσέπες και κατευθύνθηκα προς το περίπτερο.
Αφού πήρα τις εφημερίδες μου, ένα περιοδικό μόδας και καραμέλες πήρα τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι. Άραγε θα έβλεπα ξανά το κοριτσάκι; Ευτυχώς ή δυστυχώς – δεν είμαι απόλυτα σίγουρη ότι ξέρω πως ένιωσα- το κοριτσάκι δεν ήταν εκεί που το συνάντησα πριν. Μόλις έφτασα στην γωνία του σπιτιού μου είδα έκπληκτη πως με περίμενε στα σκαλιά μου. Την πλησίασα επιφυλακτικά.
-Γλυκιά μου, μην κάθεσαι κάτω θα κρυώσεις.
Χαμογέλασε με έκπληξη λες και πρώτη φόρα το άκουγε αυτό. Λες και πρώτη φορά κάποιος την έδειξε πως νοιάζεται γι αυτήν.
-Μου έλειψες, έχεις αλλάξει και στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη ότι είσαι εσύ.
-Με ξέρεις από κάπου μικρή μου;
-Και εσύ με ξέρεις.
-Όχι, δεν το νομίζω.
-Πολλά δεν νόμιζες και όμως συνέβησαν.
-Ορίστε;
Η μικρή άρχισε να μου απαριθμεί τα λάθη μου. Ήξερε για φιλίες που νόμιζα πως θα κρατήσουν, για στιγμές που γέλασα, για ώρες που έκλαψα, για μέρες που πόνεσα για όλα. Δεν ήξερα τι να πω, είχα μπερδευτεί, είχα τρομάξει. Πως θα μπορούσε αυτό το μικρό κοριτσάκι να τα γνωρίζει όλα αυτά; Απλά, δεν θα μπορούσε. Δεν τα ξέρει κανείς. Μέσα στην σιωπή οι σκέψεις μου παραληρούσαν μέχρι που η μικρή αποφάσισε να μιλήσει.
-Με ξέρεις, με θυμάσαι απλά φοβάσαι να το παραδεχθείς. Βλέπεις πόσο άλλαξες; Εσύ δεν φοβόσουν. Γιατί άφησες τους "φίλους” να σε πληγώσουν; Αφού το ήξερες πως θα το έκαναν. Γιατί άφησες τους "συγγενείς” να σε πληγώσουν; Αφού το ήξερες πως δεν σε αγαπούν. Γιατί άφησες το μέλλον να σε τρομάξει; Αφού ήξερες πως θα συνέβαινε. Γιατί άφησες τον κόσμο να σε αλλάξει; Αφού ήξερες πως δεν έπρεπε. Πως είναι δυνατόν να άφησες την ζωή να σε πληγώσει; Είσαι έξυπνη, είσαι δυνατή.
-Όχι, δεν είμαι. Το απέδειξα.
-Τίποτα δεν απέδειξες. Τίποτα. Εκ τους ασφαλούς παίζεις, ενώ το παιχνίδι ήταν δικό σου. Θα χάσεις, γιατί φοβάσαι, γιατί τους άφησες να σε φοβίσουν. Α, για τον ίδιο λόγο δεν άφησες και τον Έρωτα να γεννηθεί. Γιατί φοβήθηκες πως αν σου χαμογελούσε και του ανταπέδιδες το χαμόγελο ίσως στο μέλλον να σε πλήγωνε. Το ομολογώ, ξέρεις πολλά. Δεν τα ξέρεις όλα. Ρίσκαρε, το αντέχεις, το ξέρω καλά.
-Όχι, δεν το ξέρεις, είσαι μικρή. Εμείς οι μεγάλοι..
-Είμαι τόσο μικρή, όσο η πιθανότητα να μην τα καταφέρεις. Άκουσε με, σε παρακαλώ. Προσπάθησε να γίνεις όπως παλιά. Θυσίασες, στιγμές, ευκαιρίες, όνειρα απλά και μόνο για να χαμογελάσουν εκείνοι. Τον εαυτό σου μη, μην τον θυσιάζεις σε ικετεύω. Α! Και προχθές που είπες πως κανείς δεν σε αγαπάει… Θέλω να ξέρεις πως εγώ σε αγαπώ. Χαμογέλα! …πρέπει να φύγω τώρα. Να θυμάσαι αυτά που σου είπα.
-Περίμενε που πας; Δεν μου είπες καν από που σε ξέρω τελικά.
-Ο εαυτός σου είμαι χαζή αλλά δεν θα με άκουγες αλλιώς. Φεύγω. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσεις.
Άνοιξα τα μάτια μου και ένιωθα τόσο κουρασμένη, λες και έτρεχα χιλιόμετρα στον ύπνο μου να προλάβω να βγω νικήτρια σε έναν αγώνα δρόμου με έπαθλο την ζωή. Τι όνειρο και αυτό. Πάντως το κοριτσάκι στον ύπνο μου είχε ένα δίκιο. Ήρθε η ώρα να ξυπνήσω…