Μετά τις δώδεκα τα συναισθήματα φωνάζουν για να βγουν, για να τα αφήσω ελεύθερα λες και είναι φαντάσματα των ονείρων μου και ξεσκίζουν την ψυχή για να ελευθερωθούν και να έχουν την ευκαιρία να τελειώσουν τις μισοτελειωμένες δουλειές τους. Από πότε είμαι ψύχραιμη με τα φαντάσματα τριγύρω; Μάλλον από τότε που και η καρδιά μου πέθανε. Ίσως γι αυτό κάθομαι εδώ και δεν φεύγω τρέχοντας, θέλω να την δω μια τελευταία φορά.
Σηκώθηκα, έτρεξα κοντά στο παράθυρο τέτοια ώρα ερχόσουν και εγώ ήμουν τόσο ευτυχισμένη δεν με ένοιαζε αν το πρωί θα ξυπνούσα νωρίς, δεν με ένοιαζε τίποτα μονάχα πως θα σε έβλεπα. Κόλλησα το πρόσωπο μου πάνω στο τζάμι και ένιωθα την υγρασία σιγά σιγά να εισχωρεί στο δέρμα μου.
-Παιδί μου μην κάθεσαι δίπλα στο παράθυρο θα κρυώσεις, σαν να σε άκουγα να μου το λες.
Μήπως και αν κρυώσω θα αλλάξει τίποτα; Ο σωματικός πόνος είναι ο μόνος που εύκολα γιατρεύεται. Στο τηλέφωνο μου τρεις αναπάντητες. Οι φίλες μου, που θέλουν να τους πω τι; Ότι πονάω; Ναι και; Το μόνο που θα καταφέρω είναι να τις ανησυχήσω ειδικά εκείνη θα καταλάβει, θα το διαβάσει στην φωνή μου. Και δεν θέλω να την στεναχωρήσω, άστο, ας μείνουν αναπάντητες, απόψε είμαστε οι δυο μας…
Κοιμήθηκαν όλοι, ησυχία. Στην πόλη, στο σπίτι, στο δωμάτιο, στην ψυχή μου. Πόση ηρεμία; Και ενώ η εκκωφαντική σιωπή τυλίγει σιγά σιγά ολόκληρο τον χώρο με τις έγχρωμες κορδέλες της, εγώ θυμήθηκα εκείνο το βράδυ που ήρθες κουρασμένος κατευθείαν από την δουλειά και μου είπες "απόψε δεν θέλω να μιλήσουμε, θέλω απλά να κάτσουμε αγκαλιά”. Και όλο το βράδυ είχα κουρνιάσει στην αγκαλιά σου και δεν είπα τίποτα. Ένιωθα απλά την ευτυχία που σε μια σπάνια στιγμή βρήκε χρόνο και με επισκέφτηκε.
Όμως πέρασαν αυτά έτσι δεν είναι; Μα νιώθω αγάπη μου πως όλοι είναι εχθροί μου! Οι νύχτες που διαρκούν πολύ, οι δρόμοι που είναι άδειοι χωρίς εσένα να κοιτώ, οι λέξεις μου που σιγά σιγά εξαντλούνται, οι άνθρωποι που μου λένε πως "‘όλα θα πάνε καλά”. Ακόμα και το φεγγάρι, νόμιζα πως είμαστε φίλοι μα αυτό κοίτα το, λες και δεν νοιάζεται για μένα, βγαίνει και λάμπει. Του το πα, πως νιώθω άσχημα με την συμπεριφορά του, μα μου είπε πως αυτή είναι η δουλειά του, να βγαίνει και να λάμπει. Δεν αντέχεται μωρό μου αυτή η κατάσταση, "μου λείπεις, σε σκέφτομαι, άντε να ξημερώσει και πάλι”, κοιτάζω στο καθρέφτη και νιώθω πως δεν με ξέρω. Κάθε φορά απορώ ποια είναι αυτή που κοιτάζω. Και ξέρεις τι; Τα μάτια είναι ο καθρέφτης της ψυχής και η ψυχή μου κλαίει, όμως τα μάτια μου δεν είναι ωραία βουρκωμένα.
Σηκώθηκα να τελειώσω αυτή την εργασία που έχω να παραδώσω μεθαύριο. Ίσως είναι καλύτερα να είμαι απασχολημένη να μην σκέφτομαι. Έναν επίλογο έχω ακόμα να γράψω. Μάλλον απόψε έχω δύο…
Άνοιξα το πρώτο συρτάρι του γραφείου μου. Πήρα το σημειωματάριο μου και είδα από κάτω το πακέτο με τα τσιγάρα σου. Λευκό και κόκκινο, θυμάμαι που σε πείραζα και σου έλεγα πως κατά βάθος γουστάρεις την ομάδα μου γι αυτό καπνίζεις τσιγάρα που έχουν στο πακέτο τους τα χρώματα της. "Ναι οκ ότι πεις” έλεγες και με τσίμπαγες και παίζαμε με τα χάδια, τα φιλιά, τις αγκαλιές. Και γέλαγα και σου έλεγα πως είσαι χαζό. Μάλλον εγώ ήμουν χαζή που δεν είδα το τέλος που ερχόταν και έπεσα πάνω του. Άνοιξα το πακέτο χωρίς να ξέρω γιατί, ίσως απλά εκείνη την στιγμή είχα ανάγκη να αγγίξω κάτι δικό σου. Τρία είχε μέσα. Τρία τελευταία. Σιγά σιγά όλα τελειώνουν αγάπη μου… τα τσιγάρα σου, οι αναμνήσεις μου, οι στιγμές μας.
Μπα δεν βγαίνει απόψε η εργασία άστο… ανοίγω το προφίλ της Νικολέτας και βάζω το τραγούδι που μου έμαθε εκείνη, ο Κώστας, δεν θυμάμαι, ξέρω όμως πως για σένα μου μιλά. Ή μάλλον για να είμαι ειλικρινής. Για μένα μου μιλά, για όσα νιώθω, για τα λάθη που έκανα… ‘Ακουσε αγάπη μου, διάβασε τους στίχους στην ψυχή σου και νιώσε πως είναι τα τραγούδια να σε πονούν:
Μάτια μεγάλα μου, θλιμμένα μάτια
ποιος σου έχει κλέψει την χαρά…
Τι λάθος έκανα και είσαι κομμάτια
γιατί με σπρώχνεις μακριά;
Εγώ για σένα ξέρεις έκανα ότι μπόρεσα
για το φιλί σου που λαχτάρησα πολύ
έκανα δρόμο το κορμί και γεφυρούλα την ψυχή
και από τον κόσμο χώρισα
Με τα φαντάσματα του χθες σου αναμετρήθηκα
και τις σκιές τις πολεμούσα με φιλιά
μα έχουν περάσει όλα αυτά ίσως ζητούσες πιο πολλά
στην μάχη αυτή νικήθηκα και πάλι μόνος ζω…
Κάθε ανάσα μου έκανα αγέρι,
να σου δροσίζει το κορμί…
μες το ταξίδι σου ήμουν αστέρι, μη μου χαθείς στην διαδρομή…
Μάτια μεγάλα μου θλιμμένα μάτια ποιος σου ‘χει κλέψει την χαρά;…
Βάζω ένα ποτήρι από του ουίσκι από αυτό που σου άρεσε και ανάβω ένα τσιγάρο. Το αφήνω στο τασάκι σιγά σιγά να καίγεται. Πριν καεί ξέρω πως πρέπει να σου πω "αντίο”…
-Για πες μου λοιπόν αγάπη μου πως είσαι πως περνάς; Τι κάνω εγώ; Σε ευχαριστώ που ρώτησες. Δεν κάνω. Απλά δεν κάνω. Γύρισα πρόσφατα από ένα ταξίδι στο μυαλό μου. Είχα πάει μήπως βρω τρόπο να πατήσω ένα pause στην ζωή και να συνεχίσω όταν νιώσω έτοιμη. Μα ακόμα και το εφευρετικό μυαλό μου δεν … δεν βρήκε κάτι. Συνάντησα μια σκέψη ωστόσο εκεί και τσακωθήκαμε. Να την έβλεπες πως με κοιτούσε επικριτικά, λες και με ήξερε και από χθες ”κορίτσι μου πας να τα βάλεις με την Ζωή, με το Χρόνο, με δυνάμεις που είναι πάνω από σένα… γιατί να μπεις σε αυτή την μάχη; Φύγε από εδώ πριν σε πιάσουν οι Αναμνήσεις γιατί αν το κάνουν δεν θα ξεχάσεις ποτέ. Φύγε, τρέξε και συνέχισε την ζωή σου…”. Τι να πεις θα περάσει μωρέ, με ξέρεις εμένα τις τελειώνω τις φάσεις. Αργώ, μα τις τελειώνω.
Σε έχασα και είναι βαρύ μα αν με χάσω θα είναι αβάσταχτο. Και σιγά σιγά με χάνω. Το βλέπω. Έχει τόσο κόσμο αυτή η γη γιατί εγώ να νιώθω μόνη δίχως μια σου λέξη; Δεν είναι άδικο λοιπόν; Απόψε το κατάλαβα. Σκύβω και ακουμπώ τα χέρια μου στα γόνατα. Ακούω την βροχή πως μου χτυπά την πόρτα. Άσ’ την απόψε είναι η τελευταία φορά που είμαστε μαζί, δεν έχω όρεξη να της μιλήσω.
Τελειώνει το τσιγάρο καρδιά μου, ήρθε η ώρα λοιπόν να πούμε αντίο. Μάλλον ας το πω σωστά. Ήρθε η ώρα να το πω εγώ το αντίο. Να σε αφήσω να φύγεις, να συνεχίσω και εγώ τον δρόμο μου. Βραχνιάζει η φωνή μου πριν καν να βγει. Πέντε γράμματα το αντίο και όμως πως να αφήσεις τα χείλη να το πουν; Τέλος πάντων μην το καθυστερώ άλλο, δεν αλλάζει. Να προσέχεις και να ‘σαι ευτυχισμένος. Σε ευχαριστώ για όλα. Συγνώμη δεν θα σου ζητήσω, μην περιμένεις, μπορείς να φύγεις. Απ’ την καρδιά μου θα ζητήσω, που πέθανε άδικα.
Πάει το τσιγάρο, έγινε στάχτη. Γέμισε ο χώρος στάχτες, από τα όνειρα που κάηκαν, από τα βράδια που πυρώθηκαν, από τις ευχές που κάψαμε, από το "Πάντα” που του βάλαμε φωτιά, από το "ποτέ” που ήρθε για να μας κάψει. Θα τα μαζέψω και θα τα ρίξω στα σκουπίδια και θα ανοίξω τα παράθυρα να μπει μέσα η βροχή, το αγιάζι, ο αέρας. Θα καθαριστεί ο χώρος. Θα αναπνεύσω ξανά, θα χαμογελάσω ξανά. Τώρα που έγραψα αυτόν τον επίλογο. Θα κάτσω να σκεφτώ, πως θέλω να ξεκινήσει ο επόμενος πρόλογος, και το κυρίως θέμα, θα το αφήσω στην ζωή…