Καίγονται οι χαρταετοί μου
φωνάζω στα κομμάτια μου στα σύννεφα
σήμα ζωής να στείλουν επουράνιο
μέσα σε αδιευκρίνιστους καπνούς
κι ακραίες περιστάσεις με αγκαλιές νοθείας
-το όνειρο αυτό σέρνει μια καταιγίδα-
πάνω στο σώμα τους
φύλαγα όσα αγαπάω να βρίσκουν φτερά.
Μην με ρωτάς πώς νιώθω
πάλι θολά θα γράψει η απάντηση
κάθε τοπίο ένα ομιχλώδες παραλλήρημα ,
δεν ξέρω πώς είναι να μοιράζεσαι
έναν πόνο που ξέμενε πάντα στη γωνία βουβός,
ζωήρευαν εντός μου οι εφιάλτες
νύχτες ατέλειωτες στη κόψη ενός ξυραφιού .
Δες τα σημάδια που κατέληξαν μωβ
καρφώνουν τις φλέβες μου με τον αντίχειρα τους
να μελανιάζω
-σαν πάω να δραπετεύσω -
μήπως χαθούν τα ίχνη μου απ' την ωχρότητα
και γίνω πέτρα που δεν γκρεμοτσακίζεται
από κάτι απολιθωμένους κόκκους άμμου
που έσμιξαν δήθεν με οάσεις
λαδώνοντας την ιστορία με τεχνητούς αιθέρες.
Ποιός είναι αυτός που δεν μ' αφήνει να περάσω ;
Ο εαυτός μου μ' έχει ξεγράψει προ πολλού
έπαψε λέει να ξοδεύεται
με όσους τον φτύνουν στα μούτρα
μα εγώ ξαναγυρνάω
και μένω αγαλματάκι ακούνητο ,αγέλαστο
μέρα ή νύχτα;
Θέλω να προσπεράσω.
Ω !Ουρανοί κι εσείς μια απάτη
πάψτε να υπερασπίζετε ό,τι μου διαφεύγει
εγώ δεν αντιμίλησα στον βρόγχο των θεών
ούτε τον οίκτο τους ικέτευσα
-ιέρεια στο προσάναμα του τίποτα της πίστης -
δεν πρόδωσα τις παρονομίες τους
στις ευπρεπείς θυσίες του κόσμου.
Κάθε προσπάθεια γι' αναστύλωση
ένας καινούργιος θάνατος
μια ραμμένη μοίρα σε εύθραυστο χαρτί.
Η αγάπη που προδώθηκε είναι μωβ
τα δέντρα , η βροχή που δάκρυζε
στα νέα ξεκινήματα
μια μωβ επιστροφή δίχως πυξίδα κι αύριο,
ο ήλιος που αντιστέκεται έχει ακτίνες μωβ
σκοτώνοντας κάθε μου πλησίασμα
ανακυκλώνοντας το ρίγος από τρείς στάλες ζεστασιάς.
Όλα γύρω από ένα πένθιμο παρόν
σαν εγκαταλελειμμένο σπίτι
που δεν το αναγνωρίζει ούτε το παρελθόν
και δεν παίρνει προβάδισμα στο μέλλον,
ένα χαρτόκουτο σε άστεγη και άχρωμη εποχή