Σ΄ ένα γέρο δάσκαλο της παλαιάς εποχής, ο οποίος είχε υπηρετήσει σ΄ ένα χωριό της περιφέρειας Πύλης Τρικάλων, ερώτησα, όταν ήμουν νέος, γιατί λένε για εσάς τους δασκάλους το «Ουδείς μωρότερος των ιατρών, αν δεν υπήρχαν οι διδάσκαλοι;», μου απήντησε λάθος, γιατί το σωστό είναι «Ουδείς μωρότερος των διδασκάλων, αν δεν υπήρχαν οι ιατροί» και για να πείσει το γιατί μου διηγήθηκε: Στα αρχαία χρόνια, στα χρόνια που έζησε ο Ασκληπιός, σ΄ ένα χωριό της Πίνδου υπηρετούσε ένας δάσκαλος, ο οποίος με τον γλίσχρο μισθό που έπαιρνε τότε, δεν μπορούσε να συντηρήσει την πολυμελή οικογένειά του και επειδή τότε οι κάτοικοι μαστίζονταν από πολλές ασθένειες και με την έλλειψη γιατρών, αλλά και για να αποφύγει την γκρίνια της γυναίκας του, αποφάσισε ν΄ αλλάξει επάγγελμα. Σκέφτηκε λοιπόν να κάνει ένα κλύσμα και να κάνει κλύσματα στους ασθενείς. Πήρε μια φούσκα από ουρήθρα γουρουνιού, το σύνδεσε με ένα κλαδάκι φρουξελιάς, που το κούφωσε σαν σωλήνας. Το έκανε στην άκρη μυτερό και ξεκίνησε για τους Γόμφους, που ήταν μια πόλη του κάμπου, που ήκμαζε τότε στην περιφέρεια Τρικάλων. Στο δρόμο, όπως κατηφόριζε πεζός, πήγε να ξεδιψάσει σε μια βρύση, στην οποία, μόλις πλησίασε, αντίκρισε ένα χωρικό ξαπλωμένο στο πεζούλι της βρύσης να έχει ανασηκωμένο τον χιτώνα του, να κλαίει, να ωρύεται, να σκουπίζει τα δάκρυα με τον χιτώνα του και να φωνάζει ωχ τι έπαθα, πεθαίνω, πεθαίνω. Στο άκουσμα αυτό ο δάσκαλος και νομίζοντας ότι ο ξαπλωμένος θα υπέφερε από κάποια αρρώστια, στο άψε - σβήσε και όπως ήταν ανασκουμπωμένος τον ρίχνει ένα κλύσμα, οπότε τον βλέπει να σηκώνεται και σαν αστραπή να χώνεται στις φτέρες που κάλυπταν τη βρύση. Σε λίγο εκεί που ο δάσκαλος έβγαζε την πετσέτα με το ψωμοτύρι για να κολατσίσει, βλέπει να έρχεται τρεχάτος ο χωρικός, να τον αγκαλιάζει και να του λέει με έσωσες χρυσέ μου άνθρωπε και πάρε και τον οβολό αυτό ως αμοιβή. Τι είχε όμως συμβεί; Ο χωρικός κατεβαίνοντας κι αυτός από το ορεινό χωριό του με δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με ξύλα για να τα πουλήσει όταν έφθασε στη βρύση, αφού κολάτσισε στα γρήγορα, θέλησε να ξαπλώσει μερικά λεπτά της ώρας, ν΄ αναπαυτεί στο πεζούλι της βρύσης. Όμως τον πήρε ο ύπνος και όταν μετά από ώρες ξύπνησε, μη βλέποντας τα γαϊδουράκια και υπολογίζοντας ότι αυτά θα είχαν προχωρήσει στο δρόμο που οδηγούσε στην πόλη, έτρεξε χιλιόμετρα να τα συναντήσει, μάταια όμως και όταν συγχωριανοί του τον διαβεβαίωσαν ότι δεν είδαν γαϊδουράκια ν΄ ανεβαίνουν και προς το χωριό, απελπισμένος τραβώντας τα μαλλιά του και κλαίγοντας έφθασε στη βρύση, όπως προαναφέραμε και όταν με το κλύσμα του δασκάλου και το κόψιμο πήγε να… ξαλαφρώσει, βρήκε τα γαϊδουράκια να βόσκουν μέσα στις φτέρες. Αυτό ήταν το μ΄ έσωσες χρυσέ μου άνθρωπε! Ετσι ο δασκαλογιατρός, αφού έσωσε άνθρωπο και εισέπραξε και οβολό, συνέχισε ευχαριστημένος τον δρόμο του προς την πόλη. Όταν έφθασε σ΄ αυτή, άρχισε να διαλαλεί «εδώ γιατρός που σώζει και ζωές ακόμη», πολλοί δε στο άκουσμα άρχισαν να τον ζητούν να τους κάνει κλύσμα, ένας δε από αυτούς λέει στον δάσκαλο «αφού είσαι καλός γιατρός και έκανες καλά και άνθρωπο, που όπως μας είπε πέθαινε, δεν πηγαίνεις και στο παλάτι να ιδείς και τη βασιλοπούλα που ακόμα ούτε ο Ασκληπιός, που είναι καλεσμένος στο παλάτι, δεν μπορεί να την κάνει καλά από τη βαριά αρρώστια;» Τρέχει λοιπόν στο παλάτι, αλλά ο φρουρός, βλέποντας το φτωχό ντύσιμο και την εμφάνισή του, απαγόρευσε την είσοδο, όταν δε ο δάσκαλος του είπε ότι είναι γιατρός άρχισε να τον κοροϊδεύει. Προκλήθηκε φασαρία, την οποία άκουσε και ο βασιλιάς, και από το μπαλκόνι ρώτησε τον φρουρό τι συμβαίνει και όταν του εξήγησε ότι λέει ότι είναι γιατρός, ο βασιλιάς του επέτρεψε να εισέλθει στο παλάτι. Ανεβαίνει στο παλάτι ο δάσκαλος και ο βασιλιάς τον οδηγεί στο δωμάτιο, όπου αντικρίζει μια ωραία κοπέλα ξαπλωμένη σ΄ ένα βασιλικό κρεβάτι, δίπλα δε στο προσκέφαλό της να κάθεται ο σεβάσμιος, πατέρας της Ιατρικής Επιστήμης Ασκληπιός. Όταν δε του εξηγούν ότι η κοπέλα, μετά από ένα γεύμα, κάτι πήγε στον φάρυγγα και έκτοτε σταμάτησε να ομιλεί, ο δάσκαλος που δεν του έλειπε η εξυπνάδα, κατάλαβε τι συνέβαινε και λέει στο βασιλιά: Μεγαλειότατε μπορώ να κάνω καλά την κόρη σου, αλλά πρέπει πρώτα να υποσχεθείς ότι αυτό που θα ζητήσω θα το κάνεις. Ο βασιλιάς απελπισμένος όπως ήταν, δέχτηκε τον όρο. Του λέει τότε διέταξε τον Ασκληπιό να σηκώσει τα ιμάτια του και να τουρλώσει, σκύψει τα οπίσθιά του και όταν ο Ασκληπιός, με εντολή του βασιλιά σκύβει και ο δάσκαλος ετοιμάζεται για το κλύσμα, της κοπέλας της προξενείται τέτοιο δυνατό γέλιο, που τίναξε έξω από το φάρυγγα ένα κόκαλο που είχε σκαλώσει στο φάρυγγά της. Τρισευτυχισμένοι ο βασιλιάς και η κόρη του συγχαίρουν και ευχαριστούν τον δάσκαλο, παραδίδοντάς τον συγχρόνως και ένα πουγκί γεμάτο όβολα! Και έκλεισε την αφήγηση με το ποιος ήταν πιο έξυπνος, ο γιατρός Ασκληπιός ή ο δάσκαλος;
|