Για κάποια πράγματα είναι νωρίς , για κάποια άλλα είναι αργά μα πως να δαμάσεις τον χρόνο ;
Χαζή η σκέψη σαν να θαρρείς – πως ίσως μπορείς – να τα βάλεις με τον πόνο.
Νομίζω πως γίνομαι γραφική σε ένα παιχνίδι που εγώ κανονικά ορίζω.
Μα είναι στιγμές που αντιδρώ σαν όλα αυτά που κάνω από παιδί, για πρώτη φορά να γνωρίζω.
Μια ομοιοκαταληξία είναι η ζωή μου , ένα στιχάκι απλοϊκό που μου ‘ρχεται όταν θυμώσω.
Και που το γράφω σε μια γωνιά μες την ψυχή , που τρέμω να ζυγώσω.
Ποτέ δεν ξέρω από τι τρέχω να κρυφτώ , μόνο πως νιώθω φοβισμένη.
Κι όταν ξεδίνω , μια Αόρατη Ευτυχία πασχίζω να βρω που κανείς – ποτέ – δεν μου λέει που μένει.
Αναζητώ να δώσω στα όνειρα μου μία πατρίδα για να ζήσουν.
Όμως φοβάμαι , μην τα βρουν … και σαν φωτιά τα σβήσουν.
Πως τα κατάφερα να είμαι κυνηγημένη σε ένα παραμύθι που εγώ θα υπογράψω ;
Πάντα το φοβόμουν πως κάθε γέλιο μου θα το πληρώσω και στο τέλος θα κλάψω.
Δεν ψάχνω πρίγκιπες να βρω μόνο έναν ηθοποιό να ενσαρκώσει τον Έρωτα.
Πείτε μου που να κοιτώ μήπως τον δω κι ας περιμένω βράδια αξημέρωτα.
Πόσο θα ήθελα να ξέρω να ζωγραφίζω , να σχεδιάσω μια βάρκα να το σκάσω , να χαθώ στων Νεράιδων την χώρα.
Να κρύψω τις ελπίδες μου , την αθωότητα , την παιδικότητα , τα πιο πολύτιμα μου δώρα.
Μα όσο κι αν θέλω δεν μπορώ να εγκαταλείψω – δεν είμαι έτσι εγώ – τον δρόμο αυτό θα τον βαδίσω κι όσο πάει.
Κι ίσως κάπου εκεί στην διαρομή κάποιος αντέξει τελικά να με αγαπάει.
Κι όταν θα κόψω την κορδέλα του τέλους αντί να ζητωκραυγάζουν , κάποιοι θα κλαίνε γιατί ήρθε η στιγμή που πρέπει να με χάσουν.
Μα να δακρύσετε μόνο αν δεν έχω καταφέρει όσα ήθελα στην ζωή να επιτύχω.
Αλλιώς ξεχάστε με σαν να ένα σύνθημα που είδατε σε έναν γκρίζο τοίχο.