Κάνεις το τραγικό λάθος , να αργήσεις πολύ (πολύ όμως…) να γυρίσεις το βράδυ στο σπίτι σου , ενώ γνωρίζεις ήδη ότι την επομένη έχεις να πας στη δουλειά. Και εκεί που έχεις πετάξει τα ρούχα σου , φορέσει τις ροζ πιζαμούλες σου με τον τουίτυ (δεν θέλω γέλια) και ξαπλώσει μέσα στα στρώματα κλείνοντας τα ματάκια σου, ακούς ένα ντριιιιιιιν…συνεχόμενο. Ο εγκέφαλος σου αρνείται να δεχτεί , ότι αυτό που μόλις άκουσες είναι το ξυπνητήρι (Μα δεν μπορεί , τώρα ξάπλωσα !!!) και έτσι κλείνεις πεισματικά τα μάτια σου και τα αυτιά σου βάζοντας ένα μαξιλάρι πάνω από το κεφάλι σου . Αλλά το αναθεματισμένο εκεί!!! Συνεχίζει και χτυπάει!! Ανοίγεις με πολύ κόπο και προσπάθεια το ένα μάτι, έπειτα το άλλο βλέπεις την ώρα και πετάγεσαι σαν ελατήριο από το κρεβάτι σου (αναφωνώντας από μέσα σου , γαμώτο! πάλι θα αργήσω στη δουλειά!) κλείνοντας τον διαπεραστικό ήχο. Κάνεις ένα γρήγορο ντουζ, ντύνεσαι βιαστικά και βάζεις στην αγαπημένη σου κούπα φρέσκο , υπέροχο , μυρωδάτο , αρωματισμένο γαλλικό καφέ (ναι μου αρέσει πάαααρα πολύ ο καφές το πρωί ) με γεύση καραμέλα, ελπίζοντας ότι θα σε βοηθήσει να ανοίξουν τελείως τα μάτια , τα οποία παρεπιπτόντως τα κρατάς ανοιχτά με οδοντογλυφίδες. Πίνεις μια γουλιά καφέ και προσπαθείς να βάλεις την κούπα πάνω στο τραπέζι , πράγμα αδύνατο με κλειστά τα μάτια . Φυσικά η κούπα προσγειώνεται στο πάτωμα γίνοντας θρύψαλα (πάει η κούπα μου και ήταν και δώρο γενεθλίων , σνιφ!) και κάνοντας το παντελόνι σου χάλια. Οπότε πας ξαναλλάζεις (τώρα σίγουρα θα αργήσω!!) παίρνεις κλειδιά, τσάντα ,κινητό, το βιβλίο με τις κατασκευές και μπαίνεις στο αυτοκίνητο. Βάζεις ραδιόφωνο πέφτεις σε ένα σταθμό ο οποίος δεν σου αρέσει (ε , όχι Θεέ μου Στανίση πρωινιάτικα!) και βάζεις το αγαπημένο σου CD. Χαλαρώνεις ( οκ, θα προλάβω , θα προλάβω, θα προλάβω….) και οδηγείς. Και εκεί που λίγα μόλις χιλιόμετρα σε χωρίζουν από την δουλειά και λες ω , ναι ! θα φτάσω στην ώρα μου , το αυτοκίνητο βαράει μπιέλα , κυριολεκτικά όμως, όπως έμαθα αργότερα από το μηχανικό μου (ναι δεν ήξερα καν ότι υπήρχε τέτοια βλάβη , γυναίκα είμαι τι περιμένατε ; ) και σταματά στην μέση του δρόμου. Παίρνεις τηλέφωνο για να πάρουν το αυτοκίνητο και εσένα να πας στη δουλειά και μετά από χίλια ζόρια φτάνεις (σας είπα πως άργησα τελικά ; ) . Ταλαιπωρημένη , καθυστερημένη, αγχωμένη, ξενυχτισμένη , τσαντισμένη αλλάααα…φτάνεις! Ανοίγεις την πόρτα μπαίνεις στην αίθουσα και βλέπεις κάτι μικρές φατσούλες να σου σκάνε χαμόγελο και να τους λένε ότι τους έλειψες. Κάνεις το μάθημα σου , μιλάς με τα παιδιά , παίζεις μαζί τους αλλά ακόμη είσαι στενοχωρημένη από όλα… Στο διάλειμμα σε πλησιάζει ένας μπόμπιρας με μαλλί που τον κάνει να μοιάζει σαν σκατζοχοιράκι και σου λέει ότι όταν μεγαλώσει θα σε παντρευτεί και θα σε κάνει πάντα να γελάς. Του εξηγείς ότι δεν γίνεται γιατί είσαι πολύ μεγάλη γι ‘ αυτόν και ότι καθώς αυτός θα μεγαλώνει , θα μεγαλώνεις και εσύ και σου απαντά ότι θα σε βάλει σ’ ένα βαρελάκι για να μην μεγαλώσεις άλλο. Έπειτα σου κλείνει το μάτι και σου σκάει ένα φιλί στο μάγουλο… Ε , γίνεται μετά από αυτό να μην ξεχάσεις τα πάντα και να μην σκάσεις ένα μεγάλο χαμόγελο? Δεν γίνεται!
|