Ανάφτε φωτιές
και σύρετε απ' έξω προς τα μέσα το νερό
μαζί με την κάπνα της ψυχής ,
την απόγνωση στο βλέμμα το συρμάτινο
που αποστρέφει τον όποιο αποδέκτη
ειρηνικής συνύπαρξης
να εξατμιστεί ό,τι δεν άναψε ασθμαίνοντας.
Παραδώστε μας άπραγους εκτελεστές
στο απόσπασμα που κρίνεται στα χρονικά
η περηφάνια της ταυτότητας
κόλαση διχασμένη κι έγκλημα
στα σχέδια των ανόητων και των μικρών εταίρων.
Δεν έχει εξιλέωση για εμάς
ούτε χρησμό καλοκαιριάτικου πρωινού
πίσω από τα πλοία γλάροι να πετούν
ανέμελα όπως και πριν
-ανάμεσα σε κύμματα παράνοιας
μεθοδικά καιγόμαστε-
όταν ο ύπνος και η αποξένωση
έτρεφαν το εγώ με δανεικές φαμφάρες
που με τα νύχια τους γράπωναν την ουσία
και οργίαζαν στην δίνη της αποκοτιάς
των διεφθαρμένων συμφερόντων
σκιαγραφόντας τα δόντια της κατάρρευσης.
Οι απόκριες φέρνουν μαζί
το σύνθημα της λήξης
μασκαρεμένες μάγισσες τάζουνε δύναμη
πλασμένη από στάχτες ,
όμως τα χέρια τα κρυστάλλινα μ' ανέγγιχτα στολίδια
φυλάνε στο σεντούκι τους μυρωδικά ζωής.
Δεν κάηκε το παραμύθι ρε,
σφύριξε ο θάνατος , ρημάξτε...
Μόνη παρηγοριά τα κούτσουρα
στη χαοτική στέρνα της γης ,
μας έμειναν κληρονομιά οι παράγκες
μιας χρεωμένης παρακαταθήκης
από το μεγαλείο που οι άθλιοι στράγγιξαν
κι αγκομαχά η μνήμη εμπρός στον απολογισμό.
Πόσο πικρό είναι το πλήγμα
επουλωμένο με τρίχες
κι αποστήματα λυσσασμένων θνητών
βοτάνια που σπέρνουν δηλητήριο
στους ίδιους που τα έσπειραν .
Μέρες ανάπλασης βεβηλωμένων κυττάρων
που το άνθος τους βυθίστηκε
και σπαρταρά στον οίκτο
μιας ανυπέρβλητης υποδούλωσης.
Πέρναγε ο χρόνος κι ο νούς μας στέγνωνε
στης ύλης τις αποσκευές .