Κι ύστερα ήρθε βροχή
καιγόμαστε από κούτσουρα
χωρίς να πήρανε φωτιά
από την κορμοστασιά προγονικών τους δέντρων
και στρώσεις η φλόγα ν' απλωθεί
σε εύρος που ανυψώνει.
Πώς να 'χει αστέρια ο ουρανός
τα παραμύθια τέλειωσαν
όταν κανείς υποχωρεί υπνοβατώντας
σαν φοβηθεί την αγκαλιά των νεραιδών
κι αρκείται στα κουφώματα πικρών παραπλανήσεων.
Μέγα κακό η συνήθεια
και η δικαιολογία της ανημπόριας
κι άντε ν'αλλάξεις ρότα.
Σ' έχει ανάγκη ο καιρός κι εσύ εκείνον.
Σκαρφίστηκες ποτέ έναν δικό σου τρόπο
ή όλα μίζερα, παγιωμένα
βουλιάζουν στο άνυδρο ρεύμα των πολλών,
στερεύουν τα λιμάνια
σωροί σκουπίδιών
μολύνουν την όποια αναγέννηση.
Και η πηγή ακόμη περιμένει να τραβήξουμε νερό.
Δεν λέω να προκαλέσουμε τα άκρα να εναντιωθούν
όπως ο Δαίδαλος κι ο Ίκαρος που πέταξαν ψηλά
όμως φανήκαν άπληστοι στη γενναιοδωρία του ήλιου
πατήσανε τα όρια απόκρυφης μυσταγωγίας
κι ήταν ο θάνατος αργός
κι η αρχή ξανά διψούσε στο μηδέν.
Όχι... Μόνο ν'αδράξουμε την μέρα λέω όπως της πρέπει.
Μεσουρανούν τ'άτυχα όνειρα
πιάνονται στις παγίδες ανυποψίαστων εκτελεστών.
Κάπου ενδιάμεσα απολαμβάνει το Θέρος
τις δροσοσταλιές των σταφυλιών
τον έρωτα της θείας προέλευσης.
Κι ύστερα ήρθε βροχή
διότι φαντάζεσαι τη συνέχεια του δράματος
σε τέτοια ξεραίλα
να μην απλώνει το χέρι του κανείς
από αποθέματα ψυχής να μεταδώσει σπίθες πυρρός
να ανδρωθεί αυτός ο τόπος.