Ήταν ήδη αργά..έπρεπε να είναι στο κρεβάτι και να κοιμάται, μα απλά δεν μπορούσε. Δεν μπορούσε ούτε να στριφογυρίζει άλλο στο κρεβάτι. Σηκώθηκε ζαλισμένα και πήγε στο παράθυρο. Κάθισε εκεί και κοίταξε το φεγγάρι τόσο έντονα, σαν να του μιλούσε, σαν να ήθελε μόνο εκείνο να την ακούσει, ένα δάκρυ κύλισε και έκλεισε σιωπηλά αυτήν την "συνομιλία”. Το πρωί ξύπνησε και ο πατέρας της, τής ανακοίνωσε πως επρόκειτο να παντρευτεί με την αρραβωνιαστικιά του σε δύο εβδομάδες και πως θα μετακομίσουν σε ένα νέο ,μεγαλύτερο και πιο πολυτελές σπίτι. Όλα θα έπρεπε να αλλάξουν.
Η μετακόμιση πραγματοποιήθηκε ,η Αφροδίτη ούτε που νοιάστηκε πήγε και κλείστηκε στο δωμάτιο της , το δωμάτιο που η μέλλουσα σύζυγος του μπαμπά της είχε φτιάξει με τόσο γούστο και νάζι γι αυτήν. Οι τοίχοι ήταν ροζ, είχε ένα μεγάλο παράθυρο στο οποίο είχε βάλει φούξια τούλι και πεταλούδες.. οι κουρτίνες ήταν μωβ παλ με λουλούδια και το σκηνικό παραμυθένιο. Δεν την μισούσε άλλωστε δεν είχε λόγο ήταν καλή μαζί της , απλά ούτε την αγαπούσε της ήταν αδιάφορο το πως νιώθει πια.
Ήταν στην προτελευταία τάξη του λυκείου όμως τόσο ώριμη , η ζωή την βοήθησε σε αυτό. Το πρωί έπρεπε να πάει για πρώτη φορά στο σχολείο. Να γνωρίσει τόσα καινούρια άτομα -καθηγητές και μαθητές- έπρεπε να δει τι θα φορέσει, πως θα κάνει τα μαλλιά της, όμως δεν μπορούσε ήταν αδιάφορη. Γύρισε την πλάτη της σαν να γύριζε την πλάτη στην ζωή , σαν να την εκδικούνταν και προσπάθησε να κοιμηθεί όμως δεν μπορούσε η εικόνα εκείνη γύριζε συνέχεια στο μυαλό της.
Το πρωί ήρθε , να τη, στο καινούριο σχολείο. Τα παιδιά ακριβώς 8 η ώρα συγκεντρώθηκαν για προσευχή και έπειτα ο διευθυντής του σχολείου ανέβηκε στην τάξη για να μιλήσει στους συμμαθητές της για την Αφροδίτη , την παρουσίασε, μα εκείνη απλά σηκώθηκε και έκατσε παθητικά. Ήταν πολύ όμορφο κορίτσι, έξυπνο και γλυκό απλά είχε χάσει την όρεξη του για την ζωή. Η βαρετή ώρα των μαθηματικών πέρασε και ήρθε η ώρα της γυμναστικής . Αφού όλοι έκαναν τις ασκήσεις τους έπρεπε να επιλέξουν τι θα παίξουν, άλλοι μπάσκετ , άλλοι ποδόσφαιρο , τα κορίτσια (τα περισσότερα) βόλεϊ μα η Αφροδίτη απλά κλότσαγε μια μπάλα με δύναμη.
Όταν τον είδα να την κοιτά εκνευρίστηκε , έδωσε μια τελευταία κλωτσιά στην μπάλα και έφυγε. Ο γυμναστής δεν της θύμωσε ήξερε την κατάσταση της. Πλησίαζε 17 Νοέμβρη και η καθηγήτρια της μουσικής την "ένταξε” στην ομάδα οργάνωσης της γιορτής προκειμένου να την κάνει να ξεχαστεί. Στο μεταξύ είχε και τον γάμο , τον σπουδαίο αυτό γάμο. ” Και ναι η μέρα του γάμου έφτασε, μήπως να κλάψω? Όχι θα βάλω τα καλά μου και θα τους δω να φέρονται χαρούμενα λες και όλοι ξέχασαν , λες και κανείς δεν έμαθε ποτέ”. Η Αφροδίτη δεν μπορούσε να ξεχάσει, δεν μπορούσε μα συμμεριστεί την χαρά του μπαμπά της, όλο το βράδυ ήταν έτοιμη να κλάψει αλλά αυτό δεν ένοιαξε κανένα.
Μόλις τελείωσε η δεξίωση , η Αφροδίτη γδύθηκε έβαλε τις πυτζάμες της, έβγαλε με μανία το μακιγιάζ σαν να προσπαθούσε να διώξει την ψευτιά από την ζωή της και έπεσε στο κρεβάτι. Οι εικόνες από τον γάμο τυραννούσαν το μυαλό της ένιωθε να μισεί τους πάντες. Σε δύο μέρες ήταν η γιορτή και όπως είναι φυσικό είχε απρόοπτα. Η κοπέλα που θα τραγουδούσε έπαθε φαρυγγίτιδα και τους "κρέμασε” … κανείς δεν ήξερε πως θα το σώσουν και τότε η καθηγήτρια της μουσικής είπε "Αφροδιτούλα μου τραγούδησε μας λίγο ένα τραγούδι που θα ήθελες να ακούσουμε την φωνή σου, ‘ίσως μπορείς να μας σώσεις” . Τότε η Αφροδίτη έκατσε οκλαδόν στην σκηνή και ξεκίνησε:
"Και ξαφνικά όλα σκοτείνιασαν μπροστά μου
και ξαφνικά συνάντησα τη μοναξιά
κι είναι γεμάτα τα μάτια μου πόνο
γιατί δε σ’ έχω πια
Ξέρω τι φταίει και δε σου θυμώνω
ξέρεις κι εσύ καλά… Κι αν είσαι τώρα μακριά μου
εγώ μπορώ να σ’ αγαπώ ν’ ανησυχώ
να περιμένω ένα σημάδι σου να δω Να ’ρθεις να ’ρθεις πόσο μου έλειψες να δεις
να ’ρθεις να ’ρθεις που σ’ αγαπώ όσο κανείς”
Σάστισαν τόσο ωραία φωνή. Τότε η καθηγήτρια της είπε πως έπρεπε να κάνει πρόβα με τον κιθαρίστα για να τα έχει αύριο έτοιμα, της είπε πως το συγκρότημα είναι ήδη στο γραφείο των καθηγητών για πρόβα όμως τα περισσότερα παιδιά είχαν φροντιστήριο οπότε ο κιθαρίστας ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να την βοηθήσει στην πρόβα. Μετά από μισή περίπου ώρα ανέβηκε στο γραφείο , τον είδε εκεί έπαιζε ένα κομμάτι για την αυριανή γιορτή. Μόλις κατάλαβε την παρουσία της σταμάτησε να παίζει, την κοίταξε, χαμογέλασε και εκείνη πήρε δύναμη πέρασε μέσα , δεν μπορούσε να τον κοιτάξει όμως, ένιωθε πως ντρέπονταν.
"Γεια σου πως σε λένε” της είπε , "Αφροδίτη” απάντησε εκείνη και είχε μείνει ακίνητη σαν στήλη άλατος. "Μάλιστα ώστε έχουμε να κάνουμε με μια θέα” είπε ο κιθαρίστας και η Αφροδίτη έφυγε ξαφνικά σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από κάτι θανάσιμο.
Για την ακρίβεια κάτι θανάσιμο ακολούθησε, δεν παρουσιάστηκε στην γιορτή,
γιατί όπως έτρεξε έξω από το σχολειό την χτύπησε ένα αμάξι πήγε στο νοσοκομείο
όμως η κατάσταση ήταν σοβαρή, έχασε πολύ αίμα και έπεσε σε κώμα. Από τις 17 Νοέμβρη μέχρι τις 20 Δεκέμβρη κανείς από τους συμμαθητές της δεν ήξερε τι έχει συμβεί ,οι καθηγητές δεν τους έλεγαν για να μην τους στεναχωρήσουν – ανησυχήσουν, όμως εκείνος έπρεπε οπωσδήποτε ,να μάθει. Περνώντας έξω από το γραφείο του διευθυντή τον άκουσε που μιλούσε με κάποιο συγγενή της Αφροδίτης ,γιατί είπε εύχομαι η Αφροδίτη να γίνει σύντομα καλά, μπήκε μέσα, έπρεπε να μάθει τι είχε πάθει, και έτσι πίεσε πολύ τον διευθυντή μέχρι που του πε τι έχει συμβεί . Πήγε αμέσως στο νοσοκομείο να την δει, όταν την είδε με κλειστά τα μάτια σχεδόν πάγωσε, μούδιασε, ήταν σαν την ωραία κοιμωμένη μόνο που κινδύνευε και εκείνος φοβόνταν πως θα την χάσει. Την πλησίασε δειλά – δειλά και της έπιασε το χέρι , κάτι της ψιθύρισε και δάκρυσε . Έσκυψε φίλησε το χέρι της και την κοίταζε, έμεινε να την κοιτάζει για πολύ ώρα μέχρι που έτρεξε να φωνάξει τον γιατρό, η Αφροδίτη αντέδρασε ,δάκρυσε κάτι είχε συμβεί… όταν μετά από δυο μέρες η Αφροδίτη είχε συνέλθει όλοι θεωρούσαν πως τα έχασε, όταν τους είπε πως ένιωθε όσο ήταν σε κώμα ,τους είπε πως είδε την μαμά της που είχε πεθάνει λίγο μετά το διαζύγιο από τον μπαμπά της σε ένα ατύχημα και αυτός ήταν ο λόγος που είχε κλειστεί στον εαυτό της. Ηταν σαν άγγελος ήταν ευτυχισμένη, ήταν ο φύλακας άγγελος της, και την έβαλε να υποσχεθεί πως μέχρι να την ξαναδεί θα έχει ζήσει την ευτυχία. Για τις επόμενες δυο μέρες δεν είχε πάει να την δει εκείνος να την δει …
στις 23 Δεκεμβρίου που τα σχολειά έκλεισαν, για τα Χριστούγεννα, αμέσως πήγε στο νοσοκομείο με λουλούδια και ένα όμορφο αρκουδάκι να την δει..όταν μπήκε στο δωμάτιο και την είδε με τα μάτια ανοιχτά να χαζεύει ξαπλωμένη έξω από το παράθυρο πάλι πάγωσε για την ακρίβεια κάθε φορά που την έβλεπε πάγωνε, ένιωθε πως τον μεταφέρει σε ένα άλλο κόσμο και της το πε …δεν της είπε γεια δεν της είπε τίποτα άφησε στο κομοδίνο τα λουλούδια και της είπε” δεν ξέρω αν είσαι θεά αλλά είσαι σίγουρα μάγισσα γιατί έχεις την δύναμη να με μεταφέρεις σε ένα κόσμο που εγώ νιώθω αδύναμος” σε αυτά τα λόγια, σε αυτά τα μεγάλα καθαρά μάτια που την κοιτούσαν δεν μπορούσε να αντισταθεί τον αγκάλιασε και του είπε πως « αν είμαι μάγισσα τότε μόλις βγω από εδώ θα πρέπει να κάνω τα μαγικά μου και να διορθώσω όλο τον πόνο που προκάλεσα , δεν είναι αστείο όμως να μην ξέρω ακόμα το όνομα σου?»
«χα χα έχεις δίκιο» της είπε με λένε Αλέξανδρο στο μυαλό της ζωγραφίστηκε σε όλα
τα γράμματα , σχέδια και χρώματα Α+Α= LFE ο γιατρός μπήκε στο δωμάτιο και πως της έχει ένα χριστουγεννιάτικο δώρο ήταν το εξιτήριο, πήγε την επόμενη μέρα σπίτι της , της είχαν ετοιμάσει μια μεγάλη γιορτή ,όμως ήταν κουρασμένη είχε περάσει τόσα πολλά πήγε στο δωμάτιο της και έκατσε στο παράθυρο ήθελε να μιλήσει πάλι με το φεγγάρι κρατούσε το αρκουδάκι του Αλέξ και τον σκέπτονταν και να τος κάτω από το παράθυρο της . «Να ανέβω σαν το πύργο της Ραπουνζέλ» της φώναξε. Εκείνη γέλασε δυνατά και του είπε «γιατί να ξαναδιαβάσουμε ένα παραμύθι και να μην γράψουμε ένα? Χτύπα το κουδούνι και προσπάθησε να βρεις ποια πόρτα είναι η σωστή για να κερδίσεις το έπαθλο χα χα» , γελούσε ,ένιωθε ξανά ζωντανή τον περίμενε πίσω από την πόρτα ήθελε να τον ξαφνιάσει , να του κάνει έκπληξη, όταν άνοιξε η πόρτα
εκείνος την έψαχνε ,δεν την είδε και τρόμαξε πετάχτηκε από πίσω του και τον αγκάλιασε,
τον τράβηξε βιαστικά ως το παράθυρο και του έδειξε το φεγγάρι άλλα κορίτσια του είπε κρατούν ημερολόγιο εγώ τα λέω στο φεγγάρι να είμαι σίγουρη , της χαμογέλασε και γονάτισε έβγαλε ένα δαχτυλίδι και της είπε « …. όταν ήμουν μικρός το είχα βρει πάνω στο παιχνίδι
ήταν ο θησαυρός μου για πολλά χρονιά αλλά όταν γνώρισα εσένα είπα πως άλλον θησαυρό να προσέχω τώρα» εκείνη δεν μιλούσε του είπε «θα αστειεύεσαι, είμαστε 17…» ,εκείνος γέλαγε … «δεν σου κάνω πρόταση γάμου ερωτευμένος είμαι όχι τρελός
αυτή θα στην κάνω του χρόνου» είπε γελώντας «θέλω απλά να είμαστε μαζί και να έχεις κάτι δικό μου». Η ώρα ήταν σχεδόν 12 η Αφροδίτη κοίταξε το φεγγάρι και του είπε «τέτοια ώρα λύθηκαν τα μαγιά της σταχτοπούτας ,λες να στραβώσει και το δικό μου παραμύθι??…ήδη αρχίζει να χλομιάζει έχω μια ολόκληρη μέρα να γιορτάσω τα γενέθλια μου» είπε. «Με κατατρόμαξες» είπε ο Αλέξανδρος ,την αγκάλιασε τόσο σφιχτά ώστε κανείς να μην μπορεί να την πάρει από την αγκαλιά του. Είχαν χαθεί σε ένα δικό τους κόσμο έγραφαν το δικό τους παραμύθι και τους άρεσε ,άρεσε όμως και στα εγγόνια τους που τόσα χρόνια μετά το άκουσαν και άρχισαν να πιστεύουν στα παραμύθια. Και πριν κλείσει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες που συνόδευαν το "παραμύθι της” ,η Αφροδίτη τους είπε «…να θυμάστε πως για να γράψετε το δικό σας παραμύθι, χρειάζεστε μια πένα , ένα χαρτί ,και αγνή καρδιά και τότε όλα τα καλά θα σας πλησιάσουν και θα αρχίσουν να στήνουν το σκηνικό και χωρίς να το καταλάβετε το παραμύθι ξεκινά….»