Οταν είσαι αγχωµένος, το τηλέφωνο σπάνια χτυπάει
πάνω από µία φορά. Εκείνη τη φορά τουλάχιστον έτσι έγινε. Ενα χτύπηµα,
ένα νευρικό, σχεδόν αγενές. «Ποιος;» ακούστηκε από την πλευρά του
αποδέκτη του τηλεφωνήµατος, µια σιωπή, µια βαθιά ανάσα και η ακατανόητη
ατάκα ήταν η απάντηση: «Εδώ ιταλιάνο, καλό παιδί». Ο ήχος της παλιάς
αναλογικής τηλεφωνικής συνοµιλίας, εκείνο το «κλικ» µαζί µε ένα υπόκωφο
«ντριν» ακολούθησε. Λίγο µετά, νέο τηλεφώνηµα, πάλι σιωπή και µια πολύ
πιο σαφής κουβέντα, χωρίς προλόγους και κακά παιδιά που λένε πως είναι
καλά: «Εχουµε τον γιο σου. Θέλουµε 150.000.000 δρχ. για να τον δεις».
Σιωπή, νευρικές ανάσες και η απόδειξη: «Μπαµπά, κανόνισέ το γιατί δεν θα
µε ξαναδείς». 20 Μαρτίου του 1990. Η οικονοµία είναι σε ύφεση, το
βρώµικο ’89 λερώνει ακόµη, το Μουντιάλ της Ιταλίας ετοιµάζεται, κάτι
ενοχλητικές λέξεις όπως «ιδιωτικοποιήσεις» ξορκίζονται µε απεργίες, το
∆ΝΤ φλερτάρει αναίµακτα µε την ελληνική οικονοµία για πρώτη φορά, η
ελληνική κοινωνία αλλάζει και ο φάκελος των σύγχρονων ελληνικών απαγωγών
ανοίγει και πάλι.
Πολλά χρόνια νωρίτερα, στα πρώτα άγουρα χρόνια του ελληνικού
κράτους, στα µέσα του 19ου αιώνα, οι απαγωγές ήταν ένα σχεδόν καθηµερινό
φαινόµενο στο µόρφωµα που θα δηµιουργούσε τη νέα Ελλάδα. Οι διηγήσεις
της εποχής εµπλέκουν τον λήσταρχο Νταβέλη ο οποίος ζει έναν θυελλώδη
έρωτα µε την ιταλίδα κόµισσα Μπανκόλι, την οποία είχε απαγάγει νωρίτερα
για λογαριασµό ενός φίλου του. Ξακουστές είναι και οι ιστορίες λιγότερο
γνωστών ληστών και αρµατολών που τελειοποίησαν τις οµηρείες και τις
απαγωγές ως σχεδόν καθηµερινό τρόπο βιοπορισµού τους. Η ελληνική
επικαιρότητα όµως είχε καιρό να ασχοληθεί µε τις απαγωγές, πριν από
εκείνο το τηλεφώνηµα.
Η ιστορία έγινε γνωστή ως «υπόθεση Μαρσελίνο». Ο 17χρονος Γιάννης
Τσατσάνης, ο «Μαραντόνα του Αιγάλεω», γιος του Γιώργου Τσατσάνη, εµπόρου
µε οικονοµική επιφάνεια, εξαφανίστηκε στις 18 Μαρτίου του 1990. Το
περίεργο τηλεφώνηµα µε την αδιευκρίνιστη ατάκα «Εδώ ιταλιάνο, καλό
παιδί» έγινε δύο µέρες µετά. Τα τηλεφωνήµατα συνεχίστηκαν και στις 21
Μαΐου ο πατέρας του κατάφερε να συγκεντρώσει 50 εκατ. δρχ. και να
κλείσει ραντεβού µε τους απαγωγείς. Παράλληλα, είχε µιλήσει και µε την
Αστυνοµία. «Εσύ πολύ µιλάς» του είπαν, αφού τον έστησαν στο ραντεβού.
Στις 20 Ιουνίου, το πτώµα του «Μαρσελίνο» βρέθηκε θαµµένο σε µία στάνη
στα Σκούρτα Βοιωτίας.
Στις 30 Μαΐου του 2008, ο ∆ηµήτρης Σκαφτούρος, ο εγκέφαλος της
απαγωγής και της δολοφονίας του Μαρσελίνο, συνελήφθη στο σπίτι του στο
Νιου Τζέρσι. Η Ελληνική Αστυνοµία τον καταζητούσε µε διεθνές ένταλµα από
την Ιντερπόλ και κατάφερε να τον εντοπίσει. Η υπόθεση έκλεισε.
Ενδιάµεσα, είχαν ανοίξει πολλές άλλες.
Λίγους µήνες νωρίτερα, σε ένα κτήµα λίγα χιλιόµετρα έξω από την
Αθήνα, ο Νίκος Π., ένας 67χρονος γιατρός, βρισκόταν σε ένα µικρό οίκηµα
της ιδιοκτησίας του, εκεί όπου ασκούσε το χόµπι της κηπουρικής. ∆ύο
άγνωστοι άνθρωποι τον πλησίασαν. Ακολουθούν τα δικά του λόγια, σύµφωνα
µε την κατάθεσή του: «Οταν µε έπιασαν, µου είπαν να µη φωνάξω γιατί
υπάρχουν άλλοι 5-6 απέξω. Μου έβαλαν την κουκούλα και µε έδεσαν µε
ταινία. Με κουβάλησαν σε ένα αυτοκίνητο. Κατά τη διάρκεια της διαδροµής
δεν άκουγα τίποτα. Τρέχανε σαν τρελοί. Πριν µε βάλουν στο πορτµπαγκάζ
έβλεπα τις φιγούρες τους. (...) Μετά από 25 λεπτά σταµάτησαν σε µια
περιοχή όπου µε κράτησαν. Με τον κοντό ή "Γιωργάκη”, όπως µου είχε
ζητήσει να τον λέω, έµεινα όλο το βράδυ. Οπλιζε επιδεικτικά το όπλο
απέναντί µου. Φαινόταν σαν να µην έχουν σφαίρες, αλλά κάποια στιγµή ο
ένας έδωσε µία σφαίρα στον άλλον µπροστά µου. Ηµουν δεµένος στα χέρια
και στα πόδια. Ο κοντός µου έβαλε το όπλο στο στόµα για να µε
απειλήσει». Η οµηρεία κράτησε λίγο. Τα χρήµατα που ζητούσαν από τον γιο
του οι δράστες µεταβιβάστηκαν. Λίγους µήνες µετά, πέντε αλβανοί δράστες
ηλικίας 22 ως 28 χρόνων συνελήφθησαν στην Τουρκία, αφού είχαν
ολοκληρώσει τις διακοπές τους σε θέρετρο της Αττάλειας. Τους πρόδωσαν τα
κινητά τους τηλέφωνα και κάποιες σκόρπιες ατάκες που ο γιατρός θυµήθηκε
στην κατάθεσή του. Η τελευταία υπόθεση ελληνικής απαγωγής έκλεισε µε
επιτυχία. Κανένας ωστόσο δεν νιώθει χαλαρός, κανένας δεν νιώθει
εφησυχασµένος. Το αρµόδιο τµήµα της Ελληνικής Αστυνοµίας υποστηρίζει πως
στο µέλλον δεν αποκλείεται να ενταθούν οι απόπειρες απαγωγής. Οι
κοινωνικές και οικονοµικές συνθήκες το ευνοούν. Και όπως φαίνεται, από
την προϊστορία των υποθέσεων, έχουν δίκιο.
Πριν από λίγο καιρό, στην Ελληνική Αστυνοµία κυκλοφόρησε ένας «Οδηγός
- Μνηµόνιο ∆ιαχείρισης Απαγωγών». Ηταν µια πολυσέλιδη έκθεση µε τις
κυριότερες απαγωγές που έχουν γίνει στην Ελλάδα και µια λεπτοµερής
έκθεση για το πώς πρέπει να συµπεριφέρεται η Αστυνοµία σε τέτοιου είδους
υποθέσεις. Συνοπτικά αναφέρει πως: «Οι αστυνοµικοί πρέπει να κερδίσουν
την εµπιστοσύνη της οικογένειας του απαχθέντος και η επαφή να γίνει το
πολύ µε δύο (2) αξιωµατικούς. Οι επαφές να είναι συγκεκαλυµµένες κατά
τέτοιο τρόπο ώστε το κάθε είδους περιβάλλον της οικογενείας να µη
γνωρίζει την εµπλοκή της Αστυνοµίας. Στην επικοινωνία των δραστών µε την
οικογένεια του απαχθέντος µόνο ένας αστυνοµικός (κατά προτίµηση αυτός
που διαθέτει περισσότερη ψυχραιµία, υποµονή και αντιλαµβάνεται τις
οδηγίες) θα οµιλεί µαζί τους και πρέπει να είναι πάντα ο ίδιος. Οι
πρακτικές πρέπει να πληρούν την απόλυτη εχεµύθεια. Να υπάρχει ταχύτητα
στις δικονοµικές ενέργειες για έγκριση κάθε είδους άρσης κινητής ή
σταθερής τηλεφωνίας. Προτεραιότητα είναι η απελευθέρωση του απαχθέντος
και ακολουθεί ο εντοπισµός των δραστών. Οι αξιωµατικοί πρέπει να
εξετάζουν τα παρακάτω ζητήµατα: Τι θα γίνει, Γιατί θα γίνει, Πώς θα
γίνει, Πότε πρέπει να γίνει, Πού πρέπει να γίνει». Το έγγραφο, µια
υπηρεσιακή υπενθύµιση στην όλο και πιο συχνή εµφάνιση απαγωγών, δείχνει
το πρόβληµα. Το οποίο όµως δεν µπορεί να λυθεί µε έγγραφες εντολές ούτε
απλώς µε µία ανάλυση. Και αυτό γιατί όπως σηµειώνει η Αστυνοµία: «∆εν
υπάρχει µόνο ένας τρόπος απαγωγών, ούτε µία σπείρα. Κάθε υπόθεση είναι
από µόνη της διαφορετική. Το κίνητρο πάντα είναι το χρήµα, αλλά η
µεθοδολογία και η στόχευση είναι διαφορετική». Αν υπάρχει ένας κοινός
τρόπος αντιµετώπισής τους είναι οι παρακολουθήσεις των κινητών
τηλεφώνων.
Μία άλλη απαγωγή, µετά την υπόθεση «Μαρσελίνο»,
έγινε στις 3.45 τα ξηµερώµατα της 12ης Ιουλίου 1991. Σε ένα εξοχικό
σπίτι στην οδό Χρυσανθέµων και Λευκών, στο Αυλάκι Αττικής, η 12χρονη
Ταµάρ Οσκανιάν ξυπνάει απότοµα. Οι απαγωγείς ρίχνουν χλωροφόρµιο στην
αδελφή της Ταµάρ, αλλά και στην οικιακή βοηθό Βαρβάρα Καρούσου και
φεύγουν µε το κορίτσι. Τη µεταφέρουν στην οδό Καβάλας, όπου οι δράστες
µιλούν µε τον πατέρα της, έµπορο πολύτιµων λίθων και του ζητούν
2.000.000 δολάρια. Κατά τη διάρκεια των συνοµιλιών µαθαίνουν πως η
οικιακή βοηθός έχει πεθάνει από δηλητηρίαση. Ο εγκέφαλος της απαγωγής
θορυβείται, πηγαίνει την κοπέλα στην οδό Σχιστού, στον Σκαραµαγκά και
την αφήνει ελεύθερη. Ενας οδηγός ταξί τη βρίσκει και τη µεταφέρει στο
σπίτι της. Η υπόθεση κλείνει, οι δράστες δεν πιάνονται. Αλλά δεν
σταµατούν εκεί.
Λίγα χρόνια αργότερα, στην Ανάβυσσο, 3.30 το απόγευµα. Ο Κωστάκης
∆αλάκας επιστρέφει σπίτι του από το σχολείο. Λίγους µήνες νωρίτερα η
γιαγιά του έχει κερδίσει στο λαχείο 130 εκατ. δραχµές. Η οικογένεια δεν
το έχει διατυµπανίσει, το γνωρίζουν λίγοι, αλλά αρκούν. Μία οµάδα αντρών
πιάνει το παιδί. Το κλείνουν σε ένα φορτηγό και επικοινωνούν µε την
οικογένεια. Ονοµάζουν τον εαυτό τους «Συµµορία φορέα του AIDS» και
απειλούν πως είναι όλοι φορείς και πως αν δεν δοθούν άµεσα τα χρήµατα θα
µεταδώσουν τον ιό στο παιδί. Πέντε µέρες µετά, τους παραδίδεται το ποσό
των 41 εκατ. δρχ. και αφήνουν ελεύθερο τον ∆αλάκα. Η ιστορία όµως δεν
τελειώνει εκεί. Η Αστυνοµία συνεργάζεται µε το παρατηρητικό παιδί, που
είχε προσέξει πως µετά την απαγωγή του µεταφέρθηκε σε κοντινό σπίτι από
το δικό του, µόλις 5 λεπτά µακριά, και πως ανέβηκε «7 σκαλιά» για το
σπίτι. Οι αστυνοµικοί γυρνούν σε περίµετρο λίγων χιλιοµέτρων και
εντοπίζουν ένα σπίτι µε 7 σκαλιά. Ανήκει στον Γιάννη Χειλά, φίλο της
οικογένειας, έµπορο αυτοκινήτων, που διατηρούσε σχέσεις µε τη Φανή
Ιωάννου Χατζηρουσέα, µακρινή θεία του απαχθέντος. Τα πρωτοεµφανιζόµενα
τότε κινητά τους τηλέφωνα αναλύονται και λίγες µέρες µετά οµολογούν:
Ηταν οι δράστες και των δύο παιδικών απαγωγών, και της Οσκανιάν και του
∆αλάκα, και µαζί τους οµολογούν και οι Χρήστος Χειλάς και Γιάννης
∆ιαγγελάκης. «Τα κάναµε όλα για τα λεφτά» λένε στο δικαστήριο.
Φυσικά, όλα γίνονται για τα λεφτά. Και πάντα στην
υπόθεση, αν δεν πρόκειται για ένα πρόσωπο µε εγνωσµένη οικονοµική
επιφάνεια, παίζει ρόλο ένα «καρφί», ένας άνθρωπος κοντά στην οικογένεια
που ενηµερώνει για την οικονοµική της κατάσταση. Τα παραδείγµατα πολλά:
τον Ιανουάριο του 1996, η καθηγήτρια Γαλλικών Ζέτα Κουκέα, 24 χρόνων,
βρίσκεται για τέσσερις µέρες στα χέρια των απαγωγέων της. Απήχθη έξω από
το σπίτι της στο Νέο Ψυχικό την ώρα που γυρνούσε απ’ τη δουλειά της.
Οπως αποκαλύφθηκε στη συνέχεια, δράστης ήταν ο γνωστός του πατέρα της
Πέτρος Καµπούρης µε τρεις συνεργούς του. Συνελήφθησαν αφότου η Αστυνοµία
τους επικήρυξε µε 200 εκατ. δραχµές. Τον Αύγουστο του 1996, ο 22χρονος
∆ιαµαντής Τσαµπάζης πέφτει θύµα απαγωγής. Οι δράστες παίρνουν 150 εκατ.
δρχ. και απελευθερώνουν στην Κέρκυρα το θύµα, αφού προηγουµένως τον
είχαν µεταφέρει στην Αλβανία. Οπως αποκαλύφθηκε, ο Ντολόρες Μούτσιο, που
έπλενε το πολυτελές αυτοκίνητο του Τσαµπάζη, ήταν ο εγκέφαλος της
απαγωγής: γνώριζε πού βρισκόταν συγκεκριµένες ηµέρες και ώρες. Αυτή τη
στιγµή εκτίει ισόβια κάθειρξη. Εναν χρόνο µετά, η κόρη του εµπόρου
αυτοκινήτων Ελένη Λουλάκη, µόλις 6 χρόνων, πέφτει θύµα απαγωγής έξω από
το σχολείο της στο Ηράκλειο της Κρήτης. Οπως αποδεικνύεται στη συνέχεια,
εγκέφαλος της απαγωγής ήταν η νηπιαγωγός της µικρής ∆ήµητρα Καµπά.
∆εν λήγουν όλες οι υποθέσεις µε το γνωστό µοτίβο: καταβολή λύτρων,
απελευθέρωση οµήρων, εντοπισµός δραστών. Στις 27 Νοεµβρίου 1997, ο
Παναγιώτης Κράµπης καλεί τον γιατρό Γιώργο Νικολαΐδη και τη φίλη του
Σούλα Καλαθάκη στην Κηφισιά, µε σκοπό να συζητήσουν για έναν
πλειστηριασµό ακινήτου. Το ζευγάρι πέφτει θύµα απαγωγής και λίγο
αργότερα το επιβιβάζουν σε ένα µικρό, κλεµµένο φορτηγό. Καταλήγουν στο
Σέσι Γραµµατικού, όπου τους δολοφονούν. Ο Κράµπης µαζί µε τους συνεργούς
του παραδίδουν σε διάφορα άτοµα της εµπιστοσύνης τους επιταγές του
Νικολαΐδη, ενώ ξεκινούν την αλόγιστη χρήση των πιστωτικών του καρτών.
Συλλαµβάνονται και καταδικάζονται για µία απο τις πιο σκληρές υποθέσεις
απαγωγής στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Από την άλλη, αίσιο τέλος είχε η απαγωγή του γνωστού επιχειρηµατία
Αλέξανδρου Χαΐτογλου τον ∆εκέµβριο του 1995. Στην περιοχή Γαλήνη
Ωραιοκάστρου, τον σταµάτησαν οπλισµένοι δράστες, τον έβαλαν σε ένα
αυτοκίνητο και τον περιέφεραν σε περιοχές της πόλης: «Εζησα σχεδόν
τέσσερις ηµέρες µέσα σε ένα αµάξι µια και οι απαγωγείς µου απέφευγαν µε
έντεχνο τρόπο να µου δώσουν το δικαίωµα να εντοπίσω κάποιο σηµείο που θα
µπορούσε να αποβεί για αυτούς µοιραίο εφόσον το αναγνώριζα. Μπορώ να πω
ότι µου φέρθηκαν ανθρώπινα, πάνω απ’ όλα και είχα την ευκαιρία να
συζητήσω µαζί τους ώρες ατελείωτες και να καταλάβω ότι πρόκειται για
ανθρώπους ενήµερους για όλη την κατάσταση που επικρατεί εδώ στην Ελλάδα
και µάλιστα θα έλεγα ότι είχαν και κάποιο επίπεδο ως άνθρωποι γενικά»
είπε λίγο µετά την καταβολή 260.000.000 δρχ. σε ερηµική τοποθεσία της
εθνικής οδού Λαµίας - Αράχοβας και την απελευθέρωσή του. Οι αδερφοί
Παλαιοκώστα καταδικάστηκαν για την υπόθεση.
∆εν ήταν ο µόνος γνωστός επιχειρηµατίας που έπεσε θύµα απαγωγής. Και ο
ιδιοκτήτης της αλυσίδας φούρνων Χαράλαµπος Βενέτης είχε απαχθεί στις 10
Ιουλίου του 1996, και ο ∆ιαµαντής Μασούτης τον ∆εκέµβριο του 2005. Αλλά
η υπόθεση απαγωγής του Γιώργου Μυλωνά, πρώην προέδρου του ΣΒΒΕ, έχει
οµοιότητες – αλλά και εµπλοκή των αδερφών Παλαιοκώστα – µε την απαγωγή
Χαΐτογλου. Το βράδυ της 9ης Ιουνίου του 2008, τρεις ένοπλοι ήταν
κρυµµένοι στο πάρκινγκ της µονοκατοικίας του βιοµήχανου στο Πανόραµα
Θεσσαλονίκης. Μόλις ο επιχειρηµατίας µε τη σύζυγό του Νέλλη εµφανίστηκαν
γυρίζοντας από φαγητό και ενώ είχαν αφήσει τον σωµατοφύλακά τους να
φύγει λίγη ώρα πριν, ακινητοποιήθηκαν. Ο επιχειρηµατίας µπήκε ξανά στο
αυτοκίνητό του και η σύζυγός του αφέθηκε ελεύθερη. «Μυλωνά, καλώς ήρθες.
Φεύγουµε» είπαν και χάθηκαν. Το αυτοκίνητό του εντοπίστηκε 500 µέτρα
µακριά από το σπίτι του, αλλά ο ίδιος ελευθερώθηκε 13 µετά, αφού η
σύζυγός του παρέδωσε 13 εκατ. ευρώ. Η δίκη έγινε το 2010. Ο Γιώργος
Μυλωνάς κατέθεσε πως µιλώντας µε τον Βασίλη Παλαιοκώστα του είπε: «Μην
ανησυχείς, είµαστε οι Βαρδινογιάννηδες των απαγωγών, µετά από εµάς δεν
πρόκειται να σε πειράξει κανείς». Οταν το θύµα τού είπε πως «Τόσα λεφτά
δεν υπάρχουν. Αν είναι να µε σκοτώσετε, κάν’ το να τελειώνουµε, στην
καλύτερη περίπτωση θα βρεθούν 3 εκατ., όχι 30», ο Παλαιοκώστας απάντησε
εκνευρισµένος: «Για 3 εκατ. κάναµε όλη αυτή τη φασαρία;».
Λίγο καιρό αργότερα, µία από τις πιο πολύκροτες υποθέσεις απαγωγής
απασχολεί την επικαιρότητα. Ο εφοπλιστής Περικλής Παναγόπουλος, στις 13
Ιανουαρίου του 2009 πέφτει θύµα απαγωγής. ∆εκατρείς µέρες αργότερα
αφήνεται ελεύθερος, ύστερα από καταβολή λύτρων ύψους περίπου 30 εκατ.
ευρώ. Λίγους µήνες µετά, συλλαµβάνονται 18 ύποπτοι και οδηγούνται σε
δίκη. Ενας από τους κατηγορούµενους, ο Απόστολος Πετράκης, υποστηρίζει:
«Μου είπατε από την αρχή να παραδώσω τα λύτρα, αλλά δεν θα το κάνω γιατί
έχω µπροστά µου χρόνια φυλακής και τα έχω ανάγκη, όπως τα έχει και το
παιδί µου και τα µελλοντικά µου παιδιά». Πράγµατι, τα χρήµατα που
παραδόθηκαν σε προσηµειωµένα χαρτονοµίσµατα δεν βγαίνουν ποτέ στην
αγορά. Για την ακρίβεια, µόνο πριν από µερικές µέρες, σύµφωνα µε πηγές
της Αστυνοµίας, άρχισε να κινείται χρήµα από τις οικογένειες υπόπτων.
Κάποιοι από τους εµπλεκόµενους στην υπόθεση, µε τη συνδροµή φιλικών και
συγγενικών τους προσώπων, ανοίγουν καταστήµατα υγειονοµικού
ενδιαφέροντος σε Χανιά και Ρέθυµνο. Παράλληλα τα ίδια πρόσωπα έχουν
προχωρήσει σε αγορές ακινήτων στις συγκεκριµένες περιοχές, ενώ ένας από
αυτούς εµφανίστηκε και ως δηµιουργός κατασκευαστικής εταιρείας, που όπως
εκτιµάται θα υποβοηθούσε την ύποπτη επενδυτική δραστηριότητα. Η
Αστυνοµία λέει ανεπίσηµα: «Είναι φανερό ότι πλέον οι κακοποιοί έχουν
εκατοµµύρια "καθαρά” ευρώ στη διάθεσή τους κι εµείς δεν µπορούµε να
αντιδράσουµε...».
Υπάρχει πάντα κάτι το κινηµατογραφικό στην ιστορία των απαγωγών.
Υπάρχει αγωνία, παρακολούθηση, ένα ή παραπάνω «καρφιά», µια στιγµή που
µοιάζει ανέµελη και καθηµερινή, αλλά αλλάζει τη ζωή του θύµατος, ένα
λιτά επιπλωµένο κρησφύγετο, οι όλο και πιο εύκολο να εντοπιστούν
τηλεφωνικές συνοµιλίες, η εµπλοκή της Αστυνοµίας, τα λύτρα και – στην
καλύτερη περίπτωση – η λύτρωση της ελευθερίας. Πίσω απ’ όλα όµως είναι ο
λόγος για τον οποίο γίνονται όλα: το χρήµα. Σπανιότερα, και κάποιες
γυναίκες.