Εκείνη την νύχτα ορκίστηκα να φύγω μακριά και να με σώσω.
Ορκίστηκα ελπίδα στην ζωή μου να δώσω.
Είπα πως θα με αγαπήσω όσο δεν πάει.
Είπα πως δεν θα νοιαστώ για το "αν με αγαπάει”.
Εκείνη την νύχτα είπα πως τέλειωσες εσύ με μένα.
Εκείνη την νύχτα σταμάτησα επίσημα να ζω ένα ψέμα.
Φοβήθηκα , μα έφυγα όσο κι αν με πονούσε
πιστεύω πως μέχρι κι ο Θεός με μένα απορούσε.
Περπάτησα δεν άντεχα κλεισμένη μέσα στο σπίτι, με έπνιγαν οι τοίχοι.
Οι δρόμοι άδειοι μα δεν φοβόμουν ,μονάχα εμένα σκεφτόμουν.
Προσπαθούσα να βρω κάτι να πιαστώ, δεν ήθελα να χαθώ.
Άρχισε να βρέχει , έψαχνα κάπου να κρυφτώ.
Κάθισα κάτω από μια στάση βλέποντας την βροχή να χτυπάει με μανία τον δρόμο
και εγώ προσπαθούσα να σταματήσω τον πόνο.
Πήρα μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκα , δεν ήξερα που πάω και δεν με ένοιαζε
σαν να ζω έναν εφιάλτη έμοιαζε.
Πέρασε ο καιρός ακόμα με πονάει λίγο μα ξέρω πως θα φύγει
κάθε φορά που έρχεται η σκέψη σου στο μυαλό μου , το μυαλό την πνίγει.
Δεν σου αξίζει να πονάω, δεν μου αξίζει να μην ζω.
Μα ότι κι αν σου λέω, όσο κι αν κλαίω
κάθε βράδυ κοιμάμαι με την ελπίδα να σε ξαναδώ
γιατί πάντα θα είσαι αυτός που θα συμβολίζεις τα θέλω και τα όχι μου.
θα είσαι οι ελπίδες και οι πόθοι μου
θα είσαι το όνειρο που επέλεξα
και το παραμύθι που διέγραψα.
Θα είσαι πολλά , που αγαπούσα και μίσησα τότε, τώρα ,πάντα.
Μα δεν θα είσαι στην ζωή μου γιατί έπαψα να σε λέω Έρωτα…