Σαν τρομαγμένο κουτάβι στην μέση του δρόμου, κοιτάζω με βλέμμα απόγνωσης.
Δεν υπάρχουν επιλογές.
Φοβάμαι! Κάθομαι και κοιτάζω την φωτιά.
Τα ξύλα γίνονται στάχτη -μαζί τους κι η καρδιά μου!
Κι αρχίζουν δάκρυα να κυλούν κι όλα θρηνούν απόψε.
Πέθανε -φωνάζουν- κλαίνε για την Νεράιδα – όλοι σπαράζουν.
Όλοι την θυμήθηκαν, μα είναι αργά τώρα δεν τους χρειάζεται πια.
Τώρα είναι αλλού, στα μέρη του Ουρανού, δεν τους φοβάται πια.
Δεν την κρατούσαν τα φτερά, ήταν κομμένα – της τα έκοψαν όσοι της είπαν "σ’ αγαπώ”…
Όσοι τής χάρισαν ελπίδες και τελικά την βούλιαξαν στον καημό.
Μα τώρα τους χαμογελά ειρωνικά, είναι ψηλα και δεν την φτάνουν!
Στα μαύρα είμαι ντυμένη και ψάχνω εκείνη – την μαγεμένη.
Μαγεμένη ήτανε από το παραμύθι και τώρα άλλαξε προορισμό.
Αγάπησε την λήθη.
Δεν ήσουν για εδώ μικρή ήσουν πολύ αθώα!
Σαν ένα μικρό σκυλί , στον λάκκο με τα ζώα.
Όλοι είπαν πως λυπήθηκαν μα δεν το εννοούσαν.
Όλοι σου είπαν "σ’ αγαπώ”, όμως δεν σε αγαπούσαν!
Γι αυτό και έφυγες μακριά αρνήθηκες το ψέμα.
Δεν ήθελες μία ζωή με μπρος γκρεμό και πίσω ρέμα.
Κοίτα Νεράιδα, όλα θρηνούν και κλαίνε. Ο Ουρανός σκοτείνιασε η φύση δεν τολμάει…
Δεν λέει ότι σε έχασε! Λέει πως θα γυρίσεις…
Ο Άνεμος σκορπάει ότι βρει, δεν ξέρει τι να κάνει!
Λουλούδια όλοι σου έφεραν σου είπαν όλοι αντίο…
Και πάγωσε η ανάμνηση απ’το πολύ το κρύο.
Στο τέλος έμεινα εγώ -σε φίλησα- σου έπιασα το χέρι.
Δεν κράταγε η ζωή χαρά μα κράταγε μαχαίρι.
Και σε μαχαίρωσε στεγνά, σε σκότωσε μικρή μου…
Κι έτσι σε πήρε μακριά όπως την δύναμη μου.
Και όλα τελείωνουν τώρα εδώ, όμως χωρίς εσένα…
Πήρες μαζί σου το χαρτί και μια όμορφη πένα!
Κι εκεί γλυκιά Νεράιδα ποιήματα θα γράφεις…
Και θα τα αφιερώνεις, σε Αυτόν έστω κι αν δεν ξανά ‘ρθεις!