Ο Μπόμπος ήταν στην αυλή και γέμιζε με χώμα μια τρύπα που είχε σκάψει. Τον παίρνει χαμπάρι ένας γείτονας και τον ρωτάει: - Τι κάνεις εκεί Μπόμπο; Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι ο Μπόμπος του απαντά: - Το χρυσόψαρό μου πέθανε και το θάβω Ο γείτονας λίγο ειρωνικά του λέει: - Βρε Μπόμπο δεν νομίζεις πως ήταν πολύ μεγάλη η τρύπα για ένα τόσο μικρό ψαράκι; Ρίχνοντας και την τελευταία φτυαριά ο Μπόμπος του απαντά - Την έκανα μεγάλη γιατί το ψαράκι μου βρισκότανε μέσα στην γάτα σου...
Μια φορά ήταν αποκριές, και ο Tοτός γύρισε ευτυχισμένος σπίτι. Μόλις τον είδε ο πατέρας του τον ρωτά: - Τι έγινε Tοτό και είσαι τόσο χαρούμενος; - Τα παιδιά στο σχολείο αποφασίσαμε να κάνουμε πάρτι μασκέ. - Και εσύ, τι θέλεις να ντυθείς; - Σταχτοπούτα! Μόλις το άκουσε αυτό ο πατέρας του, παίρνει μία βούρδουλα και τον σαπίζει στο ξύλο. Τον επόμενο χρόνο, πάλι αποκριά, γυρίζει ο Tοτός χαρούμενος στο σπίτι. Tον βλέπει ο πατέρας του και τον ρωτάει: - Τι συμβαίνει; - Μπαμπά, είμαι χαρούμενος γιατί τα παιδιά στο σχολείο αποφασίσαμε να κάνουμε πάρτι μασκέ. - Και εσύ, τι θέλεις να ντυθείς, ρωτάει ο πατέρας, σκεφτόμενος όσα είχαν συμβεί πέρσι. - Χιονάτη! Μόλις το άκουσε αυτό ο πατέρας, ξαναπαίρνει μία βούρδουλα και τον σάπισε στο ξύλο. Την επόμενη χρονιά, ξαναέρχεται ο Tοτός στο σπίτι χαρούμενος. Πάλι αποκριές. Τον βλέπει ο πατέρας του και τον ρωτά, γιατί είναι χαρούμενος. Ο Tοτός του απαντά: - Είμαι χαρούμενος γιατί αποφασίσαμε να κάνουμε ένα πάρτι μασκέ στο σχολείο. - Αααα, λέει ο πατέρας του, καθώς θυμόταν τι είχε προηγηθεί τις δύο πρηγούμενες χρονιές. - Μπαμπά, μπορείς να μου πάρεις ένα σπαθί; - Ναι, λέει χαρούμενος ο πατέρας του. - Μπαμπά, μπορείς να μου πάρεις μία ασπίδα; - Ναι αγορίνα μου, λέει ο πατέρας ανακουφισμένος. - Επίσης, μπορείς να μου αγοράσεις και ένα θώρακα; - Ναι αγόρι μου, λέει ο πατέρας του, νιώθοντας ο πιο ευτυχισμένος πατέρας του κόσμου. Αλλά, τι θέλεις να ντυθείς; - Ζήνα!!!!!!!
Ένα Αλβανάκι, ο Αλία, ήρθε στην Ελλάδα με τους γονείς του και το έστειλαν σχολείο. Την πρώτη μέρα ρωτάει η δασκάλα τα παιδάκια: - Εσένα πώς σε λένε; - Ελενίτσα. - Και εσένα; - Κωστάκη. Ήρθε και η σειρά του μικρού Αλία... - Εσένα πώς σε λένε; - Με λένε Αλία και είμαι από την Αλβανία. - Από εδώ και πέρα θα λέμε πως είσαι ο Γιαννάκης και είσαι από την Ελλάδα. Χάρηκε πολύ ο μικρός, αφού τα υπόλοιπα παιδιά δε θα τον κορόιδευαν και θα έπαιζαν μαζί του. Όταν γύρισε σπίτι του λέει η μητέρα του... Αλία, πλύνε τα χέρια σου και έλα να φάμε. - Δε με λένε Αλία. Με λένε Γιαννάκη και είμαι Ελληνόπουλο. - Τι είπες; Αντί να είσαι περήφανος που είσαι από την Αλβανία λες πως είσαι Ελληνόπουλο; Και του δίνει ένα χέρι ξύλο. Το βράδυ γυρίζει ο πατέρας του. Τι έχεις Αλία; Γιατί κλαίς; - Ουφ πια! Δε με λένε Αλία. Με λένε Γιαννάκη και είμαι Ελληνόπουλο. - Τι είπες; Δεν ντρέπεσαι να λες ότι είσαι Ελληνόπουλο; Και τον δέρνει και αυτός. Την επόμενη μέρα πάει στο σχολείο και τον βλέπει η δασκάλα μελανιασμένο. Τι έπαθες Γιαννάκη; - Που να σας τα λέω κυρία. Χτες το βράδυ με έδειραν δυο Αλβανοί!
- Θεία είσαι κουτή, λέει η Μαρία. - Τί είναι αυτά που λες, τη μαλώνει η μαμά. Ζήτα αμέσως συγγνώμη από τη θεία σου. - Λυπάμαι θεία που είσαι κουτή!
|