Έρχεται ένας κοντός σε ένα μπαρ και λέει: - Βάλε μου ένα δυνατό ποτό να μην σου γ.... ότι έχεις και δεν έχεις. Και λέει ο μπάρμαν: - Να σου βάλω μια φασολάδα να μου κλάσεις τα αρχίδια;
Ένας άντρας μπαίνει στο αγαπημένο του εστιατόριο και κάθεται στο συνηθισμένο του τραπέζι. Ρίχνει μια ματιά γύρω του και βλέπει μια πανέμορφη γυναίκα να κάθεται σ'ένα κοντινό τραπέζι. Η γυναίκα είναι μόνη της. Ο τύπος φωνάζει το γκαρσόνι και του ζητά να στείλει στη γυναίκα το πιο ακριβό μπουκάλι σαμπάνιας που έχει και σκέφτεται ότι αν η γυναίκα δεχτεί το μπουκάλι, τότε θα δεχτεί και τα περαιτέρω... Το γκαρσόνι πηγαίνει το μπουκάλι στην ωραία κυρία: - Εκ μέρους του κυρίου, της λέει και τον δείχνει. Η γυναίκα κοιτάει ψυχρά τον τύπο, κοιτάζει και το μπουκάλι, και τελικά αποφασίζει να στείλει ένα σημείωμα στον κύριο, πάντα μέσω του γκαρσόν. Ο άντρας διαβάζει το σημείωμα, που λέει:
"Για να δεχτώ τη σαμπάνια σας, θα πρέπει να έχετε μια Μερσέντες στο πάρκινγκ σας, ένα εκατομμύριο δολάρια στην Τράπεζα και 20 εκατοστά στο παντελόνι σας". Αποφασίζει λοιπόν να της απαντήσει και δίνει ένα νέο σημείωμα στο γκαρσόνι, να το πάει στην ωραία γυναίκα. Το σημείωμα λέει...
"Όσον αφορά το αίτημά σας, θα μπορούσα να πουλήσω την Ferrari Modena 360 και την BMW 850 που έχω, για να μου μείνει μόνο η Mercedes 600 SEL στο πάρκινγκ. Επίσης, θα μπορούσα να επενδύσω ή και να ξοδέψω τα 2 από τα 3 εκατομμύρια δολάρια που έχω στο λογαριασμό μου. Αλλά... ακόμη και για μια γυναίκα τόσο υπέροχη όσο εσείς, δεν θα έκοβα 5 εκατοστά.... Υ.Γ. Παρακαλώ να μου επιστρέψετε τη σαμπάνια μου."
Ένας άντρας έχει έξι παιδιά και είναι πολύ περήφανος για το κατόρθωμά του. Είναι τόσο περήφανος που αρχίζει να φωνάζει την γυναίκα του "Μητέρα των έξι", παρόλο που δεν της αρέσει καθόλου. Ενα βράδυ πάνε σε ένα πάρτυ. Ο άντρας έχει βαρεθεί και φωνάζει στην γυναίκα του μέσα στο πλήθος: - Τί λές; Φεύγουμε, Μητέρα των Εξι;> > Η γυναίκα του, πολύ εκνευρισμένη για την αδιακρισία του, του φωνάζει επίσης: - Οποτε θές, Πατέρα των Τεσσάρων.
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας ήταν κολλητοί από μικροί, και όπου πήγαιναν, πήγαιναν μαζί. Ήρθε η στιγμή και ο Γιωρίκας παντρεύεται! Έγινε ο γάμος και ήταν να πάει το αντρόγυνο ταξίδι του μέλιτος. Και επειδή ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας δεν μπορούσαν να αποχωριστούν ο ένας τον άλλο, αποφάσισαν να πάνε και οι τρεις μαζί στο ταξίδι. Φτάνουν στο ξενοδοχείο και ζητούν ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και ένα μονόκλινο. Αλλά ο ξενοδόχος τους λέει ότι έχει μόνο ένα δωμάτιο με διπλό κρεβάτι και δεν υπάρχουν άλλα άδεια δωμάτια. Αναγκάζονται λοιπόν να πάρουν αυτό το δωμάτιο και να κοιμηθούν όλοι μαζί. Πέφτουν να κοιμηθούν, και ο ο Κωστίκας νιώθει ένα χέρι στο πουλί του. Το πρωί, με τύψεις γιατί θα χαλάσει τον γάμο του φίλου του, αποφασίζει να το πει στον Γιωρίκα: - Ρε Γιωρίκα, συγνώμη που θα στο πω, αλλά το βράδυ που κοιμόμασταν η γυναίκα σου μου έπιανε το πουλί. Και λέει ο Γιωρίκας: - Ρε χαζέ, εγώ σου έπιανα το πουλί, γιατί ήθελα να ξέρω που ακριβώς βρίσκεται!
|