Ήταν ένας μαμάκιας που παντρεύτηκε. Την πρώτη μέρα η γυναίκα του μαγειρεύει στιφάδο. Γυρνάει ο άνδρας από την δουλειά το τρώει και λέει στην γυναίκα του: - Καλό ήταν, αλλά η μαμά μου βάζει και λίγη κανέλα. Την άλλη μέρα η γυναίκα κάνει γενική καθαριότητα στο σπίτι. Γυρνάει ο άντρας από την δουλειά, το βλέπει και λέει: - Ωραίο είναι, αλλά η μαμά μου το έχει έτσι καθαρό κάθε μέρα. Η γυναίκα τσαντίζεται, πάει σε ένα μαγαζί με εσώρουχα, αγοράζει ότι πιο σέξι υπάρχει, ανάβει κεράκια στην κρεβατοκάμαρα και το βράδυ τον περιμένει στο κρεβάτι. Γυρνάει ο μαμάκιας, βλέπει τα φώτα σβηστά και πηγαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Την βλέπει με τα μαύρα, σέξι εσώρουχα και φωνάζει: - Μωρή, γιατί φοράς μαύρα; Έπαθε τίποτε η μάνα μου;
- Φίλε μου, αδερφέ μου, θέλω μόνο μια χάρη από σένα. - Τί θες να κάνω; - Θέλω να πας στον παπά και να τον καθυστερήσεις να πάει στο σπίτι του. - Γιατί ρε φίλε; Τί τρέχει; - Να, ξέρεις... Έχω σχέση με την παπαδιά και σκέφτηκα μήπως μπορείς να με βοηθήσεις. - Εγώ τέτοια πράγματα δε κάνω και να μου κάνεις τη χάρη!
Με τα πολλά όμως, ο φίλος πείθεται και πάει στην εκκλησία να καθυστερήσει τον παπά. Τον πετυχαίνει την ώρα που ο παπάς κλείδωνε την πόρτα της εκκλησίας. - Πάτερ! - Τί είναι τέκνο μου; Τί σου συμβαίνει; - Παπά, θέλω να εξομολογηθώ. - Τέτοια ωρα βρήκες να έρθεις; Έλα αύριο να κάνουμε το μυστήριο. - Όχι παπά μου, εγώ τώρα νοιώθω την ανάγκη να το κάνω. Τί να κάνει ο παπάς, άνοιξε την εκκλησία. - Λοιπόν σε ακούω, του λέει, αφού έβαλε το πετραχήλι. Μα κάπου σε ξέρω. Μήπως είσαι ο γιος του φίλου μου του Σταμάτη από το διπλανό χωριό; - Ναι. - Βρε, τί κάνουν οι δικοί σου; - Καλά είναι πάτερ. Με την κουβέντα βγήκαν μακροσυγγενείς, υποστήριζαν και την ίδια ομάδα, ψήφιζαν και το ίδιο κόμμα. - Για πες μου λοιπόν, τί θες να ομολογήσεις; - Παπά, δεν μπορώ να σου πω ψέματα. Ο φίλος μου τα έχει με την παπαδιά και με έβαλε να σε καθυστερήσω για να πάει να την βρει.Τρελάθηκε ο παπάς, άφρισε, άρχισε να φέρνει βόλτα την εκκλησιά μουρμουρώντας. Στο τέλος, ηρεμεί λίγο, και γυρνά πάλι στον χωριανό και του λέει: - Βρε βλάκα, είσαι παντρεμένος; - Ναι παπά μου, λέει αυτός. - Τράβα, βρε ηλίθιε, γρήγορα σπίτι σου, γιατί η παπαδιά έχει πεθάνει εδώ και χρόνια!
Ο Μπόμπος ορμάει στο γραφείο του Γυμνασιάρχη: - Κύριε, ελάτε γρήγορα. Ένας φίλος μου εδώ και μια ώρα πλακώνεται με ένα άλλο παιδί. - Καλά, και γιατί δεν με φώναζες νωρίτερα; - Γιατί μέχρι τώρα ο φίλος μου νικούσε!
- Ρε γυναίκα, άμα βγω γυμνός στο μπαλκόνι, λες να πουν τίποτα οι γείτονες; - Ναι. Θα πουν ότι σε παντρεύτηκα για τα λεφτά σου...
|