Είναι 3 γειτόνισσες και λέει η μια: - Εγώ όταν απλώνω, βρέχει και πάει τσάμπα ο κόπος μου. - Κι εγώ μια από τα ίδια, λέει η άλλη. - Εγώ όταν απλώνω έχει ήλιο, λέει η άλλη. - Πως το κάνεις; την ρώτησαν οι άλλες. - Λοιπόν πιάνω το πέος του άντρα μου και αν πάει αριστερά, σημαίνει πως θα βρέξει. Αν πάει δεξιά, σημαίνει πως θα έχει ήλιο. - Κι αν μείνει όρθιο; ρωτάει η πρώτη. - Αν μείνει όρθιο με τον καιρό θα ασχολούμαι;
Μια φορά ήταν δύο φίλοι, που πήγαν σ' ένα κατάστημα με παπούτσια και ένας απ' αυτούς ήθελε να αγοράσει ένα ζευγάρι και ρώτησε στον καταστηματάρχη. - Αυτά τα παπούτσια από τι υλικό είναι φτιαγμένα; - Απο κροκόδειλο; - Αααα... ενδιαφέρον. Και πόσο κοστίζουν; - 245 ευρώ. Τον κοιτάζουν παραξενεμένα οι δύο φίλοι. - Ευχαρίστούμε. Φεύγουν από το μαγαζί οι δύο φίλοι και λέει ο ένας στον άλλον. - Ρε, φίλε, αν κοστίζουν αυτά τα παπούτσια 245 ευρώ τότε πάμε σε μια ζούγκλα, να σκοτώσουμε κάποιους κροκόδειλους και να τους κάνουμε παπούτσια. - Μμμμμ... Καλή ιδέα. Γι' αυτό, μάζεψαν τα πράγματά τους και πήγαν σε μια ζούγκλα. Όταν έφτασαν είπε ένας απ' αυτούς να χωριστούνε για να βρούν κροκόδειλους. Μία ώρα μετά ο ένας γυρνάει απογοητευμένος επειδή δεν βρήκε κροκόδειλο, αλλά μπροστά του είδε ένα βουνό από κροκόδειλους και ρώτησε τον φίλο του. - Πού τους βρήκες όλους αυτούς, ρε μαλάκα; - Εκει κάτω σε μια λίμνη, αλλά ρε βλάκα, δεν φοράει κανένας απ' αυτούς παπούτσια.
- Γιατρέ, ελάτε γρήγορα! Ο γιος μου κατάπιε ένα ποντίκι! - Έρχομαι αμέσως, αλλά μέχρι να έρθω, κρατήστε μπροστά από το στόμα του ένα κομμάτι τυρί, μήπως και δελεάσουμε το ποντίκι. Φτάνει ο γιατρός, και βλέπει τον πατέρα να κουνάει μία σαρδέλα μπροστά από το στόμα του παιδιού. - Μα εγώ σας είπα τυρί! - Το ξέρω, αλλά τώρα πρέπει να βγάλουμε πρώτα την γάτα!
1954: Κατέβαινε από το χωριό ο Βαγγέλης με το καινούργιο αυτοκίνητό του, και στην στάση διπλανού χωριού, βλέπει τον Μανώλη να περιμένει το λεωφορείο. - Που πας μωρέ Μανώλη, του λέει ο Βαγγέλης, στο Ηράκλειο; Αντε να σε πάρω, και εγώ εκεί πάω. - Μπά, του απαντά, περιμένω το λεωφορείο και δεν θέλω να το χάσω. Μια άλλη φορά τον ξαναπέτυχε στη στάση, μα ήταν προετοιμασμένος ο Μανωλιός να μη κάνει και άλλη γκάφα. "Αν σταματήσει ο Βαγγέλης μωρέ", σκέφτηκε, "να μπω στ' αμάξι του να κατεβούμε στη χώρα". Έτσι και έγινε, σταματάει ο Βαγγέλης, μπήκε ο Μανωλιός στο αυτοκίνητο και ξεκινήσανε. - Και περίμενες πολύ ώρα στη στάση, μωρέ Μανώλη; - Ναι μωρέ, αποκρίνεται ο Μανώλης, ναι, το λεωφορείο των 7:30 περίμενα, μα δεν κατέχω ήντα ώρα περνά. Με αυτά και με αυτά, πέρασε η ώρα, φτάσανε στα μισά του δρόμου, μα ο Βαγγέλης έτρεχε, και ο Μανωλιός φοβότανε. Έβλεπε το Βαγγέλη να αλλάζει τις ταχύτητες τη μια μετά την άλλη πότε να ανεβάζει πότε να κατεβάζει, μια πάνω το λεβιέ, μια κάτω, έβαλε λίγο και το μυαλό του να δουλέψει και λέει του Βαγγέλη: - Μωρέ σύντεκνε, κράτα και με τα δύο σου χέρια το τιμόνι, και άσε με εμένα να ανακατώνω τη βενζίνα!
|