Το είδωλο της κοίταζε μπροστά από τον καθρέφτη
κι έκλαιγε η Νεράιδα γιατί έμεινε μονάχη.
Το Δάσος με μιας σκοτείνιασε , η Θάλασσα ταράχθει.
Η Φύση μαύρα έβαλε, δεν ήξεραν τι έχει!
Κι ο Ήλιος τότε δάκρυσε για την Νεράιδα του,
της είπε πως εσπάραζε η όψη της την καρδιά του.
Μα Εκείνη δεν μπορούσε πια – στην δίνη βυθιζόταν,
γιατί έχασε έναν άνθρωπο που αγάπη ορκιζόταν.
Κι ο Ουρανός ήταν εκεί , μαζί τους εθρηνούσε ,
κι εκείνος την Νεράιδα επίσης αγαπούσε.
Η μέρα δεν το άντεξε , έφυγε μακριά της.
Και τότε ήρθε η Νυχτιά να κάνει τα δικά της.
Τα πέπλα έριξε η μάγισσα , να κρύψει κάθε πόνο,
μα ο Πόνος δεν φοβήθηκε – ήθελε μόνο εκείνη,
το σώμα της μες τα νερά της λίμνης του να πλύνει.
Κι οι Αστραπές και οι Κεραυνοί ήρθανε για να δούνε,
τι έπαθε η Νεράιδα που τόσο αγαπούνε!
Κι αρχίσανε να πέφτουνε , τα δάκρυα να κρυφτούνε,
μα αυτά στα χώμα έπεσαν και γίνανε λουλούδια.
Κι από εκεί εβγήκανε κάμποσα αγγελούδια.
Αυτά όταν πλησίασαν , την έντυσαν στα άσπρα,
για να την πάνε λέγανε στου Ουρανού τα κάστρα.
Και η Νεράιδα ανήμπορη έκανε ότι είπαν,
εκεί τους ακολούθησε στου Ουρανού τα κάστρα.
τους πόνους και τους καημούς στην Γη τους άφησε όλους!
Και τότε δάκρυσαν αυτοί , γιατί τους άφησε μόνους!