Από τον Παναγιώτη Χριστόπουλο
Οδηγώντας από τον Βόλο προς το χιονοδρομικό κέντρο του Πηλίου, περνάς από ένα πανέμορφο ψαροχώρι, την Αγριά. Το κατάφυτο βουνό ορθώνεται από πάνω σου και δίπλα σου ηρεμεί ο γαλήνιος κόλπος του Παγασητικού. Οδηγάς δίπλα στις στενές γραμμές του τρένου (όπου το καλοκαίρι μπορεί και να πετύχεις το γραφικό τρενάκι που κάποτε ένωνε όλο το Πήλιο) και κάποια στιγμή θα συναντήσεις ένα εργοστάσιο με πηλιορείτική αρχιτεκτονική και το σήμα της ΕΨΑ, της Εταιρείας Ψυγείων Αγριάς.
Εδώ, πριν από 90 χρόνια, ξεκίνησε να γράφεται το παραμύθι της πιο επιτυχημένης σήμερα ελληνικής εταιρείας αναψυκτικών. Πολλά συνέβησαν από τότε, κόσμος έφυγε και ήλθε, άλλαξαν οι τεχνολογίες, το τρενάκι έπαψε να ανεβαίνει στο βουνό, αλλά η γεύση και η δροσιά των λεμονιών της περιοχής έμεινε η ίδια…
Ναι, η ΕΨΑ είναι μια ακόμη από αυτές τις επιχειρήσεις που βασίζουν την επιτυχία τους στα πλούσια αγαθά της ελληνικής φύσης. Από την στήλη μας «Ψωνίζουμε Ελληνικά», σας έχουμε παρουσιάσει κι άλλες στο παρελθόν. Σκοπός μας είναι να σας γνωρίσουμε όλες εκείνες τις εταιρείες που παράγουν στην Ελλάδα, απασχολούν Έλληνες, χρησιμοποιούν ελληνικές πρώτες ύλες και δημιουργούν προϊόντα εφάμιλλα και ανώτερα των ξένων. Από τη μία για να τις στηρίξουμε και μαζί να στηρίξουμε την ελληνική οικονομία, από την άλλη γιατί το παράδειγμά τους είναι η μόνη λύση για να βγει η χώρα από την κρίση: Τις τρέχουν άνθρωποι που ξέρουν να δουλεύουν με επαγγελματισμό και που δεν έχουν στηριχθεί στην διαπλοκή με το κράτος ή σε αυτό που ονομάζουμε λαϊκά «λαμογιές».
Πάγος, λεμόνια και μια μυστική συνταγή
Ήταν το 1922 όταν δύο αδέλφια, ο Ιωάννης και ο Γεώργιος Κοσμαδόπουλος ξεκίνησαν ν’ αγοράζουν εκτάσεις στην Αγριά. Ήταν από την Ζαγορά, αργυραμοιβοί στο επάγγελμα και είχαν και δική τους τράπεζα. Αλλά ήθελαν να επενδύσουν στην φύση του Πηλίου και στην τότε τεχνολογία της ψυκτικής. Είχαν σκοπό να λειτουργήσουν ψυγεία για την παραγωγή πάγου και την συντήρηση τροφίμων.
Δύο χρόνια μετά, το 1924 ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατέφθανε στην Αγριά για να εγκαινιάσει το εργοστάσιο της ΕΨΑ, ένα κοσμοϊστορικό γεγονός για τους ντόπιους, αφού ήταν και ο λόγος που το χωριό συνδέθηκε με δίκτυο του ηλεκτρικού ρεύματος. Στο μεταξύ, Μικρασιάτες που είχαν φθάσει στην Ελλάδα μετά την καταστροφή της Σμύρνης είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή και διακινούσαν τη λεμονάδα που έφτιαχναν με την πλούσια παραγωγή εσπεριδοειδών του Πηλίου. Όλο και περισσότερα λεμονατζίδικα άνοιγαν στην περιοχή και ο Ιωάννης Κοσμαδόπουλος θεώρησε μια καλή επέκταση των επιχειρήσεών του να συνδυάσει τα φρούτα με τα ψυγεία του και να επιχειρήσει να φτιάξει αναψυκτικά. Κάλεσε τον περίφημο Mr. Ottο, ένα Γερμανό χημικό μηχανικό, ο οποίος έφερε μαζί του μια μυστική συνταγή, χάρη στην οποία η γεύση της λεμονάδας ΕΨΑ παραμένει απαράμιλλη μέχρι σήμερα. Εκτός από λεμονάδα, το εργοστάσιο άρχισε να παρασκευάζει και γκαζόζα.
Οι τράπεζες και η χρεωκοπία
Και πάνω που η ΕΨΑ άρχισε να γίνεται γνωστή στο Βόλο και στο Πήλιο, ήλθε η οικονομική καταστροφή για τους Κοσμαδόπουλους. Η τράπεζά τους, έπειτα από 19 χρόνια ιστορίας, χρεωκοπεί το 1936 και η ΕΨΑ περνάει στα χέρια της Εθνικής Τράπεζας. Η νέα διοίκηση ξεκινάει πολύ δυναμικά την εμπλοκή της με την επιχείρηση. Φέρνει νέες φιάλες, αρχικά με μηχανικό πώμα και στη συνέχεια με το μεταλλικό πώμα crown, κερδίζει βραβεία σε διαγωνισμούς για την ποιότητα των αναψυκτικών της, ανεβάζει την παραγωγή.
Το 1940 ένας υπάλληλος της Εθνικής Τράπεζας, ο Αριστείδης Αλεξανδρίδης, σχεδιάζει τη φιάλη με το σχήμα που αποτελεί πια σήμα κατατεθέν της ΕΨΑ, εξαιρετικά πρωτοποριακή για την εποχή της. Η παραγωγή της εταιρείας έχει πια φτάσει τα 500 μπουκάλια την ώρα και έχει καθιερωθεί σαν μια σημαντική επιχείρηση του χώρου.
Κυριαρχώντας στην ελληνική αγορά
Για τα επόμενα τριάντα χρόνια, σε μια εποχή όπου οι πολυεθνικές του αναψυκτικού δεν είχαν κάνει την απόβασή τους στην Ελλάδα, η ΕΨΑ κυριαρχεί στην τοπική αγορά, αλλά παραμένει μια επιχείρηση ζημιογόνα. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 έρχονται πια τα ηλεκτρικά οικιακά ψυγεία και η εταιρεία χάνει και την πελατεία που είχε από την διανομή πάγου, η Εθνική Τράπεζα αποφασίζει ότι ήλθε η ώρα να την πουλήσει.
Θα την αγοράσουν οι αδελφοί Μοσκαχλαΐδη και ο Νίκος Τσαούτος και θα της δώσουν μια νέα πνοή, κάνοντας γενναίες επενδύσεις σε εγκαταστάσεις και μηχανήματα. Το 1982, η παραγωγή της ΕΨΑ θα ανεβεί στα 20.000 μπουκάλια την ώρα. Οι νέοι ιδιοκτήτες πιστεύουν πολύ στο προϊόν τους, παρά την σαρωτική επιτυχία των διεθνών αναψυκτικών πια… Στο εργοστάσιό τους, στο οποίο διατηρούν την παραδοσιακή όψη αλλά έχουν εκμοντερνοποιήσει το εσωτερικό, φτιάχνουν κι ένα μουσείο της λεμονάδας, για να τιμήσουν την ιστορία της επιχείρησής τους: Ο επισκέπτης θα βρει σήμερα ένα χειροκίνητο αποφλοιωτήρα και αποχυμωτή, μηχανήματα παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα και όλους τους τύπους των φιαλών που κατά περιόδους χρησιμοποίησε η ΕΨΑ.
Η επιμονή των αδελφών Μοσκαχλαΐση και του Νίκου Τσαούτου θα αρχίσει να αποδίδει καρπούς μετά από λίγο καιρό. Στην γκάμα των προϊόντων της ΕΨΑ θα προστεθούν η βυσσινάδα, η σόδα, η πορτοκαλάδα με ανθρακικό, η lemon cola και το τσάι με λεμόνι και η ποιότητά τους κάνει όλο και περισσότερους Έλληνες να τα προτιμούν από τα διάσημα αναψυκτικά των πολυεθνικών. Την τελευταία δεκαετία, χάρη στην σπουδαία δουλειά που έχει κάνει η εταιρεία στο επίπεδο της διανομής των προϊόντων της έχει καταφέρει μια ταχύρρυθμη ανάπτυξη που ελάχιστα έχει δοκιμαστεί από την κρίση.
Σήμερα η παραγωγή φτάνει τις 30.000 φιάλες και τα 18.000 αλουμινένια κουτιά την ώρα, στο εργοστάσιο της Αγριάς λειτουργεί υπερσύγχρονη μονάδα βιολογικού καθαρισμού ενώ η εταιρεία δίνει δουλειά σε περίπου 100 εργαζομένους.
Αυτό που δεν έχει αλλάξει καθόλου σε όλη αυτήν την 90χρονη ιστορία της
είναι η γεύση των αναψυκτικών της. Παρά το υψηλό κόστος που χρειάζεται
για να το πετύχουν, οι άνθρωποι της ΕΨΑ επιμένουν στην ίδια συνταγή,
χρησιμοποιώντας πάντα νερό από το Πήλιο και φρούτα ελληνικής παραγωγής.