Σιχαίνομαι το κίτρινο.
Πέρασα τη μισή ζωή μου σε έναν κόσμο τόσο ιδανικά κίτρινο.
Κ’ όμως κάποια στιγμή αυτό το χρώμα έγινε συνώνυμο του λάθους.
Η κίτρινη κορδέλα που φορούσα στα μαλλιά μου όταν έφυγε ο πατέρας.
Ή τότε στο κίτρινο cinquecento που βγήκαμε με τον κολλητό μου εκτός κιγκλιδωμάτων.
Ή την άλλη φορά που κόντεψα να πεθάνω από μέλισσες.
Πόσο αστείο, τι θα έλεγαν άραγε οι γιατροί στους τεθλιμμένους
συγγενείς μου «δυστυχώς τη χάσαμε λόγω αλλεργικού σοκ,υπέκυψε η καημένη στα
τσιμπήματα των εντόμων».
Όταν σε γνώρισα φορούσα ένα κίτρινο φόρεμα.
Σκέφτηκα,αυτή τη φορά θα ξορκίσω το κακό.
Θυμάμαι μου έπιασες το χέρι κ’ είπες «έλα, να φύγουμε οι δυο μας μακριά»
«Θα σου δείξω έναν καινούριο κόσμο και θα σε βάλω εκεί βασίλισσα και θεά μου».
«Και θα σε προσκυνώ.»
Πράγματι έτσι έκανες.
Μου έδειξες έναν υπέροχο κίτρινο κόσμο, γεμάτο γέλια, αγγίγματα και μυρωδιές.
Και ζούσαμε μαζί, σε αυτόν τον παράδεισο που μου έφτιαξες και για μια
στιγμή πίστεψα πως αυτό το χρώμα τελικά μπορεί να γίνει ροζ.
Και ένιωθα ευτυχισμένη στ’ αλήθεια.
Ώσπου μια μέρα τελείωσαν τα αντικαταθλιπτικά σου.
|