Το «
κουτί της Πανδώρας»
ανοίγει σύμφωνα με το ειδησεογραφικό πρακτορείο Bloomberg για το
ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα μία πιθανή αποχώρηση της Ελλάδας από το
ευρώ.
Παρά το γεγονός ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν «θωρακιστεί» για ένα
τέτοιο ενδεχόμενο τόσο μέσω της μείωσης του ελληνικού χρέους (το
περίφημο «κούρεμα») όσο και χάρη στα δάνεια που έχει ρίξει στο σύστημα η
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εξακολουθούν να είναι ευάλωττες εξαιτίας
ενός πιθανού ντόμινο σε άλλες χώρες της «ευρωπαϊκής περιφέρειας», το
οποίο μπορεί να προκαλέσει, υπό το κλίμα πανικού, τεράστιες εκροές
κεφαλαίων από τα τραπεζικά ιδρύματα, οδηγώντας ενδεχομένως ακόμα και στη
διάλυση της ευρωζώνης.
Εκροή Κεφαλαίων
Η εκροή κεφαλαίων, η οποία ενδέχεται να ακολουθήσει μία ελληνική
έξοδο από το ευρώ, από τράπεζες του ευρωπαϊκού νότου και της Ιρλανδίας
αναδεικνύεται ως ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος για τις τράπεζες της
ευρωζώνης.
Ενδεικτικό του τι θα ακολουθήσει ενδεχομένως, είναι το γεγονός ότι,
σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International
Settlements) , στα τέλη του 2011 χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της
Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου είχαν απαιτήσεις σε
ομόλογα Πορτογαλίας, Ισπανίας, Ιταλίας και Ιρλανδίας ύψους 1,19 τρισ.
δολαρίων (περίπου 1 τρισ. ευρώ).
Η τάση για την απόσυρση κεφαλαίων στις τράπεζες χωρών της «ευρωπαϊκής
περιφέρειας» είναι ήδη ιδιαίτερα εμφανής. Σύμφωνα με στοιχεία της
Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, από τα τέλη του 2010 έως τα τέλη του
περασμένου Μαρτίου, οι τράπεζες της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Ιταλίας,
της Πορτογαλίας και της Ισπανίας είδαν τις καταθέσεις νοικοκυριών και
επιχειρήσεων να μειώνονται κατά 80,6 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί σε
ποσοστό 3,2%.
Αντίθετα, το ίδιο χρονικό διάστημα, οι καταθέσεις σε τράπεζες της
Γερμανίας και της Γαλλίας αυξήθηκαν κατά 217,4 δισ. ευρώ (6,3%).
Ιδιαίτερα οξύ είναι το πρόβλημα στην Ελλάδα, όπου οι τραπεζικές
καταθέσεις ανέρχονταν, σύμφωνα με το Bloomberg, στις 30 Μαρτίου στα 160
δισ. ευρώ, ήταν δηλαδή μειωμένες κατά 75 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2009.
Θωράκιση των ευρωπαϊκών τραπεζών
Το Δεκέμβριο και το Φεβρουάριο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σε μία
προσπάθεια να καλμάρει τις αγορές, έδωσε 1,2 τρισ. ευρώ στις ευρωπαϊκές
τράπεζες με τη μορφή τριετών δανείων. Η συγκεκριμένη ωστόσο κίνηση-
πρωτοφανής στο μέγεθός της- δεν μπόρεσε να πείσει τις- πάντα δύσπιστες-
«αγορές», με τις ανησυχίες και τους φόβους για «το χειρότερο» να
αναζωπυρώνονται από την κλιμάκωση της ελληνικής κρίσης, αλλά και του
προβλήματος των τραπεζών της Ισπανίας (τέταρτης μεγαλύτερης οικονομίας
της ευρωζώνης).
Σύμφωνα με μελέτη της Citigroup, με ημερομηνία 17 Μαΐου, οι τράπεζες
δεν αποκλείεται να χρειαστούν επιπλέον ένεση ρευστότητας από την ΕΚΤ
ύψους 800 δισ. ευρώ προκειμένου να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις
συνέπειες μιας ενδεχόμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ.
Οι φόβοι για το μέλλον της Ελλάδας συνέπεσαν με την επιδείνωση του κλίματος για τις ισπανικές τράπεζες, με την κυβέρνηση Ραχόι να
προσπαθεί την περασμένη εβδομάδα να εξυγιάνει, (προσπάθεια η οποία
γίνεται για τέταρτη φορά τα τελευταία τρία χρόνια στην Ισπανία), τον
τομέα από τα «τοξικά δάνεια» της κατασκευαστικής φούσκας.
Η κυβέρνηση προχώρησε στη μερική κρατικοποίηση του ομίλου Bankia, ο
οποίος κατέχει και τα περισσότερα χαρτοφυλάκια ακινήτων, και υποχρέωσε
τις τράπεζες στην κατοχή 30 δισ. ευρώ επιπλέον για δάνεια που έχουν να
κάνουν με την κτηματαγορά. Ενδεικτικό της κατάστασης στην Ισπανία της
ανεργίας του 24,4%, είναι το γεγονός ότι τα τοξικά δάνεια αυξάνονται,
λόγω πτωχεύσεων, με δραματικούς ρυθμούς: τον Μάρτιο αντιστοιχούσαν
σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ισπανίας στο 8,37% των συνολικών
δανείων. Το συγκεκριμένο ποσοστό είναι το υψηλότερο από τον Αύγουστο του
1994.
Το πρώτο τρίμηνο του 2012 εξάλλου, οι απώλειες από τα τοξικά δάνεια
ανήλθαν στα 8,21 δισ. ευρώ, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 90% σε σχέση με
την ίδια περίοδο του 2011.
Την περασμένη εβδομάδα η Moody’s Investor’s Service προχώρησε στην
υποβάθμιση 16 ισπανικών τραπεζών, στις οποίες περιλαμβάνονται και οι δύο
μεγαλύτερες τράπεζες της χώρας, η Banco Santander SA (SAN) και η Banco
Bilbao Vizcaya argentaria SA (BBVA). Ο ίδιος οίκος αξιολόγησης
υποβάθμισε επίσης 26 ιταλικές τράπεζες, ανάμεσά τους η UniCredit spA
(UCG) και η Intesa Sanpaolo SpA (ISP). Το Φεβρουάριο εξάλλου, η Moody’s
είχε ανακοινώσει ότι θα προχωρήσει στην επενεξάταση της αξιολόγησης 114
ευρωπαϊκών τραπεζών, προκειμένου να εκτιμήσει το μέγεθος της κρίσης
χρέους, όπως είπε.
Σύμφωνα με στοιχεία αναλυτών της Credit Suisse Group, οι τράπεζες που
δανείστηκαν περισσότερο από το μηχανισμό μακροπρόθεσμων πράξεων
αναχρηματοδότησης (LTRO) της EKT, ήταν οι τράπεζες της Ισπανίας, της
Ιταλίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας.
Ενας από τους τρόπους εξάλλου στον οποίον έχουν καταφύγει τα
πολυεθνικά τραπεζικά ιδρύματα προκειμένου να θωρακιστούν έναντι της
πιθανότητας εξόδου χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας από το ευρώ είναι να
χρησιμοποιούν για τη χρηματοδότηση των θυγατρικών τους στις
συγκεκριμένες χώρες αντί για δικά τους κεφάλαια δάνεια της ΕΚΤ.
Η Deutche Bank, για παράδειγμα, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης σε
χαρτοφυλάκια, άντλησε ένα «μικρό ποσό», κατά το Bloomberg, από την ΕΚΤ
για να ενισχύσει τις θυγατρικές της στην Ευρώπη. Η συγκεκριμένη τράπεζα
έχει έντονη δραστηριότητα σε Ιταλία και Ισπανία. Η BNP Paribas, εξάλλου,
η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της Ευρώπης, χρησιμοποίησε τα προγράμματα
της ΕΚΤ για να χρηματοδοτήσει τα τμήματά της στην Ιταλία, καθώς έχει
προχωρήσει σε μειώσεις της διατραπεζικής της δραστηριότητας.
Η Barclays Plc. (BARC) η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Βρετανίας σε
χαρτοφυλάκια, έλαβε 8,2 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα τριετών δανείων της
ΕΚΤ για να εξασφαλίσει τη «σταθερότητα χρηματοδότησης» για τα
καταστήματά της στην Ισπανία και την Πορτογαλία.
Η Credit Agricole SA (ACA) εξάλλου, η οποία κάνει χρήση 1,6 δισ. ευρώ
από την ΕΚΤ για τη χρηματοδότηση της Εμπορικής, μείωσε σε διάστημα
εννέα μηνών έως τον περασμένο Μάρτιο την έκθεσή της μέσω
αναχρηματοδοτήσεών της προς το συγκεκριμένο ελληνικό τμήμα της στο μισό,
δηλαδή στα 4,6 δισ. ευρώ.
Μείωση της έκθεσης στις χώρες της περιφέρειας
Οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν μειώσει επίσης τις τοποθετήσεις τους σε
κρατικό χρέος καθώς και την έκθεσή τους σε Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία,
Ισπανία και Πορτογαλία. Μόνο στην Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία της
Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, οι τράπεζες της Γερμανίας, της Γαλλίας
και του Ηνωμένου Βασιλείου μείωσαν την έκθεσή τους τα τελευταία δύο
χρόνια έως τα τέλη του 2011 πάνω από το μισό στα 68,2, δισ. δολάρια.
Οσον αφορά τις υπόλοιπες χώρες (Ιρλανδία, Ισπανία, Ιταλία, Ισπανία
και Πορτογαλία) η έκθεσή των συγκεκριμένων τραπεζών μειώθηκε κατά 36%.
Την ίδια ώρα οι 10 μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης αύξησαν τον
κεφαλαιακό δείκτη τους σύμφωνα με τις επιταγές των κανόνων της
«Βασιλείας ΙΙ».
«Αλυσιδωτή αντίδραση»
Παρά το γεγονός ότι δεν είναι λίγοι οι αναλυτές που υποστηρίζουν ότι
μία έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη δεν είναι πιθανή, και ότι ακόμα
και αν συμβεί δεν θα είναι καταστροφική για τις τράπεζες της
συγκεκριμένης οικονομικής ζώνης, οι γνώμες διίστανται.
Τα κεφάλαια ύψους 1,1 τρισ. ευρώ που διαθέτουν οι οκτώ μεγαλύτερες
τράπεζες της Ευρώπης ως «πυροσβεστήρα» ρευστότητας για το ενδεχόμενο
εκροών καταθέσεων θα αποβούν ανεπαρκή σε περίπτωση συστημικής απώλειας
της εμπιστοσύνης στην ευρωζώνη, όπως υπολόγισε σε χθεσινή της αναφορά η
Goldman Sachs Group Inc.
Την περασμένη εβδομάδα, αναλυτές της Societe Generale SA εκτίμησαν
ότι οι δανειακές και νομισματικές απώλειες σε περίπτωση διάλυσης της
ζώνης του ευρώ μπορεί να φθάσουν το 1,1 τρισ. δολάρια για τα τραπεζικά
συστήματα της Γερμανίας, Γαλλίας, Ηνωμένου Βασιλείου, ΗΠΑ, Σουηδίας,
Ελβετίας, Δανίας, Αυστρίας και Βελγίου.
Οι οικονομικοί αναλυτές της UBS, Γουόκερ (Wacker) και ντε Σπίντλερ (de Spindler) εξάλλου εκτιμούν ότι υπάρχει «σημαντική πιθανότητα» μία ελληνική έξοδος
«να πυροδοτήσει αλυσιδωτή αντίδραση, τραπεζικές εκροές και αύξηση των
επιτοκίων του κρατικού χρέους των ασθενέσθερων χωρών που θα οδηγήσουν
τελικά στη διάλυση της ευρωζώνης».