Της Αφροδίτης γύτεμα ... Θεομόρφου!
Εξύπνησα
τζι’ επέτασα κατά ποτζιεί στη Μόρφου,
γιατ’
έθελα τζι’ επόθουν το ν’ αμπλέψω τη γαλήνη,
να
δροσιστώ τζιαι να κνυστώ στις οξινιάς τα φύλλα,
να
σιήπσω τζιαι να ζαλιστώ μεσ τους ανθούς τα μύρα.
Την
Τούμπα του Σκούρου έρεξα, πήα κατά τη ράσιη,
εφτύς
εξαναβούττησα καρτζίν που το Σερράσιη.
Κάθε
πορνό, που τον τζιαιρό που πλάστηκα στον κόσμο,
τούτ’
εν η στράτα που κλουθώ, για τούτην θκιώ το βκιός μου.
Αν
ήτουν τζιε λαλούσαν μου να φύω που τη Μόρφου,
ήτουν
να ππέσω να πνυώ, τζιει στ’ ανοικτά του κόλπου.
Παρά
να ζιώ τζιαι να πετώ που πάνω που παλάθκια,
σιήλιες
φορές να τζιρτζιρώ στου Όφκου τα
χαντάτζια.
Τούτα
εσυλλοϊζουμουν τζι’ εκόντεφκα τους Σόλους ,
μ’
ακούστηκεν μια τσακριτζιά μαζί με άλλους κρότους,
τζιαι ήρτεν μου μια μυρωθκιά, ίδια ποκαϊθκια,
όι
λεμόνια τζαι ανθοί, όι στιφά μερσύνια.
Ίντα
ναι άτζαπης λαλώ ο αχταρμάς ετζείνος;
Μα
πριν προλάβω να σκεφτώ, φωθκιές θωρώ τριύρω,
κόσμος
βουρά ποτζεί-ποδά, για να σωθεί θαρκούμαι ...
Τον
πόκαμεν τούντο κακό, φτύννω τζιαι καταρκούμαι.
Της
Αφροδίτης γύτεμα,
της ομορφιάς παλάτη,
Θεομόρφου μου σε
πολεμούν με άχτι τζιαι θειάφι.
Νάχα
τη δύναμη Θεού, ήταν να μπώ στη μέση,
να
κόψω τούτην τη φωθκιά, που σου χαμνούν οι ξένοι.
Το
ματζιελιόν που σου ‘καμαν οι άπιστοι τζιρά μου,
Ερίζωσεν
τζιαι έμεινεν πικρά μες την καρκιά μου.
Ο
φόνος τζι’ ο ξεριζωμός που είδαν τα παιθκιά σου,
κατάκοψεν
τζιαι έσφαξεν τζι’ εμέν’ τζιαι τα φτερά μου.
Μα
‘στοίσιωσα τσιαι έμεινα πουπαναθκιόν του τόπου,
τζιαι
κλαίω τζιαι παρακαλώ ν’ αναστθηθεί η Μόρφου.
Τούτη
η γη Πατέρα μου, είναι αδικημένη ...
Κάμ’ επιτέλους να τη δω, ξανά λευτερωμένη!
Στίχοι: Κατερίνα Πετρίδου