Σε κίνδυνο τίθεται η ζωή χιλιάδων ασθενών που
περιμένουν εδώ και 20 μήνες να κυκλοφορήσουν στην αγορά νέα φάρμακα,
αρκετά από τα οποία αντιμετωπίζουν επικίνδυνα νοσήματα για τα οποία έως
σήμερα δεν υπάρχει αποτελεσματική θεραπεία. Αιτία το γεγονός ότι τα
φάρμακα αυτά, παρότι έχουν εγκριθεί για να κυκλοφορήσουν, δεν έχουν
πάρει ακόμα τιμή, καθώς εκκρεμεί η έκδοση νέου δελτίου Τιμών από το
υπουργείο Υγείας από τον Ιανουάριο του 2011. Το
πρόβλημα αφορά πάσχοντες από νοσήματα, όπως οι μεταστατικοί καρκίνοι
του προστάτη και των ωοθηκών, το μεταστατικό ή ανεγχείρητο μελάνωμα, η
πνευμονική υπέρταση, η χρόνια μυελογενής λευχαιμία, η ηπατίτιδα C, ο
συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, η κυστική ίνωση, η οζώδης σκλήρυνση, η
νόσος Gaucher, η νόσος Cushing, οι εστιακές επιληπτικές κρίσεις, τα
φλεβικά θρομβοεμβολικά επεισόδια και πολλά άλλα, ενώ σε εκκρεμότητα
βρίσκονται ακόμα και νέα φάρμακα για τις μεταμοσχεύσεις. Αυτά
κατήγγειλε σήμερα το προεδρείο του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων
Ελλάδος (ΣΦΕΕ), σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για να προβάλει τις
θέσεις του για την κατάσταση που επικρατεί στον κλάδο του φαρμάκου. Όπως
υποστήριξε ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ κ. Κωνσταντίνος Φρουζής είναι «ύποπτη» η
τόσο μεγάλη καθυστέρηση στην έκδοση των τιμών που θα ανοίξει τον δρόμο
για την κυκλοφορία νέων φαρμάκων, αλλά και για την κυκλοφορία γενοσήμων –
δηλαδή αντιγράφων φαρμάκων, τα οποία κατά κανόνα είναι φθηνότερα από τα
πρωτότυπα. «Τον πρώτο μήνα της καθυστέρησης
λες ότι ξέχασαν να βγάλουν το δελτίο, τον δεύτερο ότι μπορεί να έλειπαν,
αλλά όταν φτάνεις στον 20ο και δεν έχουν βγει ούτε τα νέα φάρμακα, ούτε τα γενόσημα, κάτι ύποπτο συμβαίνει», είπε χαρακτηριστικά. Μάλιστα,
το προεδρείο του ΣΦΕΕ έχει στείλει εξώδικο στο υπουργείο Υγείας για την
καθυστέρηση αυτή, επισημαίνοντας ότι συνιστά παράβαση της εθνικής και
της κοινοτικής νομοθεσίας, που προβλέπουν ότι μέσα σε 90 μέρες από την
έγκριση ενός νέου φαρμάκου, πρέπει να έχει πάρει τιμή ώστε να
κυκλοφορήσει στο εμπόριο. Το όλο πρόβλημα έχει
μετατρέψει τους Έλληνες ασθενείς σε ευρωπαίους πολίτες Β’ κατηγορίας,
είπε από την πλευρά του ο αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ κ. Νίκος Κεφαλάς,
διευκρινίζοντας πως φάρμακα που ακόμα δεν έχουν διατεθεί στη χώρα μας,
βρίσκονται εδώ και καιρό στη διάθεση Γερμανών, Ολλανδών και άλλων
ασθενών της Βόρειας Ευρώπης. «Η ελληνική
πολιτεία έχει εξισώσει το λανσάρισμα νέων φαρμάκων με την επιβάρυνση της
δημόσιας δαπάνης. Αυτό είναι κοντόφθαλμο και λάθος», υποστήριξε,
εξηγώντας πως με την έγκαιρη αντιμετώπιση των σοβαρών νοσημάτων γλιτώνει
ο ασθενής σοβαρές επιπλοκές, για την αντιμετώπιση των οποίων το κόστος
είναι πολλαπλάσιο από αυτό του νέου φαρμάκου που θα χρειασθεί. Τα χρέη του ΕΟΠΥΥ Το προεδρείο του ΣΦΕΕ αναφέρθηκε επίσης εκτενώς στα χρέη προς τις φαρμακευτικές εταιρείες. Όπως
είπε ο αντιπρόεδρός του Κώστας Ευριπίδης, οι συνολικές οφειλές του
κράτους έχουν ξεπεράσει το 1,5 δισεκατομμύριο ευρώ, με το ΙΚΑ-ΕΟΠΥΥ να
χρωστά 550 εκατομμύρια που αντιστοιχούν σε τιμολόγια του τελευταίου
18μηνου, τα νοσοκομεία του ΕΣΥ να χρωστούν 850 εκατομμύρια και τα
στρατιωτικά νοσοκομεία να χρωστούν πάνω από 150 εκατομμύρια που αφορούν
τιμολόγια από το 2007. Ο κ. Ευριπίδης αναφέρθηκε
χαρακτηριστικά στην περίπτωση μίας φαρμακευτικής εταιρείας (σ.σ. δεν
την κατονόμασε) στην οποία το χρέος του κράτους αντιστοιχεί στο 10% του
1,5 δισεκατομμυρίου. Είπε ακόμα πως με το «κούρεμα» των ομολόγων οι φαρμακευτικές έχασαν ακόμα 1 δισεκατομμύριο ευρώ. Από
την πλευρά τους, οι κ.κ. Βασίλης Νειάδας, γενικός γραμματέας του ΣΦΕΕ,
και Πασχάλης Αποστολίδης, αντιπρόεδρος του ΣΦΕΕ, ανέφεραν πως θα πρέπει
να υπάρξει πλήρης χρηματοδότηση του ΕΟΠΥΥ ώστε να μπορέσει να
ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς τους προμηθευτές του ΕΣΥ, αλλά
και καθολική μηχανοργάνωση και μηχανογράφηση του συστήματος Υγείας στη
χώρα μας, ώστε να μπει οριστικά τάξη στα οικονομικά του. Το
προεδρείο του ΣΦΕΕ υποστήριξε, τέλος, πως με βάση πρόσφατη έκθεση του
ΕΟΠΥΥ, η φαρμακευτική δαπάνη στη χώρα μας βρίσκεται κατά το πρώτο
εξάμηνο του έτους εντός των στόχων του Μνημονίου για το 2012, ανερχόμενη
σε 1,44 δισεκατομμύρια ευρώ και με πρόβλεψη από τον ΕΟΠΥΥ για όλο το
έτος κάτω από 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ.
|