Οστεοπόρωση
Οστεοπόρωση: H σιωπηλή πανδημία του μέλλοντος
Η οστεοπόρωση αποτελεί σιωπηλή νόσο, της οποίας η συχνότητα εμφάνισης αυξάνεται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, καθώς εξελίσσεται χωρίς συμπτώματα, έως ότου εμφανιστεί κάποιο κάταγμα (σπάσιμο του οστού), το οποίο μπορεί να συμβεί ακόμη και με ήπιο τραυματισμό. Λέγοντας οστεοπόρωση εννοούμε τη νόσο του σκελετού που χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική πυκνότητα, με διαταραχή τόσο της ποσότητας όσο και της ποιότητας του οστού (διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής), σε τέτοιο βαθμό, ώστε να ελαττώνεται η αντοχή των οστών και να εμφανίζεται αυξημένος κίνδυνος καταγμάτων.
Πέρα από την εκτίμηση του κινδύνου για κάταγμα, υψίστης σημασίας στη διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι να διακρίνει κανείς εάν πρόκειται για τη λεγόμενη «δευτεροπαθή οστεοπόρωση», όπου υπάρχει κάποια άλλη σαφής αιτία, όπως, π.χ., υπερπαραθυρεοειδισμός, μεταστατική νεοπλασματική νόσος, η οποία ευθύνεται για την οστεοπόρωση και αν διορθωθεί θα διορθωθεί και η απώλεια της οστικής πυκνότητας. Επίσης, υπάρχει και η λεγόμενη «ιδιοπαθής (χωρίς προφανή αιτία) οστεοπόρωση», όπου δεν ανευρίσκεται σαφές αίτιο για τη νόσο. Η ιδιοπαθής οστεοπόρωση χωρίζεται παραδοσιακά σε δύο περαιτέρω τύπους: την οστεοπόρωση τύπου Ι και την οστεοπόρωση τύπου ΙΙ.
Η οστεοπόρωση τύπου Ι (postmenopausal- μετεμμηνοπαυσιακή) παρουσιάζεται σε γυναίκες άνω των 45 ετών και οφείλεται κυρίως στην ελάττωση των οιστρογόνων. Η οστεοπόρωση τύπου ΙΙ ή γεροντική (Senile) οφείλεται στη φυσιολογική γήρανση του σκελετού και σε χρόνια έλλειψη ασβεστίου. Εμφανίζεται μετά την ηλικία των 75 ετών. Εντούτοις, ολοένα και περισσότερο αναγνωρίζεται ότι υπάρχουν πολλαπλοί παθογενετικοί μηχανισμοί οι οποίοι αλληλεπιδρούν για την εξέλιξη της οστεοπόρωσης, ανεξαρτήτως ηλικίας.
Επιδημιολογικά στοιχεία και οικονομικά μεγέθη ως αποτέλεσμα των οστεοπορωτικών καταγμάτων
α οστεοπορωτικά κατάγματα συμβαίνουν συχνότερα στους σπονδύλους, στο κεντρικό μηριαίο και στο περιφερικό άκρο της κερκίδας (στο χέρι). Μπορεί να οδηγήσουν σε χρόνιο πόνο, βραχύχρονη ή και μακρόχρονη ανικανότητα στην κίνηση, αιμορραγία, θρομβοεμβολικά επεισόδια, ακόμη και θάνατο (χαρακτηριστικά, η θνητότητα μετά από κάταγμα του ισχίου στον πρώτο χρόνο είναι 12-25%). Επιπροσθέτως, αν ένας ασθενής υποστεί κάταγμα του ισχίου, έχει 2,5% μεγαλύτερη πιθανότητα για νέο κάταγμα στο μέλλον σε οποιοδήποτε σημείο. Περίπου 20% των καταγμάτων του ισχίου απαιτούν μακρά νοσηλεία και μόνο το 40% των ασθενών ανακτά το προ της κάκωσης επίπεδο ανεξαρτησίας τους.
Τα σπονδυλικά κατάγματα, αρχικά, μπορεί να μην γίνουν αντιληπτά, και να διαμαρτύρεται ο ασθενής για διάχυτους πόνους στη ράχη. Όμως μπορεί να σχετίζονται με πόνο, μυϊκή ατροφία, αλλαγή στη στάση του σώματος (κύφωση), απώλεια του ύψους του ατόμου. Επίσης, με την κύφωση εμποδίζεται η φυσιολογική δραστηριότητα των ατόμων, όπως το σκύψιμο και η δυνατότητα να φθάνουν αντικείμενα. Πολλαπλά κατάγματα θωρακικών σπονδύλων μπορεί να οδηγήσουν σε προβλήματα του αναπνευστικού, λόγω δυσχέρειας της φυσιολογικής λειτουργίας της αναπνοής.