- Ποιο είναι το πιο χαζό ψάρι; - Ο Χάνος...
- Πως λέγεται ένας κόκκορας που τρέχει-τρέχει, και μόλις δει τα δύσκολα σταματάει; - Κότα!
- Πως πέθανε ο τελευταίος Κύκλωπας ποδηλάτης; - Συνάντησε μία γυναίκα, και της έκλεισε το μάτι...
Ένα ζεστό και ηλιόλουστο καλοκαίρι, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας. Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», λέει στο μυρμήγκι. Το μυρμήγκι όμως σκέφτηκε πιο λογικά, και είπε από μέσα του ότι τον χειμώνα θα είναι στο σπιτάκι του με τις προμήθειές του ενώ ο τζίτζικας θα πεθαίνει από το κρύο. Έτσι αρνήθηκε ευγενικά. Την άλλη μέρα το πρωί, ενώ το μυρμήγκι κουρασμένο και καταϊδρωμένο κουβαλούσε, χωρίς να παραπονιέται, τις προμήθειές του για τον χειμώνα, ξανά-εμφανίζεται μπροστά του ο κυρ Τζίτζικας. Οδηγούσε ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο τζιπ και μαζί του ήτανε και πάλι δύο Σουηδέζες. Πίσω, είχε εξοπλισμό για τη θάλασσα καθώς και θαλάσσια σκι. «Έλα μαζί μας», ξαναείπε στο μυρμήγκι. Το μυρμήγκι όμως φανερά ενοχλημένο αρνήθηκε ξανά. Αυτή η ιστορία συνεχιζότανε για όλο το καλοκαίρι, και τα νεύρα του μυρμηγκιού είχαν σπάσει. Τελείωσε το καλοκαίρι, μπήκε το φθινόπωρο, ήρθε ο χειμώνας αλλά ούτε φωνή, ούτε ακρόαση από τον κυρ Τζίτζικα. Μια πολύ βαριά χειμωνιάτικη μέρα, ενώ έξω χιόνιζε και φυσούσε δυνατά, το μυρμήγκι καθότανε στο ζεστό του το σπιτάκι, μπροστά από το τζάκι του τρώγοντας κάστανα και ήταν ευτυχισμένο. Ξαφνικά ακούγονται τρία ξεψυχισμένα χτυπήματα στην πόρτα. Το μυρμήγκι κατάλαβε ότι ήταν ο κυρ Τζίτζικας και σκέφτηκε: «Τόσο καιρό ερχόσουνα με τις Σουηδέζες και πήγαινες για μπάνια ενώ εγώ δούλευα σαν το σκυλί έ; Τώρα θα σου δείξω εγώ όμως.» Ανοίγει την πόρτα και βλέπει μπροστά του τον κυρ Τζίτζικα, με το γούνινό του το παλτό, τα γάντια του και τον σκούφο του και πίσω βλέπει ένα πλήρως εκσυγχρονισμένο 4Χ4 Land Rover και μέσα δύο Σουηδέζες και πάλι. «Έλα μαζί μας για σκι» του προτείνει ο κυρ Τζίτζικας. «Ρε αϊ σιχτίρ, και αν δεις και τον Αίσωπο πες του να πάει να γαμηθεί»!
Ένα πρωινό στο δάσος, ξεφύτρωσε από το πουθενά ένα περίπτερο. Έκπληκτα τα ζώα σχολίαζαν το γεγονός: "Τι ωραία!! Τώρα θα παίρνουμε τσιγαράκια από δω, καφεδάκια, κρουασάν, ο,τι γουστάρουμε, δε θα χρειάζεται να τρέχουμε στην πόλη" και τέτοια. Έφτιαξαν λοιπόν μια σειρά όλα, μόλις ξημέρωσε. Έρχεται και ο λαγός λοιπόν, πάει προς τα κει, και πάει να περάσει μπρος. - Που πας ρε λαγέ; Μάγκας είσαι; Δε βλέπεις ολόκληρη ουρά; του λέει η αλεπού και του δίνει ένα φούσκο και τον ξαπλώνει κάτω. Χωρίς να πτοείται ο λαγός σηκώνεται, ξεσκονίζεται και πάει να περάσει εμπρός. - Που πας ρε κωλόπαιδο; Εμείς τι είμαστε; Μαλάκες; του λέει ο έλαφος και του δίνει τρεις-τέσσερις μπουνιές, πηδάει πάνω του και τον ποδοπατάει. Φανερά τραυματισμένος, γεμάτος αίματα, μπουσουλώντας, δεν το βάζει κάτω ο λαγός. Πάει να ξαναπεράσει. - Που πας ρε; ακούγεται η αρκούδα. Τον αρπάζει, τον κοπανάει και αυτή. Κρατώντας τον λαγό η αρκούδα, σφίγγει τον λαιμό του, προσπαθώντας να τον πνίξει. Βάζει τότε τα δυνατά του ο λαγός και λέει καταβεβλημένος και παρακαλώντας: - Αφήστε με, βρε μαλάκες, να ανοίξω το μαγαζί...
- Τι είναι αυτό που έχει καβούκι και λέει "γεια"; - Hello-na!!!
- Γιατί η γάτα μαθαίνει υπολογιστή; - Για να πιάσει το ποντίκι!
Μπαίνει ένα άλογο σε ένα φούρνο και ζητάει μια φραντζόλα ψωμί. Το βλέπει ο φούρναρης και δεν πιστεύει στα μάτια του. - Μμμμααα εεεσσσύύύύύ είσαι άλογο!!! λέει τρομαγμένος. - Και τι έγινε ρε φίλε, σου χαλάω το μάτι; Ο φούρναρης του δίνει το ψωμι και φεύγει, αλλά ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει τι είδε. Μετά από ένα λεπτό επιστρέφει το άλογο και λέει: - Ρε φιλε, μήπως έχεις μια σακούλα, γιατί είμαι με το μηχανάκι...
|