Μια φήμη κυκλοφορεί στο δάσος ότι μια αγριεμένη αρκούδα έχει κάνει μια λίστα στην οποία έχει βάλει όλα τα ζώα τα οποία πρόκειται να κατασπαράξει. Έντρομα τα ζώα αρχίζουν και πανικοβάλλουν το ένα το άλλο. Οι μέρες περνάνε, οι επιθέσεις ακόμα δεν έχουν ξεκινήσει και τα νεύρα όλων των ζώων έχουν σπάσει. Κάποια από αυτά δεν θέλουν να ζουν πλέον με την αβεβαιότητα και παίρνουν την απόφαση να πάνε στην αρκούδα. Πάει πρώτα η αλεπού: - Αρκούδα, έμαθα ότι έχεις μια λίστα με τα ζώα που θα κατασπαράξεις. Είναι αλήθεια; - Ναι, έτσι είναι, απαντάει η αρκούδα. - Δεν μου λες κάτι; Κάνε μου μια χάρη. Δεν μπορώ να ζω άλλο με την αβεβαιότητα. Είσαι πιο δυνατή, το ξέρω, αλλά τουλάχιστον θα μου πεις αν είμαι κι εγώ στη λίστα; - Για κάτσε να τσεκάρω... Αλφα, αλεπού, ναι, μέσα είσαι. - Αμάν, γαμώτο, τι ατυχία είναι να τελειώσω έτσι. Ας το κάνεις γρήγορα. Χραπ, της τρώει το κεφάλι, πάει η αλεπού. Πάει μετά ο σκύλος και λέει στην αρκούδα: - Πες μου αν έχεις και μένα στη λίστα. Κοιτάει η αρκούδα... - Π, ρ, σ, σκύλος, μέσα είσαι, φίλε. - Όχι, ρε γαμώτο, εγώ που έχω τρομάξει τόσες γάτες να πεθάνω από μια αρκούδα; Δεν θέλω να ταπεινωθώ μπροστά στους άλλους. Ο,τι είναι να κάνεις κάν' το τώρα. Παπ, με μια δαγκωνιά πάει και ο σκύλος. Μπαίνει μετά ο λαγός... - Αρκούδα, κυκλοφορεί η φήμη και το ξέρουμε όλοι. Ας τελειώνει εδώ η ιστορία. Είμαι κι εγώ στη λίστα; - Ι, κ, λ, ναι, είσαι. - Να σου πω κάτι, μπορείς να με σβήσεις; - Ναι, αμέ, και τον σβήνει.
- Που έχει το πέος ο αστακός; - Στο λογαριασμό!!
- Πως λέγονται οι λύκοι που πίνουν FANTA;;; - Φανταριλίκι...
Δύο αγελάδες συζητούν. Λέει η μία: - Καλά ρε συ, έχεις ακούσει γι' αυτό πού λένε για τις τρελλές αγελάδες; Έχω τρομάξει πολύ ρε γαμώτο! Σκέφτεσαι να κολλήσουμε και τέτοια; Και απαντάει η άλλη: - Και τι μου τα λες εμένα; Εγώ έτσι και αλλιώς πάπια είμαι...
- Τι κάνει μία πυγολαμπίδα πάνω σε μία άλλη; - Της αλλάζει τα φώτα...
Κάποτε ένας χωρικός αγόρασε πέντε αγελάδες, να παίρνει το γάλα της ημέρας του και να βγάζει και το κατιτίς του από ότι θα περίσσευε. Από τότε όμως που τις πήρε δεν είδε ούτε σταγόνα γάλα. Είδε κι απόειδε ο χριστιανός και παίρνει τηλέφωνο τον κτηνίατρο στο κεφαλοχώρι: - Δεν κατεβάζουν οι τσούπρες μου γάλα γιατρέ μου. Τι να τις κάνω; Για φιγούρα θα τις έχω; - Βρε χαζέ, του λέει ο γιατρός, πως να κατεβάσουν γάλα άμα δεν έχουνε πιάσει παιδί; Πήγαινέ τις στο ταύρο να τις γκαστρώσει και θα δεις που θα 'χεις μπόλικο γάλα. - Τώρα μάλιστα! Τη κάτσαμε τη βάρκα, λέει απελπισμένος ο χωρικός. Εδώ δεν υπάρχει ταύρος σε ακτίνα πολλών χιλιομέτρων. - Ε τότε δεν σου μένει παρά να τις γκαστρώσεις εσύ, του απαντά με πολύ φυσικό τρόπο ο γιατρός. Φόρτωσέ τις στο φορτηγό σου πρωί πρωί, πήγαινέ τις στο βουνό, διάβασε κανένα πορνοπεριοδικό και δώσε τις να καταλάβουν !! - Τι λες μωρέ γιατρέ; διαμαρτύρεται ο φουκαράς ο χωρικός, θα πηδάω τα γελάδια μου; Για ποιον με πέρασες; Ο γιατρός τσαντίζεται και τον αποπαίρνει: - ’κου να δεις, άμα δεν μπορείς να το κάνεις κακό του κεφαλιού σου. Καλύτερα πέτα τις! Δεν είναι και τόσο φοβερό ρε παιδί μου. Δοκίμασε αύριο το πρωί και θα με ευγνωμονείς. Μόλις τις ξαναφέρεις, παρατήρησε τη συμπεριφορά τους. ’μα πιάσει από ένα δένδρο η κάθε μία και βόσκει με σκυμμένο το κεφάλι, η δουλειά πέτυχε, ενώ άμα κοιτάνε σα χαζές δεξιά και αριστερά, πρέπει την άλλη μέρα να τις ξαναπηδήξεις μέχρι να πιάσουν. "Μ' ένα πούστη που μπλέξαμε" σκέφτεται ο χωρικός, αλλά τι να κάνει, την άλλη μέρα το πρωί, φορτώνει τις αγελάδες στο φορτηγάκι, τις πάει στο βουνό, χτυπάει και δύο Viagra και αρχίζει το "τι σου κάνω μάτια μου" Κάποτε, τελειώνει το θεάρεστο έργο του και ξαναγυρνάει στο σπίτι του μαζί με το τετράποδο χαρέμι του. Με πολλή αγωνία αρχίζει να παρακολουθεί τις κινήσεις των ζωντανών, αλλά δυστυχώς οι αγελάδες χαζεύουν δεξιά κι αριστερά και με κάθε τρόπο δείχνουν ότι οι βολές ήτανε άσφαιρες. Αναγκαστικά, την άλλη μέρα νωρίς-νωρίς το πρωί, η μοναξιά του κτηνοβάτη συνεχίζεται. Τι την Ορνέλα Μούτι φαντασίωνε, τι τη γειτόνισσα, τι τη φουρνάρισσα, τελικά κακήν κακώς τα κατάφερε να ολοκληρώσει για μια ακόμη φορά την πρωινή του ηδυπάθεια και πτώμα στη κυριολεξία να ξαναγυρίσει στο σπίτι του. Μάταια όμως και πάλι, γιατί η αγελάδες εξακολουθούσαν να έχουν το χαζοβιολέ στυλ και να τον δαιμονίζουν. Η δουλειά αυτή συνεχίστηκε για άλλη μια μέρα, οπότε ο άνθρωπος είχε ρέψει στα πόδια του πια και τεζάρισε στο κρεβάτι όπου κοιμήθηκε για 24 ώρες σχεδόν. Ξυπνώντας το άλλο πρωί, λέει στη γυναίκα του: - Κοίταξε βρε Κρουστάλλω μου, τι κάνουν αυτές οι αναθεματισμένες. Είναι κάτω από ένα δένδρο ή κοιτάνε σα χαζές δεξιά κι αριστερά; - Δεν ξέρω τι μ' λες εσύ Μήτρο μ', αλλά αυτές έχουν ανέβει στο φορτηγάκι και σε περιμένουνε. Η μία μάλιστα κορνάρει...
|