Δυσλειτουργία του πεπτικού συστήματος: Δυσκοιλιότητα
Χρόνια δυσκοιλιότητα
Η δυσκοιλιότητα είναι πολυσυμπτωματική διαταραχή που, γενικά, αναφέρεται στη δυσκολία αφοδεύσεως, δηλαδή αποβολής των κοπράνων. Οι περισσότεροι ασθενείς που παραπονιούνται για δυσκοιλιότητα αντιλαμβάνονται το πρόβλημα είτε ως διαταραχή του αριθμού των κενώσεων, είτε ως δυσκολία αποβολής των κοπράνων και επαρκούς κενώσεως του εντέρου. Υπάρχουν συγκεκριμένα κριτήρια βάσει των οποίων ένας γιατρός θα ονομάσει τον ασθενή του δυσκοίλιο.
Εάν, για παράδειγμα, ένα άτομο έχει μία κένωση την εβδομάδα, αλλά είναι σε θέση να κενώσει εύκολα και ικανοποιητικά το έντερό του, τότε αυτός θα θεωρηθεί δυσκοίλιος; Κατά τον ίδιο τρόπο, εάν ένα άτομο καταναλώνει τροφές χαμηλού υπολείμματος (δηλαδή μικρή ή αμελητέα ποσότητα φυτικών ινών) και, επομένως, δεν έχει συχνές κενώσεις γιατί απλώς σχηματίζεται μικρότερη μάζα κοπράνων, τότε θα θεωρηθεί παθολογική η κατάστασή του; Πολλοί, λοιπόν, προσέρχονται στον γιατρό θεωρώντας τον εαυτό τους πάσχοντα, για να πάρουν την απάντηση ότι δεν έχουν δυσκοιλιότητα και να μείνουν ήσυχοι.
Σε μια πληθυσμιακή μελέτη στον Καναδά διαπιστώθηκε ότι το 14,9% των συμμετεχόντων έπασχε από δυσκοιλιότητα, με βάση τα ιατρικά κριτήρια διάγνωσης της διαταραχής, ενώ το ποσοστό των ατόμων που θεωρούσαν τους εαυτούς τους δυσκοίλιους ήταν 27,2%. Η διαφορά έγκειται στο ότι κάποια άτομα έχουν εντονότερη αντίληψη των σωματικών τους λειτουργιών ή συμπτωμάτων, ενώ πολλοί άνθρωποι εμφανίζουν πρόσκαιρα κάποια στιγμή στη ζωή τους δυσκοιλιότητα, η οποία αυτοπεριορίζεται και δεν έχει ιδιαίτερες συνέπειες.
Ο γιατρός που καλείται να βοηθήσει θεραπευτικά έχει την υποχρέωση πρώτα να διευκρινίσει και να καθορίσει εάν τα συγκεκριμένα συμπτώματα δυσκοιλιότητας αφορούν οργανική νόσο ή λειτουργική διαταραχή του γαστρεντερικού σωλήνα. Με τον όρο οργανική νόσο εννοούμε την ύπαρξη ανατομικής, μεταβολικής, ενδοκρινικής ή νευρολογικής διαταραχής που μπορεί να οδηγήσει σε συμπτώματα δυσκοιλιότητας. Εάν τα παραπάνω αποκλειστούν, τότε θα αναζητηθεί από τον γιατρό το ενδεχόμενο ύπαρξης της χρονίας λειτουργικής δυσκοιλιότητας, η οποία έχει καλοήθη χαρακτήρα, με την έννοια ότι δεν οφείλεται σε καρκίνο ή άλλη βαριά πάθηση και δεν πρόκειται να επηρεάσει το προσδόκιμο επιβίωσης.
Η χρονία λειτουργική δυσκοιλιότητα καθορίζεται με βάση τα κοινώς αποδεκτά κριτήρια μιας διεθνούς επιτροπής
γιατρών εμπειρογνωμόνων, τα οποία ονομάζονται Kριτήρια της Ρώμης ΙΙΙ. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η παρουσία δύο τουλάχιστον εκ των παρακάτω συμπτωμάτων για πάνω από το 1/4 των κενώσεων, τους τρεις τελευταίους μήνες, και έναρξη συμπτωμάτων το τελευταίο εξάμηνο:
- Έντονη προσπάθεια κατά την αφόδευση
- Σκληρά κόπρανα
- Αίσθημα ατελούς αφόδευσης
- Αίσθημα απόφραξης χαμηλά στον πρωκτό
- Δακτυλικοί χειρισμοί για την υποβοήθηση της αφόδευσης
- Λιγότερες από τρεις κενώσεις την εβδομάδα
- Απουσία συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου και μαλακά κόπρανα