Μια φορά ήταν μία κυρία που είχε ένα γατάκι... Κατα λάθος το γατάκι κρύφτηκε στην κατάψυξη και το βρίσκει η κυρία παγωμένο. Παίρνει λοιπόν τηλέφωνο τον κτηνίατρο. - Ναι, γεια σας! Το γατάκι μου μπήκε μέσα στην καταψυξη και έχει παγώσει! Τί μπορώ να κάνω; - Να του δώσετε βενζίνη, να ζεσταθεί... Δίνει η κυρία στο γατάκι βενζίνη, και αυτό αρχίζει να τρέχει, να σκίζει τις κουρτίνες, να σκίζει τους καναπέδες, και μετά ξαφνικά πέφτει και πεθαίνει. - Βρε άντρα μου, ρωτάει η κυρία, τί λες να έπαθε το γατάκι; - Του τελείωσε η βενζίνη!
Ο Γιώργης ζει σε ένα χωριό και αποφασιζει να βαλει δορυφορικο πιατο. Κατεβαίνει στην πόλη για να αγοράσει ένα. Πάει λοιπόν στην πόλη, το αγοράζει, επιστρέφει στο χωριό, το εγκαθιστά στην ταράτσα του, αλλά σκέφτεται: "Πωπώ, αν μάθουν στο χωριό ότι πιάνω δορυφορική τηλεόραση θα έρχονται συνέχεια να βλέπουν σπίτι μου και θα με πρήξουν. Καλύτερα να κάνω ένα τοιχάκι γύρω του, για να μην βλέπουν τί υπάρχει στην ταράτσα μου." Χτίζει το τοιχάκι. Την άλλη μέρα περνά ένας χωριανός, βλέπει το τοιχάκι και ρωτάει. - Ρε Γιώργη, τί είναι αυτό το τοιχάκι που έχεις βάλει στην ταράτσα σου; - Α, αγόρασα έναν σκύλο, αλλά επειδή είναι πολύ μεγάλος και άγριος τον έχω περιφράξει για να έχω το κεφάλι μου ήσυχο. Φεύγει ο χωριάτης, το λέει στους χωριανούς, και θέλουν όλοι να δουν τον σκύλο. Μία μέρα ο Γιώργης κατεβαίνει στην πόλη πάλι, πάνε οι χωριανοί, και ανεβαίνει ένας στην ταράτσα να δει τί έχει τελικά αυτό το τοιχάκι μέσα. Ρίχνει αυτός μία ματιά και κατεβαίνει τρέχοντας. - Τί έγινε ρε; Τί είδες; Τί έχει μέσα το τοιχάκι; - Τί να σας πω ρε παιδιά! Πρέπει να είναι τεράστιος. Δεν ήταν ο σκύλος μέσα, αλλά είδα το πιάτο που ΤΡΩΕΙ!
Ένα ζευγάρι είναι στο κρεββάτι και προσπαθούν να κοιμηθούν, αλλά ο σκύλος του γείτονα γαβγίζει συνέχεια. Η γυναίκα ζητάει από τον άνδρα να κάνει κάτι. Ο άνδρας σηκώνεται, ντύνεται και πάει στο διπλανό σπίτι. Γυρίζει 30 λεπτά αργότερα και ξαναξαπλώνει στο κρεβάτι. Μια και ο σκύλος εξακολουθεί να γαβγίζει ακατάπαυστα, η γυναίκα γυρνάει και τον ρωτάει: - Μα νόμιζα ότι θα έκανες κάτι για τον σκύλο! - Έκανα. Τον έβαλα στην δική μας αυλή. Να δούμε, θα τους αρέσει;
- Ασε, Τάκη, δε μπορώ άλλο. Θα το δώσω το σκύλο! - Γιατί βρε Μιχάλη; Εσένα σου αρέσουν τα σκυλιά. - Μου αρέσουν, αλλά αυτός με έχει εκνευρίσει. - Γιατί τι σου κάνει; - Μου λέει ψέματα! - Έλα, βρε. Μη με κοροϊδεύεις. - Αλήθεια σου λέω. Δε με πιστεύεις; Κάτσε να το φωνάξω. Τζακ! Έλα εδώ. Για πες μου πώς κάνουν οι γάτες; - Γουφ, γουφ! - Είδες;
Κάποιος Τζιράκης από το χωριό Αβρακόντε Λασιθίου κρατείται στις φυλακές Αλικαρνασσού Ηρακλείου για κλοπή αιγοπροβάτων και προς σ' αυτό φωνάζει ένα δικηγόρο και του λέει ικετευτικά: - Σώσε με, κύριε δικηγόρε, και εγώ ό,τι θες. - Η υπόθεσή σας είναι δύσκολη, του απαντά ο δικηγόρος, όμως με δέκα χιλιάδες ευρώ και αν κάνεις ό,τι σου πω, θα αθωωθείς σίγουρα. Συμφωνείς ή όχι; - Συμφωνώ απόλυτα, απαντά ο Τζιράκης. - Λοιπόν, αύριο που θα γίνει το δικαστήριο, ό,τι σε ρωτά ο πρόεδρος του δικαστηρίου, εσύ θα απαντάς "μπεεε" και άφησε τα υπόλοιπα σε μένα, εντάξει; - Συμφωνώ απόλυτα, απαντά και πάλι ο Τζιράκης.
Την επόμενη γίνεται το δικαστήριο και ο πρόεδρος του δικαστηρίου ρωτά τον Τζιράκη: - Πώς λέγεσαι κατηγορούμενε; - Μπεεε, φωνάζει ο Τζιράκης. Ο πρόεδρος χαμογελάει, παίρνοντας την απάντηση του κατηγορούμενου ως αστείο, χάρη της κλοπής των αιγοπροβάτων, και λέει και πάλι στον κατηγορούμενο: - Κατηγορούμενε, βάλε το χέρι σου στο Ευαγγέλιο και πες "ορκίζομαι να πω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια σε ότι με ρωτά το δικαστήριο". - Μπεεε, φωνάζει ο Τζιράκης. - Κατηγορούμενε, τι είναι αυτά που λες, θα σε κλείσω στη φυλακή! οδύρεται ο πρόεδρος. - Μπεεε, φωνάζει ο Τζιράκης.
Μετά από πολλά "μπεεε" ο πρόεδρος του δικαστηρίου λέει στον εισαγγελέα και στους αστυνομικούς: - Κύριε εισαγγελεύς, ο άνθρωπος αυτός είναι τρελός και συνεπώς αθώος, αστυνομικοί πάρτε τον από εδώ! Μετά από αυτό ο δικηγόρος φωνάζει τον Τζιράκη κατά μέρος και του λέει θριαμβευτικά: - Με παραδέχεσαι κ. Τζιράκη; Σε αθώωσα. Δώσε μου τώρα ό,τι συμφωνήσαμε και όποτε με χρειασθείς εδώ είμαι. Και ο Τζιράκης του απαντά: - Μπεεε!
Ένα λιοντάρι βλέπει ένα μυρμήγκι να τρέχει σαν παλαβό. Απορημένο, το σταματάει και το ρωτάει: - Τι έπαθες και τρέχεις έτσι; - Μα καλά, του απαντάει εκείνο, δεν τα έμαθες; Τράκαραν δυο ελέφαντες και πάω να δώσω αίμα.
Εκεί που η μαϊμού τρώει ανέμελη την μπανάνα της βλέπει να πλησιάζει το λιοντάρι προς το μέρος της. Πανικόβλητη ανεβαίνει επάνω στο δέντρο και φτάνοντας το λιοντάρι της λέει: - Μαϊμού, κατέβα να παίξουμε λίγο, έχω φάει ένα ζαρκάδι και θέλω να χωνέψω. - Παλάβωσες; ρωτάει η μαϊμού. Αν κατέβω θα με φάς. Τρελή είμαι; - Δεν θα σε φάω μωρέ μαϊμού, αφού σου λέω, μόλις έφαγα και θέλω να χωνέψω. Αντε κατέβα απο κει να παίξουμε! - Θα κατέβω μόνο αν δέσεις τα πόδια σου, λέει η μαϊμού. - Εντάξει θα τα δέσω. Δένει το λιοντάρι τα πόδια του και κατεβαίνει η μαϊμού και το γα... Πάνω στο ζόρι του το λιοντάρι λύνεται και ορμάει στη μαϊμού. Τρέχει μπροστά η μαϊμού απο πίσω το λιοντάρι. Τρέχουν τρέχουν μπαίνουν σε ένα χωριό βλέπει η μαϊμού ένα περίπτερο μπαίνει μέσα παίρνει μια εφημερίδα και την ανοίγει. Έρχεται το λιοντάρι στο περίπτερο και την ρωτάει: - Μήπως είδατε μια μαϊμού να περνάει απο δώ; - Ποιά αυτή που γα.... το λιοντάρι; - Όχι ρε γαμώτο! Το έγραψαν κι οι εφημερίδες;;;
Ο Μπόμπος ρωτάει τον πατέρα του: - Μπαμπά, γιατί είσαι χορτοφάγος; - Γιατί αγαπάω τα ζώα. Και ο Μπόμπος: - Ναί, αλλά αν φάμε εμείς όλα τα χόρτα, τι θα έχουν τα ζώα να τρώνε;
|