Β' ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΕΙΣ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΙΝ
1. Η Δύναμις θά αποτελήται εκ στρατευμάτων χωρών του ΝΑΤΟ αλλ' η εγκατάστασις καί λειτουργία αυτής δέν θα τελή υπό τόν έλεγχον τού ΝΑΤΟ.
2. Η Δύναμις θά ενισχύση τά Βρετανικά στρατεύματα, άτινα ασχολούνται μέ τήν τήρησιν τού νόμου καί τής τάξεως εις την Νήσον βάσει τής προτάσεως τών Εγγυητριών Δυνάμεων ήτις εγένετο δεκτή υπό τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου καί τού Δρος Κουτσιούκ τήν 26ην Δεκεμβρίου 1963. Η Δύναμις θά τελή υπό βρετανικήν Διοίκησιν.
3. Ο διοικητής τής Δυνάμεως θά λαμβάνη πολιτικήν καθοδήγησιν από Επιτροπήν Πρεσβευτών μετεχουσών χωρών, εδρεύουσαν εν Λονδίνω.
4. Το ύψος τής Δυνάμεως πρέπει νά είναι ανάλογο πρός τήν αποστολήν αυτής καί ουχί κάτω τών 10.000 ανδρών.
5. Το Ελληνικόν καί τό Τουρκικόν απόσπασμα, τα οποία ευρίσκονται σήμερον είς τήν Νήσον (ΕΛ.ΔΥ.Κ. καί ΤΟΥΡ.ΔΥ.Κ.) θά αποτελέσουν μέρος τής Δυνάμεως. Ουδέν τούτων θά αυξηθή.
6. Θά ζητηθή από όσον τό δυνατόν περισσοτέρας χώρας τού ΝΑΤΟ νά μετάσχουν εις τήν Ειρηνευτικήν Δύναμιν.
Το σχέδιο αυτό δε διέφερε, στην ουσία, από τη βρετανική πρόταση που είχε κατατεθεί στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου. Και πάλι όλες οι πρωτοβουλίες αφήνοντο στο ΝΑΤΟ ενώ δεν υπήρχε ο,τιδήποτε που να επιβεβαιώνει τήν ύπαρξη της Κύπρου ως ανεξαρτήτου κράτους. Τούτο ευνοούσε φυσικά τις τουρκικές θέσεις και ο Τζώρτζ Μπωλ βρήκε θετική, έναντί του, ανταπόκριση στην Αγκυρα και - παραδόξως - στην Αθήνα. Ετσι, ενώ με το σχέδιο αυτό συμφωνούσαν η Ελλάς, η Τουρκία, η Μεγάλη Βρετανία, οι Η.Π.Α. και, βεβαίως, οι Τουρκοκύπριοι, ο Μακάριος το απέρριψε. Ωστόσο πρέπει να σημειωθεί ότι και η ελληνική (υπηρεσιακή ακόμη) κυβέρνηση, ανακοινώνοντας την "κατ' αρχήν" αποδοχήν αυτού του σχεδίου, είχε επισημάνει ότι τούτο φαίνεται να αγνοή τήν ύπαρξιν τού ανεξαρτήτου κράτους τής Κύπρου και είχε εισηγηθεί κάποιες τροποποιήσεις προς διόρθωση αυτού του σημείου, είχε δε προτείνει και κάποιες περαιτέρω διευκρινίσεις.
Ο Τζώρτζ Μπωλ απέτυχε να εξασφαλίσει από τον Μακάριο την έγκριση του αμερικανοβρετανικού αυτού σχεδίου και αναχώρησε από τη Λευκωσία όχι μόνο απογοητευμένος αλλά και με ένα προσωπικό μίσος έναντι του Κυπρίου προέδρου τον οποίο ονόμαζε στος εξής "γιο της σκύλλας". Αργότερα μάλιστα (το 1969) σε ένα συνέδριο ο Μπωλ υποστήριξε ότι ο Μακάριος θα έπρεπε να εξουδετερωθεί [ να σκοτωθεί] "πριν συμβεί οτιδήποτε στην Κύπρο".
Οι Βρετανοί και αμερικανοί είχαν επιστρατεύσει και πολλούς άλλους και προσπάθησαν να πείσουν τον Μακάριο να δεχθεί το σχέδιό τους. Ο Κύπριος πρόεδρος βομβαρδιζόταν καθημερινά, εκείνες τις ημέρες από τηλεφωνήματα και μηνύματα. Μεταξύ πολλών άλλων, του τηλεφώνησαν ο πρωθυπυργός και ο υπουργός των Εξωτερικών της Ελλάδος, η βασίλισσα της Ελλάδος Φρειδερίκη, ακόμη και ο Οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας από την Κωνσταντινούπολη, που φοβόταν νέες επιθέσεις των Τούρκων κατά των εκεί Ελλήνων και του ιδίου του Πατριαρχείου. Εγιναν διαβήματα και από άλλους πολλούς, από τη Δύση, ενώ ο Τζώρτζ Μπωλ εξόρκιζε τον Μακάριο, όπως είπε αργότερα ο ίδιος, να μη μετατρέψει "το όμορφο νησί" (την Κύπρο) "σε ιδιωτικό του σφαγείο". Ωστόσο ο "γιος της σκύλλας" παρέμενε ανυποχώρητος, πράγμα που προκαλούσε όλο και μεγαλύτερη ανησυχία στους δυτικούς - ιδίως όταν επληροφορούντο ότι από τη Μόσχα ο Νικήτα Κρούστσεφ έστελλε ενθαρρυντικά μηνύματα στη Λευκωσία. Μάλιστα ο Κρούστσεφ έστελλε και ένα μήνυμα στην Αγκυρα, με το οποίο προειδοποιούσε ότι, σε περίπτωση επέμβασης της Τουρκίας στην Κύπρο, η Σοβιετική Ενωση δεν επρόκειτο να παραμείνει αδιάφορη!
(Φυσικά η Σοβιετική Ενωση ήταν πολύ δύσκολο να ανεχθεί την επιβολή της παρουσίας του ΝΑΤΟ στην Κύπρο, για δικούς της στρατηγικούς λόγους) έτσι, η τυχόν κλιμάκωση της κρίσης στην Κύπρο θα είχε, ενδεχομένως, ευρύτερες και ιδιαίτερα σοβαρές επιπτώσεις, πέρα από μια ελληνοτουρκική αντιπαράθεση (χώρες όπως η Αίγυπτος και η Συρία δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν αμέτοχες όταν μάλιστα η σοβιετική επιρροή σ' αυτές ήταν αυξημένη (κανένας δε θα μπορούσε να προβλέψει την έκταση και τη σοβαρότητα των γεγονότων που ήταν δυνατό να ακολουθήσουν).
Ο Μακάριος, αντεπιτιθέμενος, προσέφυγε ήδη στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών του οποίου ο τότε γενικός γραμματέας, ο Ου Θαντ από τη Βιρμανία, είδε από την αρχή ορθά το Κυπριακό ζήτημα. Στη Νέα Υόρκη εστάλη ο υπουργός των Εξωτερικών της Κύπρου Σπύρος Κυπριανού για υποστήριξη της κυπριακής προσφυγής σε συνεργασία και με την ελληνική αντιπροσωπεία. Εν τούτοις, η Ελλάς (ζώντας σε προεκλογική περίοδο) δεν ήταν - πάλι! - σε θέση να προσφέρει αποτελεσματική βοήθεια, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούσαν με καταβαράθρωση της κυπριακής προσφυγής υποστηρίζοντας ότι δεν έπρεπε να αναμιχθεί ο Ο.Η.Ε. στο Κυπριακό. Οπως σημειώνει ο τότε αντιπρόσωπος της Ελλάδος στον Ο.Η.Ε Δημήτρης Μπίτσιος (Κρίσιμες ώρες, σ. 146) :. ..Από τάς Αθήνας δέν είχα καμμίαν ενθάρρυνση. Η υπηρεσιακή κυβέρνηση, χωρίς να χαράζει δική της γραμμή πορείας, απέκλινε πρός τήν αμερικανική άποψη ότι έπρεπε να αποφευχθεί η ανάμιξη του Ο.Η.Ε στην φάση εκείνη του Κυπριακού. Οι οδηγίες μου στην περίπτωση που, ωστόσο, θα συνεζητείτο το ζήτημα από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ήταν ότι η συμμετοχή μου έπρεπε να περιορισθεί στα όρια του "απαραιτήτως χρησίμου"...
Στο μεταξύ, με πρωτοστάτη την Τουρκία, η ύπαρξη του ανεξάρτητου κυπριακού κράτους ετέθη υπό αμφισβήτηση. Η αμφισβήτηση δε αυτή αντικατοπτριζόταν και στη βρετανική πρόταση που είχε κατατεθεί στην πενταμερή διάσκεψη του Λονδίνου και στο αμερικανοβρετανικό σχέδιο ειρηνεύσεως. Προκειμένου να επιτύχει τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και να αποδείξει ότι οι Ελληνες και οι Τούρκοι του νησιού ήταν αδύνατο να συμβιώσουν, η Αγκυρα διέταξε τους Τουρκοκυπρίους να μη συμμετέχουν πλέον στη διακυβέρνηση του τόπου και να διακόψουν κάθε είδους συνεργασία με τους Ελληνοκυπρίους. Η εντολή εφαρμόστηκε αμέσως μέσω της υπό τον Ραούφ Ντεκτάς δυναμικής εξτρεμιστικής παρατάξεως των Τουρκοκυπρίων που επέβαλε, ακόμη και με την ωμή βία και με το έγκλημα, τις θελήσεις της επί των συμπατριωτών της. Οι Τουρκοκύπριοι, θέλοντας και μη, αναγκάστηκαν να υπακούσουν: ο αντιπρόεδρος του κράτους Κουτσιούκ διέκοψε τη συνεργασία του με το Μακάριο (οι τρεις Τούρκοι υπουργοί αποχώρησαν από την κυβέρνηση, οι 15 Τούρκοι βουλευτές απεχώρησαν από τη Βουλή. Ολοι οι Τούρκοι Δημόσιοι Υπάλληλοι απεχώρησαν από τις εργασίες τους, περιλαμβανομένων των αστυνομικών και των ανδρών του κυπριακού στρατού. Γενικότερα, οι Τουρκοκύπριοι (όπως εξ άλλου και η Τουρκία) έπαυσαν να αναγνωρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ακόμη περισσότερο, οι Τουρκοκύπριοι αυτοεγκλωβίστηκαν στις συνοικίες τους, στις πέντε πόλεις του νησιού (Λευκωσία, Λεμεσό, Αμμόχωστο, Λάρνακα και Πάφο) καθώς και στα κυριότερα και μεγαλύτερα από τα χωριά τους, δημιουργώντας έτσι μια σειρά από θυλάκους σε ολόκληρο το νησί. Σε μεγάλα αμιγώς τουρκικά χωριά αναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να μετακινηθούν και να εγκατασταθούν οι Τουρκοκύπριοι από άλλα χωριά στα οποία πλειοψηφούσε το ελληνικό στοιχείο(πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια και τις περιουσίες τους, ακόμη και ολόκληρα χωριά, προσφυγοποιήθηκαν θέλοντας και μη, προκειμένου να επιτύχουν τον πληθυσμιακό διαχωρισμό.
Ο πληθυσμιακός αυτός διαχωρισμός ήταν μέρος του όλου τουρκικού σχεδίου διχοτομήσεως της Κύπρου. Ενός σχεδίου που είχε εκπονηθεί αρκετά πριν αρχίσουν οι ένοπλες συγκρούσεις. Σε ένα επίσημο τουρκικό έγγραφο, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 (δυο και πλέον μήνες πριν υποβληθούν από τον Μακάριο οι προτάσεις από 13 σημεία για αναθεώρηση του Συντάγματος) γινόταν λόγος σε σχέδιο συγκέντρωσης του τουρκοκυπριακού πληθυσμού σε μια συμπαγή περιοχή προτού αρχίσει η μάχη!
Ο αυτοεγκλωβισμός των τουρκοκυπρίων σε μια σειρά από θυλάκους, στους οποίους ήταν αδύνατο να εφαρμοσθούν οι εξουσίες και οι νόμοι του Κυπριακού κράτους, απετέλεσε ουσιαστικό βήμα προς τη διχοτόμηση. Στους θυλάκους αυτούς οι Τουρκοκύπριοι ήσαν ένοπλοι. Είχαν στήσει οδοφράγματα και φυλάκια, είχαν δημιουργήσει στρατιωτικά οχυρά, είχαν ανασκάψει αναχώματα, είχαν οχυρωθεί. Οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούσαν να εισέλθουν στις περιοχές αυτές, όπου την εξουσία ασκούσαν οι εξτρεμιστές ηγέτες των Τουρκοκυπρίων. Μ' αυτούς ευρίσκετο εξ άλλου σε μόνιμη επαφή και η πρεσβεία της Τουρκίας στη Λευκωσία, που και αυτή διέκοψε κάθε επαφή με την κυβέρνηση της Κύπρου.
Στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών διεξαγόταν, στο μεταξύ, ένας σκληρός παρασκηνιακός αγώνας. Υστερα από διαβουλεύσεις, ο γενικός γραμματέας του Ο.Η.Ε. Ου Θαντ διετύπωσε κάποιες δικές του ιδέες από τρία σημεία: (α) να σταλεί στην Κύπρο μια ειρηνευτική δύναμη του Ο.Η.Ε της οποίας το διοικητή θα διόριζε ο ίδιος (β) ο ίδιος θα διόριζε και ένα δικό του μεσολαβητή που θα εργαζόταν για την εξεύρεση μιας λύσης με κριτήρια τη διατήρηση της ειρήνης και ασφάλειας και την ευημερία όλων των κατοίκων της Κύπρου (γ) τα πιο πάνω θα επικυρώνονταν από το Συμβούλιο ασφαλείας το οποίο θα καλούσε συγχρόνως όλα τα κράτη να σεβαστούν την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το σχέδιο αυτό του Ου Θαντ δόθηκε, στις 17 Φεβρουαρίου 1964, στον υπουργό των Εξωτερικών της Κύπρου Σπύρο Κυπριανού και στον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη που είχαν πάει στην έδρα του O.H.E. Οι εκπροσώποι της Κύπρου το απεδέχθησαν. Αυτή η πρωτοβουλία του Ου Θαντ δεν ικανοποίησε τους Αμερικανούς που προσπάθησαν να "περάσουν" ένα δικό τους σχέδιο. Ο Τζώρτζ Μπωλ, ένας από τους πολλούς που είχαν δραστηριοποιηθεί στους διαδρόμους του Ο.Η.Ε., έσχιζε τα ιμάτιά του όταν η κυπριακή πλευρά αρνήθηκε να αποδεχθεί τη νέα αυτή προσπάθεια που εμφανίστηκε ως " προσπάθεια διευκολύνσεως του γενικού γραμματέα του Ο.Η.Ε. στη διατύπωση των ιδεών του". Ο Μπωλ είπε στον Μπίτσιο, σε σκληρό τόνο, πως "οι Κύπριοι πρέπει να καταλάβουν, επιτέλους, ότι δεν έχουν τη δυνατότητα να περάσουν από το Συμβούλιο Ασφαλείας ένα σχέδιο αποφάσεως όπως το θέλουν εκείνοι, γιατί δεν θα το επιτρέψουμε..." Ο Μπίτσιος απάντησε αμέσως: "Αυτό το ξέρουν οι Κύπριοι. Ξέρουν όμως και κάτι άλλο, ότι και εσείς δεν μπορείτε να περάσετε από το Συμβούλιο Ασφαλείας ένα κείμενο της απόλυτης προτιμήσεώς σας..." Οταν δε έγινε γνωστό ότι η κυπριακή πλευρά θα ζητούσε να περιληφθεί στο ψήφισμα του Συμβουλίου ασφαλείας και ειδική παράγραφος που να αναγνωρίζει την εδαφική ακεραιότητα και την ενότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο αναπληρωτής μόνιμος αντιπρόσωπος των Η.Π.Α. στον Ο.Η.Ε Φράνσις Πλίμπτον προειδοποίησε "φιλικά" τον Μπίτσιο πως : " εάν οι Κύπριοι επιμείνουν στο σημείο αυτό, τότε θα γίνει αγνώριστη η σχετική παράγραφος με τις τροπολογίες μας...".
|