Υδροχόος (Λατινικά: Aquarius, συντομογραφία: Aqr) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι αστερισμός του Ζωδιακού Κύκλου, κείμενος κατά το 80% και πλέον στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, ορατός στο σύνολό του από την Ελλάδα τα βράδια του φθινοπώρου. Συνορεύει με εννέα αστερισμούς, τους Πήγασο, Ιππάριον, Δελφίνα, Αετό, Αιγόκερω, Νότιο Ιχθύ. Γλύπτη, Κήτος και Ιχθύες. Το όνομά του σημαίνει «αυτός που χύνει το νερό» και οφείλεται κατά τον Ideler στο ότι στην αρχαιότητα ο Ήλιος περνούσε από αυτόν κατά την εποχή των βροχών. Απεικονιζόταν σε όλο τον κλασικό αρχαίο κόσμο, από πανάρχαια ανάγλυφα της Μεσοποταμίας ως άνδρας ή αγόρι που χύνει νερό από μια στάμνα (υδρία, τη σχηματίζουν οι αστέρες γ, ζ, η, π). Μόνο οι Άραβες, που δεν ήθελαν να σχεδιάσουν την ανθρώπινη μορφή, τον απέδιδαν ως μουλάρι με δύο βαρέλια νερού ή απλώς ως ένα κουβά νερό. Και σε ρωμαϊκό ζωδιακό κύκλο συμβολίζεται με ένα παγώνι, το ιερό πτηνό της θεάς Ήρας / Γιούνο, καθώς στον μήνα της (Γαμηλιών) ο Ήλιος βρισκόταν στο συγκεκριμένο ζώδιο.
Κατά τις ιουδαιοχριστιανικές αναπαραστάσεις των αστερισμών (16ος και 17ος αιώνας μ.Χ.) ο Υδροχόος ταυτίσθηκε, αρκετά ταιριαστά, με τον Ιωάννη τον Βαπτιστή, αλλά και με τον Απόστολο Θαδδαίο, μολονότι ορισμένοι τον παρομοίασαν με τον Μωυσή ως βρέφος που ανασύρεται από τα νερά του Νείλου. Στην αρχαία ελληνική, εκτός από Υδροχόος ο αστερισμός αναφέρεται και ως Υδροχοεύς. Η κυρίαρχη μυθολογική παράδοση που συνδέεται με τον Υδροχόο, τον ταυτίζει με τον Γανυμήδη, από όπου και οι ονομασίες Ganymedes (Μανίλιος, Κικέρων, Υγίνος, Βιργίλιος), Ganymede Juvenis, Puer Idaeus και Iliacus (Οβίδιος). Τον συναντάμε επίσης και ως Αρισταίον, που έφερνε τη βροχή στους κατοίκους της Κέας, και ως Κέκροπα. Ο ιστορικός Αππιανός τον αποκαλούσε Hydridurus, λέξη που εμφανίζεται παρεφθαρμένη και στην Αλμαγέστη του 1515 ως Idrudurus, όπως και η ονομασία Hauritor aquae. Ο Πίνδαρος βεβαιώνει ότι ο Υδροχόος συμβόλιζε τις πηγές του Νείλου. Στον Οράτιο βρίσκεται και ο χαρακτηρισμός Tyrannus aquae. Η στάμνα του απεκαλείτο και Κάλπη από τους Έλληνες. Οι Βαβυλώνιοι τον συνέδεαν με τον ενδέκατο μήνα τους, τον Shabatu (= η Κατάρα της Βροχής, Ιανουάριος-Φεβρουάριος). Η στάμνα του (Gu) ήταν για τους Ακκαδίους η Ku-ur-ku, η «έδρα των ρεόντων υδάτων». Επίσης ο Υδροχόος ήταν ο Ramman(u), ο θεός της θύελλας. Κατά τον Εβραίο σχολιαστή Αμπέν Έζρα τον αποκαλούσαν Μώνιον στην Αίγυπτο, από το μω = νερό, ενώ κατά τον Kircher ήταν γνωστός ως Υπευθέρια στους Κόπτες. Στους Άραβες, όπως αναφέρθηκε, ήταν Al Dalw, ο κουβάς, εκτός από τη μετάφραση του ελληνικού ως Al Sakib al Ma. Από την πρώτη ονομασία προήλθε το Edeleu του Bayer. Ο Υδροχόος ήταν γνωστός ως Dol / Dul και Vahik στην Περσία, Deli στους Εβραίους (το Delle του Ριτσιόλι) και Daulo στους Σύρους. Οι Τούρκοι τον γνώριζαν ως Kugha, δηλαδή κουβά. Στην Κίνα, μαζί με τον Αιγόκερω και τους Ιχθύες, και μέρος του Τοξότου, ο Υδροχόος σχημάτιζε αρχικώς ένα τεράστιο Ουράνιο Ερπετό, φίδι ή χελώνα (Tien Yuen). Αργότερα ήταν γνωστός ως Hiuen Ying, ο Σκοτεινός Πολεμιστής (ή ήρωας), ο Hiuen Wu ή Hiuen Heaou της Δυναστείας των Χαν. Επίσης ήταν σύμβολο του αυτοκράτορα Τσουν Χιν, κατά τη βασιλεία του οποίου είχε συμβεί μέγας κατακλυσμός. Αλλά ως ζώδιο ήταν το πρώτο στη σειρά, ο Ποντικός (ορθότερα: αρουραίος). Ας σημειωθεί ότι το ίδιο ιδεόγραμμα που σημαίνει «αρουραίος» σημαίνει και «νερό». Παρομοίως και στην Ινδία ο Υδροχόος «άνοιγε» τον ζωδιακό κύκλο και ονομαζόταν Khumba ή Kumbaba, όνομα που θυμίζει τη θεά της θύελλας για τους Ελαμίτες, την Κόμβη του Ησύχιου. Αλλά αργότερα έγινε ο Hridroga ή Udruvaga του Varaha Mihira, μεταγραφές δηλαδή του ελληνικού «Υδροχόος». Για τους μάγους και τους Δρυίδες ο αστερισμός αντιπροσώπευε την όλη επιστήμη της Αστρονομία. Οι Αγγλοσάξονες του Μεσαίωνα τον αποκαλούσαν se Waeter-gyt, μετάφραση του ελληνικού. Ο Γεμίνος ο Ρόδιος στην «Εισαγωγήν» του (77 π.Χ.) σχημάτισε ένα ξεχωριστό αστερισμό (Χύσις ύδατος) από τους αστέρες που σημειώνουν το νερό που τρέχει από την υδρία του Υδροχόου (λ, φ, χ, ψ, ω). Ο Άρατος είχε κάνει το ίδιο νωρίτερα αποκαλώντας τον «Ύδωρ» (Aqua στον Κικέρωνα), αλλά συμπεριελάμβανε τον Φομαλώ και τον β Κήτους. Στη νεώτερη εποχή αναφερόταν ακόμα στον άτλαντα του Burritt (19ος αιώνας) ως Fluvius Aquarii και Cascade. Ως ζωδιακός αστερισμός, ο Υδροχόος συνδέθηκε με την Αστρολογία, πολλές προλήψεις και θρύλους. Με τους Διδύμους και τον Ζυγό σχημάτιζε το «αιθέριον τρίγωνον» των αστρολόγων, ενώ μαζί με τον Αιγόκερω αποτελούσε τον οίκο του Κρόνου που πίστευαν ότι επιδρούσε στα πόδια. Ως «αστήρ της Ήρας» (Junonis astrum) Θεωρήθηκε ότι επιδρά ιδιαιτέρως σε χώρες όπως η Κιλικία και η περιοχή της Τύρου. Αργότερα, στην Αραβία, τη χώρα των Τατάρων, τη Δανία, τη Ρωσία, τη νότια Σουηδία, τη Βεστφαλία και στις πόλεις Βρέμη και Αμβούργο. Στην εποχή μας ο Ήλιος βρίσκεται μέσα στα όρια του Αιγόκερω από τις 16 Φεβρουαρίου ως τις 12 Μαρτίου, και οι ημερομηνίες αυτές μετατίθενται προς τα εμπρός με ρυθμό 1 ημέρα ανά 71,1 έτη.
Φοίνιξ (Λατινικά: Phoenix, συντομογραφία: Phe) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1603, από τους Keyser και Houtman στην Ουρανομετρία τους, και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και αμφιφανής στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο μέρος του είναι ορατό από την Ελλάδα, μόνο, αργά τις νύκτες του Φθινοπώρου και τα βράδια του Χειμώνα. Συνορεύει με 5 αστερισμούς, τους Γλύπτη, Γερανό, Τουκάνα, Ηριδανό και Κάμινο. Οι αστέρες α, κ, μ, β, ν και γ Φοίνικος σχηματίζουν μία καμπύλη με το κοίλο μέρος της προς τα «άνω» (βόρεια), σαν μία πρωτόγονη βάρκα. Και πραγματικά, οι Άραβες γνώριζαν αυτό το τμήμα του αστερισμού ως Al Zaurak, δηλαδή «η Βάρκα». Ο Αλ Σούφι αναφέρει κι ένα άλλο όνομα, Al Rial, δηλαδή οι νεαρές στρουθοκάμηλοι, το οποίο ο Βρετανός ανατολιστής Thomas Hyde (1636-1703) λανθασμένα γράφει Al Zibal. Οι Άραβες αστρονόμοι γενικώς ενσωμάτωναν τον σημερινό Φοίνικα στο Al Nahr τους, το ποτάμι, μαζί με τον σύγχρονο ποτάμιο αστερισμό Ηριδανό, και βέβαια είναι φυσιολογικό για μια Βάρκα να πλέει σε ποταμό. Η μορφή αυτή μετατράπηκε αργότερα σε μυθολογικό γρύπα ή αετό, έτσι ώστε η εισαγωγή της σημερινής επίσημης ονομασίας υπήρξε μάλλον «υιοθεσία» παρά καθαρή επινόηση: Ο Φοίνιξ είναι το μυθολογικό πουλί που ξαναγεννιέται μέσα από τις στάχτες του. Εξάλλου, το πτηνό αυτό συμβόλιζε τις μακροχρόνιες περιοδικότητες ή κύκλους στην Αστρονομία, όπως η Σοθική Περίοδος των αρχαίων Αιγυπτίων που άρχιζε όταν ο Σείριος και ο Ήλιος ανέτελλαν ταυτοχρόνως στις 20 Ιουλίου. Ο ορνιθολόγος του 19ου αιώνα D' Arcy Wentworth Thompson γράφει σχετικώς: «Μία νέα Περίοδος του Φοίνικος λέγεται ότι έχει αρχίσει το 139 μ.Χ., επί της βασιλείας του Αντωνίνου Πίου. Και μία επανάληψη του αστρονομικού συμβολισμού που συνδέεται με αυτή εμφανίζεται στα νομίσματα του Αυτοκράτορα αυτού.» Συμπτωματικά (;) ο Κλαύδιος Πτολεμαίος είχε υιοθετήσει ως εποχή του καταλόγου του των αστέρων το 138 μ.Χ., το πρώτο έτος του Αντωνίνου. Στους Αιγυπτίους, ο Bennu, ο μυθολογικός Φοίνικας που εμφανίζεται και σε νομίσματά τους, ήταν σύμβολο της αθανασίας, όπως και γενικότερα, τόσο σε παγανστικές όσο και σε Χριστιανικές κοινωνίες. Και οι Κινέζοι, όταν ήρθαν σε επαφή με τους δυτικούς (Ιησουίτες ιεραποστόλους αρχικώς), δεν δίστασαν να υιοθετήσουν το όνομα Ho Neaou, δηλαδή το «Πουλί της Φωτιάς» για τον αστερισμό. Αλλά ο Ιούλιος Σίλερ μετέβαλε εντελώς τον χαρακτήρα του αστερισμού ενώνοντάς τον με τον Γερανό και σχηματίζοντας από το σύνολο τον βιβλικό Ααρών.
Ο Χαμαιλέων (Λατινικά: Chamaeleon, συντομογραφία: Cha) είναι αστερισμός, ένας από τους 12 που δημιούργησαν οι Pieter Dirkszoon Keyser και Frederick de Houtman μεταξύ των ετών 1595 και 1597, και πρωτοεμφανίσθηκε στην Ουρανομετρία του Johann Bayer το 1603. Είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός, αόρατος από την Ελλάδα, και συνορεύει με τους παρακάτω έξι αστερισμούς: Τρόπις, Ιπτάμενος Ιχθύς, Τράπεζα, Οκτάς Πτηνόν και Μυία. Σχετικώς μικρός και ασήμαντος αστερισμός, είχε ενσωματωθεί από τον Pontanus στην Treatise του John Chilmead με την Μυία ως «ο χαμαιλέων με τη μύγα» (η μύγα είναι και στην πραγματικότητα τροφή αυτού του ζώου, του χαμαιλέοντα). Αλλά ο Ιούλιος Σίλερ μετέβαλε εντελώς τον χαρακτήρα του αστερισμού ενώνοντάς τον με το Πτηνόν και την Μυία και σχηματίζοντας από το σύνολο τη βιβλική Εύα. Στην Κίνα ορισμένοι αστέρες του Χαμαιλέοντος συναποτελούσαν το Seaou Tow, μικρό μέτρο όγκου ή κουτάλα, που φαίνεται πράγματι να απεικονίζουν οι αστέρες α, θ, η, ι, ζ και μ στο δυτικό μισό του σημερινού μας αστερισμού.
Το Ωρολόγιον (Λατινικά: Horologium, συντομογραφία: Hor) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1763 από τον Lacaille και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και συνορεύει με 5 άλλους αστερισμούς, που είναι οι εξής: ο Ηριδανός, ο Ύδρος, το Δίκτυον, η Δοράς και το Γλυφείον. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ολόκληρο «χαμηλά» στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, το Ωρολόγιον είναι ορατό περίπου κατά το ήμισυ από την Ελλάδα, τα βράδια του Δεκεμβρίου. Το Ωρολόγιον ονομάσθηκε αρχικώς Horologium Oscillatorium, δηλαδή το Ρολόι Εκκρεμές, και οι αστρονόμοι του τέλους του 19ου αιώνα συντόμευσαν την ονομασία σε Horologium. Δεν υπάρχει σε όλο τον αστερισμό κάποιος σχετικώς φωτεινός αστέρας και έτσι κανένας δεν φέρει ιδιαίτερο όνομα, ωστόσο ο Γκουλντ απέδιδε στο Ωρολόγιον 68 αστέρες μέχρι έβδομου μεγέθους.
|