Η Παρθένος (♍) είναι αστρολογικό ζώδιο, το οποίο συνδέεται με τον αστερισμό της Παρθένου. Σύμφωνα με τον τροπικό ζωδιακό, η Παρθένος καταλαμβάνεται από τον Ήλιο από 23 Αυγούστου μέχρι 23 Σεπτεμβρίου. Στον αστρικό ζωδιακό, ο αστερισμός καταλαμβάνεται κατά την περίοδο από 16 Σεπτεμβρίου έως 15 Οκτωβρίου. Το ζώδιο απέναντι από την Παρθένο είναι οι Ιχθείς.
Κατά την Ελληνική Μυθολογία το ζώδιο της Παρθένου συμβολίζει την Περσεφόνη, την κόρη του Δία και της Δήμητρας.
Τα ακόλουθα δεδομένα αντιπροσωπεύουν, κατά τους αστρολόγους, το σύνολο των χαρακτηριστικών που αποτελούν την "ταυτότητα" της Παρθένου: Κυβερνήτης Πλανήτης = Ερμής Στοιχείο = Γή
Περιστερά (Λατινικά: Columba, συντομογραφία: Col) είναι αστερισμός που σημειώθηκε επισήμως για πρώτη φορά το 1679 από τον Royer αλλά είχε εμφανισθεί 76 χρόνια νωρίτερα στο έργο του Bayer στη σημερινή του θέση, και με τον προσδιορισμό στο κείμενο "recentioribus Columba". Είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Συνορεύει με 5 άλλους αστερισμούς, που είναι οι εξής: Λαγωός, Γλυφείον, Οκρίβας, Πρύμνα και Μέγας Κύων. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα, δηλαδή είναι ολόκληρος ορατός τα χειμωνιάτικα βράδια, παρότι βρίσκεται στο σύνολό του στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας. Από τους πρώτους που σημείωσαν τον αστερισμό στους χάρτες τους ήταν ο Ολλανδός κοσμογράφος του 16ου αιώνα Πέτρος Πλάνκιος (Petrus Plancius), και αυτόν μάλλον υπονοεί περισσότερο ο Bayer με το "recentioribus" που αναφέρθηκε. Ωστόσο, μία αρχαία αναφορά φαίνεται πως υπάρχει στον «Παιδαγωγόν» του Αγίου Κλήμεντος της Αλεξανδρείας. Παρά το γεγονός αυτό, ο Jakob Bartsch, 21 χρόνια μετά τον Bayer, δεν αναγνωρίζει την Περιστερά, όπως δεν την αναγνωρίζουν ούτε ο Τύχων, ούτε ο Εβέλιος, ούτε ο Φλάμστηντ. Το πλήρες όνομα του αστερισμού ήταν αρχικώς Columba Noae ή Columba Noachi, δηλαδή το Περιστέρι του Νώε. Δημιουργήθηκε με την αποκοπή ενός τμήματος του Μεγάλου Κυνός, της περιοχής που οι Άραβες ονόμαζαν Muliphein. Ο Γκουλντ του απέδιδε 17 αστέρες μέχρι εβδόμου μεγέθους, ενώ ο Έντμουντ Χάλλεϋ δέκα αστέρες ορατούς με γυμνό μάτι.
Περσεύς (Λατινικά: Perseus, συντομογραφία: Per) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Συνορεύει με τους αστερισμούς Καμηλοπάρδαλη, Κασσιόπη, Ανδρομέδα, Τρίγωνον, Κριό, Ταύρο και Ηνίοχο. Βρίσκεται ολόκληρος στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα, είναι ορατός ολόκληρος, κυρίως τις χειμωνιάτικες νύχτες. Ο Περσεύς προσωποποιήθηκε από την αρχαιότητα ως ο ήρωας που έσωσε την Ανδρομέδα στον σχετικό μύθο. Παριστάνεται ως νέος, φορώντας τα ταλάρια (τα φτερωτά σανδάλια), να κρατά στο αριστερό του χέρι το Γοργόνειον, την κεφαλή της Μέδουσας, και στο δεξί την άρπην, δώρο του Ερμή. Ο Άρατος περιγράφει τον Περσέα να «σηκώνει σκόνη στον ουρανό», ίσως από το γεγονός ότι τα πόδια του εμφανίζονται να ακουμπούν πάνω στον Γαλαξία, καθώς τρέχει να σώσει την Ανδρομέδα. Τον χαρακτηρίζει ακόμα με το επίθετο περιμήκητος, πολύ ψηλός, δικαιολογημένα αφού έχει μήκος 28 μοίρες. Ο Κτησίας στα Περσικά του (περ.400 π.Χ.) αναφέρει το βαβυλωνιακό αστρικό όνομα Parsondas, που μπορεί να σχετίζεται με την ετυμολογία του ονόματος του ήρωα. Οι Ρωμαίοι ποιητές τον ονόμαζαν Pinnipes και Profugus (Ιπτάμενο) από τα σανδάλια που φορώντας τα μπορούσε να πετάει, Gorgonifer, Gorgonisue και Deferens cathenam. Επιθετικοί προσδιορισμοί είναι οι Ακρισιονιάδης από τον παππού του Περσέως και Ιναχίδης από τον προγόνο του πρώτο βασιλέα του Άργους. Οι ονομασίες Bershawish, Fersaus, ακόμα και Siaush, προέρχονται καθαρά από την απόδοση του ελληνικού ονόματος από τους Άραβες, αφού αυτοί δεν έχουν το γράμμα «Π». Συνήθως πάντως ονόμαζαν τον Περσέα περιγραφικώς, ως Hamil Ra's al Ghul, «ο Φέρων την Κεφαλή του Δαίμονος», φράση που έγινε το όνομα Almirazgual στους Μαυριτανούς της Ισπανίας. Τα ονόματα Celeub, Cheleub, Chelub που δίνουν η Αλμαγέστη του 1515, οι Αλφόνσειοι Πίνακες και η Ουρανομετρία του Bayer προέρχονται πιθανώς από το αραβικό Kullab, το όπλο του ήρωα, μολονότι ο Grotius κ.ά. τα αποδίδουν στο Kalb = σκύλος. Ο Λαλάντ ταύτισε τη μορφή με τον Khem των Αιγυπτίων και με τον Μίθρα των Περσών. Οι Ινδοί υιοθέτησαν την ελληνική ονομασία ως Parasiea. Οι αστρολόγοι ονόμαζαν τον αστερισμό Κακοδαίμονα, με ειδική αναφορά στον Αλγκόλ. Οι Schickard, Νοβίδιος κ.ά. έλεγαν ότι ο Περσεύς αντιπροσώπευε τον Δαυίδ με την κεφαλή του Γολιάθ, ενώ άλλοι τον παρομοίασαν με τον Απόστολο Παύλο με το ξίφος και το βιβλίο του. Ο Αργκελάντερ απέδιδε στον Περσέα 81 αστέρες ορατούς με γυμνό μάτι, ενώ ο Heis 136.
Πήγασος (Λατινικά: Pegasus, συντομογραφία: Peg) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου της ουράνιας σφαίρας πλην όμως είναι αμφιφανής στην Ελλάδα. Συνορεύει με οκτώ αστερισμούς, που είναι οι: Ανδρομέδα, Σαύρα, Κύκνος, Αλώπηξ, Δελφίν, Ιππάριον, Υδροχόος και Ιχθύες.
υθολογικώς, ο Πήγασος ήταν ολόλευκο φτερωτό άλογο, τέκνο της Μέδουσας και του Ποσειδώνα αφού παράχθηκε από το αίμα της πρώτης κατά διαταγή του Ποσειδώνα όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Το όνομα προέρχεται είτε από το Πηγαί, είτε από το επίθετο πηγός = ισχυρός. Ο Πήγασος παρέμεινε στα άστρα όταν ο ιππέας του Βελλεροφόντης θέλησε να φθάσει με αυτόν ως τον ουρανό, οπότε ο Ζευς, ενοχλημένος από την ύβρι, πρόσταξε ένα έντομο και κέντρισε τον Πήγασο, οπότε αυτός αφηνίασε και πέταξε κάτω στη Γη τον αναβάτη του. Παρότι ο Πτολεμαίος τον ονομάζει «φτερωτό άλογο», και οι φτερούγες του σχεδιάζονται καθαρά σε αναπαραστάσεις από τη Μεσοποταμία μέχρι τους Ετρούσκους, οι αρχαιότεροι Έλληνες ονόμαζαν τον αστερισμό απλώς ίππον. Ο Άρατος προσθέτει το επίθετο «ιερός» και ο Ερατοσθένης τον ονομάζει Πήγασο, αλλά γράφει ότι ήταν χωρίς φτερούγες. Η μορφή εθεωρείτο ημιτελής, και γι'αυτό ίσως τον περιέγραφαν μαζί με τον Κριό: ήταν ο ημίτομος (κομμένος στα δύο). Ο Νόννος τον αποκαλεί «Ημιφανής Λίβυς `Ιππος», ως μορφή μερικώς κρυμμένη σε σύννεφα. Ο Ευριπίδης υποτίθεται ότι ονομάζει τον Πήγασο Μελανίππη από μια κόρη του κενταύρου Χείρωνα, γνωστή και ως Ευίππη, που μεταμορφώθηκε από τη θεά Άρτεμι σε μαύρη φοράδα και τοποθετήθηκε στον ουρανό (στον Bayer βρίσκουμε την παραφθορά Menalippe). Οι Ρωμαίοι μετέφρασαν την ελληνική ονομασία ως Equus και αργότερα Equus Ales, προσδιοριζόμενη με τα επίθετα alter, major, Gorgoneus και Medusaeus. Ο Γερμανικός φαίνεται ότι ήταν ο πρώτος Λατίνος συγγραφέας που τον απεκάλεσε Pegasus. Στους Αλφόνσειους Πίνακες ο Πήγασος απαντάται ως Alatus (= φτερωτός), με το επίθετο Secundus να προστίθεται κάποτε προς διάκριση από το Ιππάριον που ανατέλλει πριν από αυτόν, ενώ στην Αλμαγέστη του 1551 ως Equus Pegasus. Ο Καίσιος παραθέτει το όνομα Πηγασίδης, και ο Bayer τα Equus posterior, volans, aereus, dimidiatus, αλλά και Bellerophon, Bellerophontes. Εβραϊκοί θρύλοι καταστερίζουν τον Πήγασο ως τον ίππο του Νεμρώδ, ενώ ο Καίσιος ως ένα από τα ελαφρότερα και ταχύτερα από αετούς άλογα που αναφέρονται στο βιβλίο του Ιερεμία («κουφότεροι αετών οι ίπποι αυτού», δ΄13, μετάφρ.των Εβδομήκοντα). Πολλοί τον ταύτιζαν εξάλλου με το γαϊδουράκι πάνω στο οποίο ο Χριστός εισήλθε θριαμβευτικά στα Ιεροσόλυμα, αλλά ο Ιούλιος Σίλερ τον ταύτισε με τον Αρχάγγελο Γαβριήλ. Ο Πήγασος εμφανίζεται πάνω σε πετράδι από τη Μεσοποταμία με φτερά, κεφάλι ταύρου, ημισέληνο και τρεις αστέρες. Μερικοί θεωρούν την ετυμολογία του από τις αιγυπτιακές λέξεις Pag (= παύω) και Sus (= σκάφος), οπότε ο Πήγασος θα συμβόλιζε την παύση της ναυσιπλοΐας με τη μεταβολή της ροής του Νείλου. Δεν αποκλείεται, πραγματικά, ο αστερισμός να εθεωρείτο στην αρχαία Αίγυπτο το ουράνιο έμβλημα ενός πλοίου, όμως ο Brugsch αναφέρει στη θέση του τον αιγυπτιακό αστερισμό Υπηρέτη. Οι `Αραβες ονόμαζαν το γνωστό τετράπλευρο στον αστερισμό Al Dalw, δοχείο νερού, πριν ακολουθήσουν τον Πτολεμαίο με το Al Faras al Thani (= το Δεύτερο `Αλογο), το Alpheras του Bayer και το Alpharès του Λαλάντ.
ύμνη ή Πρύμνα (Λατινικά: Puppis, συντομογραφία: Pup) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1763 από τον Lacaille, όταν την ξεχώρισε από τον αστερισμό Αργώ. Είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και είναι αμφιφανής στην Ελλάδα. Συνορεύει με τους αστερισμούς Μονόκερω, Μεγάλο Κύνα, Περιστερά, Οκρίβαντα, Τρόπιδα, Ιστία, Πυξίδα και Ύδρα. Ολόκληρη η Πρύμνα είναι ορατή από την κεντρική και νότιο Ελλάδα σε συγκεκριμένη ώρα ανά ημερομηνία (περ. 22:30 στα τέλη Φεβρουαρίου, 20:30 στα τέλη Μαρτίου). Η ονομασία σημαίνει την πρύμνη του πλοίου, της Αργούς (Argo Navis), του μεγάλου αρχαίου αστερισμού που τεμαχίσθηκε και έδωσε τους σημερινούς αστερισμούς Πρύμνα, Τρόπιδα, Ιστία και Πυξίδα. Για το λόγο αυτό, η ιστορία της ονοματοδοσίας περιορίζεται στο λήμμα Αργώ. Στην Πρύμνα αποδόθηκαν 313 αστέρες ορατοί με γυμνό μάτι. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα ελληνικά γράμματα (συμβολισμός Bayer) μοιράσθηκαν σε αστέρες των τριών αστερισμών Πρύμνας, Τρόπιδος και Ιστίων, και συνεπώς τα Ιστία δεν έχουν όλα τα γράμματα να χαρακτηρίζουν τους δικούς τους αστέρες.
Πτηνόν (Λατινικά: Apus, συντομογραφία: Aps) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1603, από τους Keyser και Houtman στην Ουρανομετρία τους, και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός, αόρατος από την Ελλάδα, και συνορεύει με τους εξής επτά αστερισμούς: Νότιον Τρίγωνον, Διαβήτης, Μυία, Χαμαιλέων, Οκτάς, Ταώς και Βωμός. Η μορφή Apous, που βρίσκεται στον Καίσιο, είναι πιστότερη στο ελληνικό πρωτότυπο. Η λέξη εννοεί το είδος πουλιού «άπους» της Νέας Γουινέας, γνωστότερο ως Παραδείσιο πτηνό (το πουλί του Παραδείσου), το Paradisaeus Ales του Καισίου. Ο Bayer το αναφέρει ως Apis Indica (= Ινδική Μέλισσα) στην πλανισφαίρα του των νέων νότιων αστερισμών, όπου όμως απεικονίζεται ως πουλί. Στη συντομευμένη γερμανική έκδοση του έργου του Bayer (1720) εμφανίζεται ως Apus Indica και στα γερμανικά Indischer Vogel. Στο παρελθόν εμφανιζόταν και η ονομασία Avis Indica, που επίσης σημαίνει «Το Πτηνόν των Ινδιών». Σε αγγλόφωνες πηγές, όπως στην πρώτη αγγλική έκδοση της «Λαϊκής Αστρονομίας» του Φλαμαριόν (19ος αι.), το Πτηνόν έχει αποδοθεί ως το οικιακό χελιδόνι, από το είδος Hirundo apus = το πετροχελίδονο. Στην Κίνα το Πτηνόν εμφανίζεται ως E Cho, δηλαδή το «Περίεργο σπουργίτι», καθώς επίσης και ως το «Μικρό Πτηνό-Θαύμα». Αλλά ο Ιούλιος Σίλερ μετέβαλε εντελώς τον χαρακτήρα του αστερισμού ενώνοντάς τον με τον Χαμαιλέοντα και την Μυία, και σχηματίζοντας από το σύνολο τη βιβλική Εύα.
Πυξίς (Λατινικά: Pyxis, συντομογραφία: Pyx) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1763 από τον Lacaille και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και συνορεύει με τους εξής 4 αστερισμούς: Ύδρα, Πρύμνα, Ιστία και Αντλία. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα, δηλαδή παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ολόκληρος στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, είναι ορατός στο σύνολό του από την Ελλάδα μόνο τις νύκτες του χειμώνα και τα ανοιξιάτικα βράδια. Ο LaCaille τον σχημάτισε από αστέρες των Ιστίων και του καταρτιού της Αργούς, και η αρχική ονομασία ήταν Pyxis Nautica, δηλαδή η Πυξίδα του Ναυτικού. Αργότερα, ο Βρετανός αστρονόμος Francis Baily (1774-1844) επαναπροσάρτησε την Πυξίδα στον προηγούμενο αστερισμό, ώστε για κάποιο διάστημα δεν αναγνωριζόταν. Αλλά ο Γκουλντ την επανεισήγαγε στο έργο του Uranometria Argentina το 1879, και τελικώς αναγνωρίσθηκε επισήμως και τελεσίδικα από τη Διεθνή Αστρονομική Ένωση.
|