Λέων (Λατινικά: Leo, συντομογραφία: Leo) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση.
Ο αστερισμός αυτός περιλαμβάνει πολλά φωτεινά άστρα, όπως τον Βασιλίσκο (α Λέοντος) ή Καρδιά του Λέοντα, τον Ντενέμπολα (β Λέοντος) και τον γ Λέοντος (Αλγκιέμπα). Πολλά άλλα αμυδρά άστρα έχουν επίσης τη δική τους ιδιαίτερη ονομασία, όπως ο δ Λέοντος (Σώσμα), ο θ Λέοντος (Chort), ο κ Λέοντος (Al Minliar al Asad), ο λ Λέοντος (Alterf), και ο ο Λέοντος (Subra). Ο Βασιλίσκος, ο η του Λέοντα, κι ο γ Λέοντος, μαζί με τους πιο αμυδρούς αστέρες ζ Λέοντος (Adhafera), μ Λέοντος (Ras Elased Borealis) και ε Λέοντος (Ras Elased Australis), αποτελούν την ομάδα αστέρων γνωστή ως το «Δρεπάνι». Οι αστέρες αυτοί αναπαριστούν το κεφάλι και τη χαίτη του λέοντα. Ομάδα αστέρων που παλιότερα αναπαριστούσε τη φούντα της ουράς του λέοντα μεταμορφώθηκε το 240 π.Χ. σε αυτοτελή αστερισμό χάρη στον Πτολεμαίο. Σ' αυτό τον αστερισμό δόθηκε η ονομασία Κόμη Βερενίκης. Ο αστέρας Wolf 359, ένας από τους πλησιέστερους αστέρες προς το Ηλιακό μας Σύστημα (σε απόσταση 7,7 ετών φωτός), βρίσκεται στον Λέοντα. Ένας από τους μικρότερους εξωηλιακούς πλανήτες που έχουν ποτέ εντοπιστεί περιστρέφεται γύρω από τον Gliese 436, αμυδρό αστέρα στον Λέοντα, σε απόσταση περίπου 33 ετών φωτός από τον Ήλιο.
Ο Λέων περιλαμβάνει πολλούς λαμπρούς γαλαξίες, εκ των οποίων οι δίδυμοι (Σπειροειδής Γαλαξίας Μ65, Σπειροειδής Γαλαξίας Μ66) και (Σπειροειδής Γαλαξίας Μ95, Σπειροειδής Γαλαξίας Μ96) είναι οι πιο διάσημοι.
Οι αρχαίοι Έλληνες αστρονόμοι τον ονόμαζαν Λέοντα και συσχέτιζαν με αυτόν τον μύθο του Λέοντος της Νεμέας, τον πρώτο άθλο του Ήρωος Ηρακλέους. Οι αρχαίοι Ινδουιστές αστρονόμοι τον ονόμαζαν Asleha και Sinha, ενώ οι Ταμίλ Simham αλλά αργότερα, επηρεασμένοι από την Ελλάδα και τη Ρώμη, τον ονόμαζαν Leya ή Leyaya, από τη λέξη Leo, που ήταν η κοινή του λατινική ονομασία εκ του ελληνικού Λέων. Στα γραπτά του Οβίδιου η ονομασία εμφανίζεται ως Herculeus Leo και Violentus Leo. Bacchi Sidus (Αστέρας του Βάκχου) ήταν ένας από τους άλλους τίτλους του, καθώς ο θεός πάντα ταυτιζόταν με το ζώο αυτό. Η μορφή του είναι αυτή που συχνά αποκτούσε ο θεός αυτός στις πολυάριθμες μεταμορφώσεις του, ενώ το δέρμα του λέοντα αποτελούσε συχνά το ένδυμα του. Ο Μανίλιος όμως αποκαλούσε τον αστερισμό Jovis et Junonis Sidus (Αστέρας του Διός και της Ήρας), θαρρείς και ήταν υπό την προστασία αυτών των θεοτήτων, λογαριάζοντας μάλλον το βασιλικό χαρακτήρα του, κυρίως αυτόν του λαμπρότερου αστέρα του (του Βασιλίσκου). Οι Πέρσες τον ονόμαζαν Ser ή Shir, οι Τούρκοι Artan, οι Σύριοι Aryo, οι Εβραίοι Arye και οι Βαβυλώνιοι Aru - όλες οι ονομασίες αυτές σημαίνουν λέοντας.
Λύκος (Λατινικά: Lupus, συντομογραφία: Lup) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και συνορεύει με τους εξής 5 αστερισμούς: Ζυγό, Κένταυρο, Διαβήτη, Γνώμονα και Σκορπιό. Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ολόκληρος στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, ο Λύκος είναι αμφιφανής στην Ελλάδα. Είναι ορατός στο μεγαλύτερο μέρος του από την Ελλάδα τις νύχτες από τον Μάιο ως τις αρχές Αυγούστου.
Λέγεται ότι μία προέλευση για το όνομα του αστερισμού οφείλεται στην εσφαλμένη μετάφραση από αστρολόγους του αραβικού ονόματός του Al Fahd, που σημαίνει πάνθηρας ή λεοπάρδαλη. Το Λεξικό του Σουίδα τον αναφέρει ως Κνηκία, μία λέξη για τον λύκο που βρίσκεται στους μύθους του Βαβρία περί το 200 μ.Χ.. Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι δεν τον σημείωναν ιδιαιτέρως, απλώς, όπως οι `Αρατος, Ίππαρχος και Πτολεμαίος, τον ονόμαζαν Θηρίον (άγριο ζώο) (στα λατινικά Bestia, Fera, Quadrupes Vasta). Ο Υγίνος τον ονομάζει Hostia, από όπου και το Hostiola του Bayer, δηλαδή «θύμα», ως θήραμα του γειτονικού Κενταύρου, αντιστοίχο με το Victima Centauri των νεότερων χρόνων και το Bestia Centauri του Ριτσιόλι. Ο Λύκος εμφανίζεται επισήμως ως Lupus στους Αλφόνσειους Πίνακες. Στη συνέχεια, ως Fera Lupus στη λατινική Αλμαγέστη. Ακόμα, ο Bayer τον αναφέρει ως άλογο και λέαινα (Equus masculus, Leaena), ενώ ο Λαλάντ ως Leo marinus, Deferens leonem, Canis ululans, Leopardus, Lupa, Martius και Lycisca. Η ονομασία Belua (= το Τέρας) απαντάται σε πρώιμα έργα. Οι Άραβες ονόμαζαν επίσης τον Λύκο Al Asadah, η Λέαινα, ονομασία που παρεφθάρη στο Asida του Bayer, και Al Sabu (= το άγριο θηρίο). Αλλά οι αρχέγονες αραβικές ονομασίες ήταν, από κοινού με τμήμα του Κενταύρου Al Shamarih και Kadb al Karm, δηλαδή τα κλαδιά του φοίνικα και το κλαδί της αμπέλου. Οι Ακκάδιοι ονόμαζαν τον Λύκο Urbat, το «Κτήνος του Θανάτου» ή «Ο αστέρας των νεκρών πατέρων». Ο Άρατος τον θεωρούσε πιασμένο από το δεξί χέρι του Κενταύρου ως προσφορά προς τους θεούς πάνω στον Βωμό, επομένως ως τμήμα του Κενταύρου. Αλλά ο Ερατοσθένης ξεφεύγει από τη ζωική μορφή όταν θεωρεί τον Λύκο ασκί με κρασί, από το οποίο ο Κένταυρος ετοιμαζόταν να χύσει σπονδή. Στη Μυθολογία απαντάται ως το ζώο στο οποίο μεταμορφώθηκε ο Λυκάων, ενώ κατά τις ιουδαιοχριστιανικές αναπαραστάσεις των ουράνιων μορφών (κυρίως 170ς αιώνας) ο Λύκος προσομοιώθηκε από τον Ιούλιο Σίλερ με τον Βενιαμίν και από τον Καίσιο με τον λύκο με τον οποίο παρομοιάζει στην Παλαιά Διαθήκη ο Ιακώβ τον Βενιαμίν.
|