Κασσιόπη (Λατινικά: Cassiopeia, συντομογραφία: Cas) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Η Κασσιόπη βρίσκεται ολόκληρη στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, είναι μάλιστα τόσο βόρειος αστερισμός ώστε στα χρόνια μας είναι σχεδόν αειφανής από την Ελλάδα. Συνορεύει με τους εξής 5 αστερισμούς: Κηφέα, Σαύρα, Ανδρομέδα, Περσέα και Καμηλοπάρδαλη. Αναγνωρίζεται εύκολα στον ουρανό από το χαρακτηριστικό «ζιγκ-ζαγκ», που σχηματίζουν τα 5 φωτεινότερα άστρα της (τα β,α,γ,δ, και ε κατά σειρά) και μοιάζει με ανοικτό Μ ή W.
Η εναλλακτική μορφή του ονόματος Κασσιέπεια ή Κασσιόπεια είναι ορθότερη κατά τον R.H. Allen. Το όνομα γενικώς βρίσκεται σε χρήση για σχεδόν 2.500 χρόνια. Οι Σοφοκλής και Ευριπίδης το αναφέρουν και παντού στην αρχαία Ελλάδα το βασικό σχήμα στον αστερισμό αντιστοιχούσε σε μία γυναίκα καθισμένη πάνω σε ένα θρόνο, («Η του θρόνου»), και συγκεκριμένα στη βασίλισσα της Αιθιοπίας Κασσιόπη, γνωστή από τον μύθο του Περσέως και της Ανδρομέδας. Ωστόσο παλαιότερα ο αστερισμός ήταν γνωστός ως Λακωνική Κλεις από την ομοιότητά του με αυτό το αρχαίο αντικείμενο. Ο Άρατος επίσης τον παρομοιάζει με πόρτα με κλειδί και, προχωρώντας περισσότερο, ο Γάλλος επίσκοπος Huet, δάσκαλος του τότε διαδόχου Λουδοβίκου ΙΕ΄, έλεγε πιο συγκεκριμένα ότι ήταν το κλειδί που ο Όμηρος περιγράφει στα χέρια της Πηνελόπης στην Οδύσσεια. Οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν τόσο τη σημερινή διεθνή ονομασία (αμετάφραστη μεταγραφή του ελληνικού ονόματος) όσο και αποδόσεις όπως Mulier Sedis (Γυναίκα του καθίσματος), απλώς Sedes, Sella και Solium. Το όνομα «Η ένθρονος» (Inthronata) του ανατολιστή Thomas Hyde επαναλήφθηκε από μεταγενέστερους συγγραφείς. Οι Άραβες αποκαλούσαν την Κασσιόπη Αλ Ντατ αλ Κουρσίγ, η Κυρία στην Καρέκλα, καθώς το ελληνικό κύριο όνομα δεν σήμαινε τίποτα γι' αυτούς, και παλαιότερα Kaff al Hadib, δηλαδή «Χέρι βαμμένο με χέννα» του οποίου τα ακροδάχτυλα ήταν οι φωτεινότεροι αστέρες, μολονότι εδώ περιελάμβαναν και το αριστερό χέρι του Περσέως. Παρόμοια, ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης τον ονομάζει με το ελληνιστικό Χειρ βεβαμένη. Επιπροσθέτως, οι πρώτοι Άραβες έφτιαξαν δύο σκύλους από τους αστέρες της Κασσιόπης και του Κηφέως, από όπου και το Canis του Bayer. Ο Bayer αποκαλεί την Κασσιόπη και Cerva, ζαρκάδι, πράγμα που ίσως σχετίζεται με το αναφερόμενο από τον Λαλάντ ότι η αιγυπτιακή σφαίρα του Πετόσιρι έδειχνε ένα ελάφι βορείως των Ιχθύων, ενώ ως αστρική μορφή στην αρχαία Αίγυπτο, έχει ταυτισθεί κατά καιρούς και με το Πόδι του Βιβλίου των νεκρών. Ο Al Tizini φαντάσθηκε ότι κάποιοι από τους φωτεινότερους αστέρες της Κασσιόπης έδειχναν μια Καμήλα που γονατίζει, άλλωστε και το κοινό όνομα του ζώου στην Περσία, Shuter, αποδινόταν και στον αστερισμό. Οι Αλφόνσειοι Πίνακες και η Αλμαγέστη (στην αραβολατινική έκδοσή της) περιγράφουν την Κασσιόπη ως «κρατούσα τον ιερόν φοίνικα», από κάποια πανάρχαια ζωγραφική παράδοση που συνεχίζεται ακόμα, αν και είναι ανεξήγητο το πώς συνδέθηκε το κλαδί της φοινικιάς, σύμβολο της νίκης, με τη βασίλισσα. Σχετικώς ο Λαλάντ αναφέρει την ονομασία Siliquastrum, το όνομα ενός δένδρου της Ιουδαίας, για το κλαδί. Για την Ινδία αναφέρεται η ονομασία Harnacaff από τις Μεταμορφώσεις του Βισνού, αλλά κατόπιν οι Ινδοί υιοθέτησαν το Casyapi, προφανώς από την ελληνική ονομασία. Ο Γκριμ δίνει τη λιθουανική ονομασία Jostandis από το Josta = ζωνάρι. Από τη θέση της Κασσιόπης μέσα στον Γαλαξία, οι Κέλτες την ονόμαζαν Llys Don, «Οίκο του Ντον», του βασιλιά των νεράιδων και πατέρα του μυθικού Gwydyon, που είχε δώσει στον Γαλαξία το όνομά του. Στην Κίνα η Κασσιόπη ήταν το Ko Taou, το Πρόπυλο, αλλά αργότερα οι φωτεινότεροι αστέρες της πήραν το όνομα ενός ιστορικού προσώπου, του Wang Liang, διάσημου αρματηλάτη της δυναστείας των Tsin περί το 470 π.Χ.. Κατά τις ιουδαιοχριστιανικές αναπαραστάσεις των ουράνιων μορφών (κυρίως 17ος αι. μ.Χ.) η Κασσιόπη μετατράπηκε στη Μαρία τη Μαγδαληνή, τη Δεββώρα κρίνουσα κάτω από τη φοινικιά της στο 'Ορος Εφραίμ (πρβλ. το κλαδί της φοινικιάς στην Αλμαγέστη), και τη Βηρσαβεέ, τη μητέρα του Σολομώντα.
Κένταυρος (Λατινικά: Centaurus, συντομογραφία: Cen) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι μεγάλος νότιος αστερισμός και συνορεύει με 8 άλλους αστερισμούς, που είναι οι εξής: Ύδρα, Αντλία, Ιστία, Τρόπις, Μυία, Νότιος Σταυρός, Διαβήτης (αστερισμός) και Λύκος (αστερισμός). Παρά το γεγονός ότι βρισκεται ολόκληρος στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, ο Κένταυρος είναι αμφιφανής στην Ελλάδα, είναι ορατός κατά το μεγαλύτερο μέρος του από την Ελλάδα τις ανοιξιάτικες νύχτες.
Ο Άρατος ο Σολεύς τον αποκαλεί με το ίδιο όνομα, που ήταν και το κυρίαρχο στην αρχαία Ελλάδα, και με το συνώνυμο στα έπη και την Αιολική διάλεκτο Ιππότα Φηρ. Ο Απολλόδωρος πίστευε πως ήταν ο Φόλος, που η μετάνοια του Ηρακλή επειδή τον είχε σκοτώσει άδικα τον ανέβασε στον ουρανό με την επωνυμία Ευμενής (= ο καλοπροαίρετος). Αντιθέτως, ο Ερατοσθένης διατεινόταν ότι αντιπροσώπευε τον Χείρωνα, όνομα σε συχνή ποιητική χρήση μέχρι και το τέλος της ρωμαϊκής εποχής (μεταγραφές Chiron και Chyron) και σε νεότερα αστρονομικά έργα για τον αστερισμό μέχρι τον 19ο αιώνα. Ο Χείρων ήταν γιος του Χρόνου και της Ωκεανίδος νύμφης Φιλύρας, από όπου προέρχεται και η ονομασία Φιλυρίδης για τον αστερισμό, μολονότι μία παραλλαγή τον ήθελε Φιλιλυρίδη, τον γιο της Φιλιλύρας (= αυτής που αγαπά τη λύρα) από την οποία και κληρονόμησε το μουσικό του ταλέντο. Τον φαντάζονταν ευγενικό και ήρεμο στην όψη, πολύ διαφορετικό από την απειλητική προδιάθεση του επίσης κενταύρου Τοξότη. Ο μύθος του Χείρωνος πιστευόταν από αρκετούς ότι είχε ιστορικές ρίζες, ακόμα και από τον Νεύτωνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χείρων ήταν ο μυθικός επινοητής των αστερισμών. Η σύλληψη της μορφής των Κενταύρων στον Όμηρο ή στον Ησίοδος αντιστοιχούσε πιθανώς σε μία κανονική ολόκληρη ανθρώπινη μορφή, και ο Πίνδαρος ήταν ο πρώτος που τους περιέγραψε ως μισούς άλογα και μισούς ανθρώπους, αφού εξαιτίας της μεταπτώσεως του γήινου άξονα, καθώς κυλούσαν οι αιώνες άρχισε να φαίνεται μόνο το πάνω μέρος της μορφής του αστερισμού από την Ελλάδα. Κάποιοι αρχαίοι καλλιτέχνες και μυθολόγοι μετέτρεψαν το ζωικό μέρος σε μέρος ταύρου, απεικονίζοντας έτσι τον Μινώταυρο, ενώ στη Μεσοποταμία τον θεωρούσαν πλήρη ταύρο. Οι Άραβες σχεδίαζαν την αστρική μορφή με το πίσω ήμισυ δανεισμένο από μορφή αρκούδας, αλλά υιοθέτησαν το ελληνικό όνομα. Κάποιοι από τους αστέρες του Κενταύρου και του Λύκου ήταν προηγουμένως συλλογικά γνωστοί στους πρώτους Άραβες ως Al Kadb al Karm, το κλαδί της αμπέλου, ή ως Al Shamarih, τα βάγια (κομμένα κλαδιά φοινικιάς), φορτωμένα με χουρμάδες, που τελικώς ο Kazwini περιέγραψε να κρατά στα χέρια του ο Κένταυρος. Το Al Shamarih παρεφθάρη σε Asemarik και ίσως έδωσε το Asmeat του Bayer, αν και ο τελευταίος δίνει και το όνομα Albeze. Ο Τζιοβάνι Ριτσιόλι ομοίως δίνει για τον Κένταυρο τις ονομασίες Albezze και Albizze. Ο Βρετανός ανατολιστής Τhomas Hyde (1636-1703) μνημονεύει το όνομα Birdun (= άλογο για φόρτωμα) από τον Αλβουμάσαρ. Στην αρχαία Ρώμη, ονομασίες του αστερισμού εκτός από την «επίσημη» Centaurus ήταν και οι Geminus biformis (Γερμανικός), Minotaurus, Semi Vir, Semi Fer αλλά και Pelenor, Pelethronius από το βουνό που κατοικούσαν οι Κένταυροι στη Θεσσαλία, Acris Venator (Θηριώδης κυνηγός), ενώ ο Βιργίλιος τον απεκάλεσε Sonipes, δηλαδή αυτός με τα θορυβώδη πόδια. Οι Αλφόνσειοι Πίνακες τον αναγράφουν "Sagittarius, tenens pateram seu crateram" για να τον διακρίνουν από τον Sagittarius (Τοξότη). Ο Robert Recorde (1551) τον ονόμαζε Κένταυρο Χείρωνα, αλλά ο ποιητής Τζον Μίλτον γράφει (το 1667) «Κένταυρος» για τον Τοξότη, όπως και πολλοί άλλοι ως τον 19ο αιώνα. Στην πραγματικότητα ο σημερινός αστερισμός Τοξότης ήταν χωρίς καμιά αμφιβολία ο πρωταρχικός Κένταυρος στη Μεσοποταμία, ενώ ο «Κένταυρος του Νότου» ήταν μεταγενέστερη ελληνική επινόηση, με αποτέλεσμα μεγάλη σύγχυση ανά τους αιώνες. Κατά τον 17ο αι. διαχωρισμός γινόταν από τους Βρετανούς συγγραφείς με την αναφορά του Κενταύρου αυτού του άρθρου ως «Μεγάλου Κενταύρου» (Great Centaure). Σε μεσαιωνικές χριστιανικές αστρονομικές πηγές αναφερόταν ως Νώε, αλλά ο Ιούλιος Σίλερ μετέβαλε τη μορφή στον Αβραάμ με τον Ισαάκ, ενώ ο Καίσιος τον παρομοίασε με τον Ναβουχοδονόσωρα όταν «έτρωγε χλόη όπως τα βόδια». Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος περιγράφει τον Κένταυρο ως έχοντα τον Λύκο (γνωστό ως «Θηρίον» τότε) στο ένα του χέρι και τον Θύρσο στο άλλο. Η μορφή του βλέπει προς τα ανατολικά και, στη Σφαίρα του Φαρνέζε, δείχνει με το αριστερό του χέρι τον Λύκο και τον κυκλικό Βωμό λίγο μακρύτερα. Στον Υγίνο (1488) το Θηρίον κρατείται και πάλι στα τεντωμένα μπροστά χέρια του Κενταύρου, ενώ ο ίδιος έχει ένα παγούρι δεμένο στη μέση του. Οι Αλφόνσειοι Πίνακες δείχνουν τον θύρσο στο δεξί του χέρι και τον Λύκο να συγκρατείται από το εμπρόσθιο αριστερό του αλογίσιο πόδι, που ήταν και η αραβική αντίληψη. Το Χειρόγραφο του Λέιντεν τον παριστάνει με έντονες γραμμές, χωρίς γενειάδα αλλά με «βαρύ» μουστάκι (!), να φέρει ακόντιο με καρφωμένο λαγό στην άκρη του και να κρατά ένα παιδάκι αντί θηρίου. Ο Burritt τον παρουσιάζει επιτιθέμενο, με το ακόντιο στο δεξί χέρι και ασπίδα στον αριστερό βραχίονα, πάνω στην οποία παριστάνονται ο θύρσος και δοχείο σπονδών, και αυτό το τμήμα του αστερισμού αποκαλείται από τον Grotius Arma. Ο Άρατος τοποθετούσε ολόκληρο τον Κένταυρο υπό τον Σκορπιό και τις «Χηλές» του (Ζυγό), ένα «σφάλμα» που επέσυρε την κριτική του Ιππάρχου.
Το Κήτος (Λατινικά: Cetus, συντομογραφία: Cet) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο (στην Αλμαγέστη) και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι αστερισμός του νοτίου ουράνιου ημισφαιρίου, γνωστός και με την προσωνυμία "Φάλαινα". Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα. Ο αστερισμός αυτός εκτείνεται νότια των Ιχθύων και του Κριού και μεταξύ του Υδροχόου και του Ηριδανού Το Κήτος είναι ορατό κυρίως στην αρχή του φθινοπώρου και μεσουρανεί κατά τα μεσονύκτια Αυγούστου - Σεπτεμβρίου ή περί την 10η εσπερινή του Οκτωβρίου ή ακόμη 8η εσπερινή του Νοεμβρίου κλπ. Περιλαμβάνει περί τους 110 αστέρες, ορατούς με γυμνό οφθαλμό, ο λαμπρότερος των οποίων είναι 2ου μεγέθους. Στον αστερισμό αυτόν υπάρχει ο πιο γνωστός μεταβλητός αστέρας, ο Mira Ceti (= Θαυμάσιος Κήτους) που αναφέρεται στην Αλμαγέστη ως "ο επί της λοφίας" (του Κήτους).
Κηφεύς (Λατινικά: Cepheus, συντομογραφία: Cep) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Ο Κηφεύς βρίσκεται ολόκληρος στο βόρειο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, είναι μάλιστα τόσο βόρειος αστερισμός ώστε στα χρόνια μας είναι αειφανής από την Ελλάδα. Συνορεύει με τους εξής αστερισμούς: Μικρά Άρκτο, Δράκοντα, Κύκνο, Σαύρα, Κασσιόπη και Καμηλοπάρδαλη. Αμυδρός αστερισμός, αναγνωρίζεται από ορισμένους στον ουρανό ως ένα μεγάλο «Κ» ανοικτό προς την Κασσιόπη.
Ο Αχιλλεύς Τάτιος ισχυριζόταν ότι ο αστερισμός αυτός ήταν γνωστός στην αρχαία Μεσοποταμία, αναγνωριζόμενος ως ο γιος του Βήλου. Αυτή η παράδοση κληρονομήθηκε από την κλασσική Ελλάδα, και για το λόγο αυτό ο αστερισμός ταυτίζεται όχι με τον ήρωα Κηφέα της Αρκαδίας, που σκοτώθηκε πολεμώντας τον Ιπποκόωντα, αλλά με τον ομώνυμο βασιλιά της Αιθιοπίας και σύζυγο της Κασσιόπης, η οποία απαθανατίσθηκε στον διπλανό αστερισμό και είναι γνωστή από τον μύθο του Περσέως και της Ανδρομέδας. Πολύ λογικά, επομένως, σχεδιαζόταν πάντα ως στραμμένος προς την Κασσιόπη και με τεντωμένα προς αυτή τα χέρια του (όπως τον περιγράφει και ο Άρατος), με βασιλική ενδυμασία, το ένα του πόδι να ακουμπά στον Βόρειο Ουράνιο Πόλο και το κεφάλι του να σχηματίζεται από το μικρό τρίγωνο των αστέρων δ, ε και ζ Κηφέως. Ο Άρατος αναφέρει και το όνομα Ιασίδαος, ενώ ο Νόννος παραθέτει το περιγραφικό Ανήρ βασιλήιος (Vir regius στους Ρωμαίους). Μερικοί ισχυρίζονταν ότι αναπαριστούσε τον γηραιό Νηρέα. Οι λατινικές ονομασίες Cantans, Sonans και Vociferans υποδεικνύουν σύγχυση με τον όχι πολύ μακρινό Βοώτη, ενώ τα φλογερά επίθετα Dominus Solis, Flammiger, Inflammatus, Incensus δεν ταιριάζουν σε μια τόσο αμυδρή μορφή, εκτός και αν προέρχονται από τον μύθο περί Αιθιοπίας. Μπορεί όμως να σχετίζονται με το ότι η κεφαλή του περιβάλλεται από τον Γαλαξία. Το όνομα Κηφεύς, που συσχετίσθηκε από τον Βρετανό ανατολιστή Robert Brown με το Khufu, τον φαραώ που τάφηκε στη μεγαλύτερη πυραμίδα της Αιγύπτου (εξελληνισμένα «Χέοπας»), δημιούργησε πολλές παραφθορές από σφάλματα κατά τη μεταγραφή του στην αραβική: Αρχικά Kifaus, Kikaus, Kankaus και μετά Fikaus, Fifaus, Ficares (η συνήθης απόδοσή του στα περσικά) και Phicarus, που έφθασε να αποδοθεί (ολοκληρώνοντας τον κύκλο) ως η φοινικική ονομασία, προερχόμενη από την ελληνική λέξη Πυρκαεύς, αυτός που συνδαυλίζει τη φωτιά. Στη νεότερη αστρονομική βιβλιογραφία βρίσκουμε τα Caicans, Ceginus, Ceichius, Chegnius, Chegninus, Cheguinus και Chiphus, κάποια από τα οποία αποδίνονταν και στον Βοώτη. Οι Ινδοί υιοθέτησαν το Capuja, από την ελληνική ονομασία, αλλά ο J.F. Hewitt ισχυριζόταν πως οι αρχαιότεροι των Ινδών γνώριζαν τον Κηφέα ως Kapi, τον πιθηκόμορφο θεό τους. Στην Κίνα, κάπου μέσα στα σύνορα του Κηφέως ήταν ο `Εσω Θρόνος των Πέντε Αυτοκρατόρων. Οι Άραβες αστρονόμοι αποκαλούσαν τον Κηφέα Al Multahab, ο Φλεγόμενος (βλ. ανωτέρω), αλλά για τους νομάδες καμηλιέρηδες ήταν το Al Aghnam, δηλαδή το Πρόβατο: Η ευρύτερη πολική περιοχή του ουρανού για αυτούς αποτελούσε μια ολόκληρη στάνη, με βοσκό και τσοπανόσκυλα. Κατά τις ιουδαιοχριστιανικές αναπαραστάσεις των ουράνιων μορφών (κυρίως 17ος αι. μ.Χ.) ο Καίσιος ήθελε να αντικαταστήσει τον Κηφέα με τον βασιλιά Σολομώντα, ή με τον Ζερά, τον βασιλιά των Αιθιόπων που ανέτρεψε ο Άσα. Αλλά ο Ιούλιος Σίλερ έλεγε ότι έπρεπε να είναι ο Πρωτομάρτυρας Στέφανος.
|