Καμηλοπάρδαλις (Λατινικά: Camelopardalis, συντομογραφία: Cam) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1624 από τον Bartsch, και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση.
Κανένας αστέρας της Καμηλοπάρδαλης δεν φέρει κύριο όνομα και μόνο τρεις διαθέτουν ονομασία με ελληνικό γράμμα. Ο πιο λαμπρός αστέρας, ο β Καμηλοπάρδαλης, έχει φαινόμενο μέγεθος μόλις 4,03 αλλά είναι πολύ ελάχιστα φωτεινός επειδή απέχει πολύ από το ηλιακό μας σύστημα: σ' απόσταση 1.000 ετών φωτός εκτιμάται ότι έχει απόλυτο μέγεθος περίπου -3,40. Δεν είναι παράξενο που ο β Καμηλοπάρδαλης είναι ένας γαλάζιος υπεργίγαντας, 32 φορές πιο ογκώδης από τον Ήλιο και με μάζα 7 φορές μεγαλύτερη από την ηλιακή. Αποτελεί επίσης διπλό αστέρα, και ακόμη και τριπλό: σ' απόσταση μεγαλύτερη των 25.000 αστρονομικών μονάδων από το κύριο μέλος περιφέρεται - κάθε ένα εκατομμύριο έτη - ένα ζεύγος δυο άλλων αστέρων.
Ο α Καμηλοπάρδαλης, παρά το όνομα του, δεν είναι ο λαμπρότερος αστέρας του αστερισμού της Καμηλοπάρδαλης, ούτε καν ο δεύτερος πιο λαμπρός. Με φαινόμενο μέγεθος μόλις 4,26, είναι ο τρίτος πιο λαμπρός του αστερισμού. Πράγματι, αυτός ο αστέρας φαίνεται σε μας τόσο ελάχιστα φωτεινός, μάλλον επειδή απέχει πολύ από το ηλιακό μας σύστημα. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του δορυφόρου Ίππαρχος (Hipparcos), απέχει 6.940 έτη φωτός, αλλά σε αυτή την απόσταση, οι υπολογισμοί με τη μέθοδο της παράλλαξης έχουν τόσο μεγάλο περιθώριο λάθους που θα μπορούσε να απέχει από μας 3.200 έτη φωτός. Ο α Καμηλοπάρδαλης είναι λοιπόν ένας γαλάζιος-λευκός υπεργίγαντας, με μάζα τουλάχιστον 25 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του Ήλιου και που, αν τοποθετούταν στη θέση του, θα εκτεινόταν πέρα από την τροχιά της Γης. Χάνει συνεχώς μάζα, γεγονός που εκδηλώνεται με σημαντικό αστρικό άνεμο, και στο τέλος της ζωής του θα μετατραπεί σε υπερνόβα (hypernova).
Η Καμηλοπάρδαλη περιλαμβάνει το ανοιχτό σμήνος NGC 1502 και το σπειροειδή γαλαξία NGC 2403.
Αυτή η μεγάλη περιοχή που εκτείνεται μεταξύ του Πολικού Αστέρα και του αστερισμού του Ηνιόχου στερείται κάποιου σημαντικού αστέρα, γεγονός που μάλλον εξηγεί το λόγο για τον οποίο, αν και είναι ορατή όλο το χρόνο από το Βόρειο Ημισφαίριο, σημειώθηκε για πρώτη φορά μόλις το 1624 από τον Γερμανό μαθηματικό Jakob Bartsch, κουνιάδο του Γιοχάνες Κέπλερ, ακόμη κι αν είχε επινοηθεί προηγουμένως πιθανόν από τον Ολλανδό αστρονόμο και χαρτογράφο Petrus Plancius. Το όνομα του αστερισμού είναι άμεσα συνυφασμένο με το σχήμα του: μακρύ και λεπτό σαν το λαιμό μιας καμηλοπάρδαλης.
Καρκίνος (Λατινικά: Cancer, συντομογραφία: Cnc, σύμβολο: ♋) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο, μέλος του ζωδιακού κύκλου, και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι βόρειος αστερισμός. Συνορεύει με τους αστερισμούς Λύγκα, Διδύμους, Μικρό Κύνα, Ύδρα και Λέοντα.
Το όνομά του σημαίνει «κάβουρας» και οφείλεται στον `Αρατο, τον οποίο ακολούθησαν οι Ίππαρχος και Πτολεμαίος. Σώζονται και άλλες αρχαιοελληνικές ονομασίες, όπως Οπισθοβάμων και Οκτάπους, το Octipes των Οβιδίου και Προπέρτιου. Επίσης, Αστακός (Astacus) και Cammarus. To Litoreus των Μανιλίου και Οβιδίου σημαίνει «αυτός που ζει στις ακτές». Το όνομα Nepa, από το De Finibus του Κικέρωνα και άλλους Λατίνους συγγραφείς είναι άστοχο, καθώς δημιουργεί σύγχυση με τον Σκορπιό. Ο Φέστος, γραμματικός του τρίτου αιώνα, υποστήριξε ότι αυτή ήταν αιγυπτιακή λέξη που σήμαινε αστερισμός ή αστέρας. Κατά την ελληνική μυθολογία, ο Καρκίνος είναι ο κάβουρας που συνέθλιψε ο Ηρακλής κατά τη μάχη του με τη Λερναία Ύδρα. Η Ήρα, που είχε στείλει τον κάβουρα να δαγκώσει τον Ηρακλή, τον «καταστέρισε» (τον έκανε άστρα του ουρανού) μετά τον θάνατό του. Ως μικρό ζώο, απετέλεσε τον αμυδρότερο αστερισμό (με τους λιγότερο φωτεινούς αστέρες) του ζωδιακού κύκλου. Στην αρχαία Μεσοποταμία ο Καρκίνος συνδεόταν με τον Ήλιο, όπως εμφαίνεται από τις ονομασίες «Ήλιος του Νότου» και «Βόρεια Πύλη του Ηλίου» (Nan-garu). Τα αρχαιότερα σανσκριτικά ονόματα ήταν τα Karka και Karkata , από όπου το Karkatan των Ταμίλ. Στην Ινδία αργότερα ο Καρκίνος ονομαζόταν Kulira από το ελληνικό Κόλουρος του Πρόκλου, την καμπή δηλαδή προς νότο της φαινομενικής κινήσεως του Ηλίου στην ουράνια σφαίρα κατά το θερινό ηλιοστάσιο. Επίσης ονομαζόταν Chercjengh και Kalakang στην Περσία, Lenkutch από τους Οθωμανούς, Sartono στη Συρία και Sartan από τους Εβραίους. Η ίδια ρίζα βρίσκεται πίσω από το Al Saratan των Αράβων, και όλα σημαίνουν καβούρι. Ο Kircher έγραψε ότι στους Κόπτες της Αιγύπτου ο Καρκίνος ονομαζόταν Κλαρία, ενώ κατά τον αστρονόμο Λαλάντ οι Αιγύπτιοι τον ταύτιζαν με τον Άνουβι. Πάντως τόσο στην αρχαία Αίγυπτο, όσο και στη Βαβυλώνα, η πρωταρχική μορφή του αστερισμού ήταν μία χελώνα, από το 4000 π.Χ., ενώ το 2000 π.Χ. οι Αιγύπτιοι είχαν ήδη αλλάξει γνώμη και τον περιέγραφαν ως σκαραβαίο, το έμβλημά τους της αθανασίας. Η ιδέα αυτή επεβίωσε μέχρι τον 12ο αι. μ.Χ., οπότε εικονογραφημένο αστρονομικό χειρόγραφο δείχνει στη θέση του ένα σκαθάρι. Στον Ζωδιακό της Δενδερά πάντως, της ύστερης αιγυπτιακής αρχαιότητας, παριστάνεται ως κάβουρας, αλλά στη θέση του Μικρού Λέοντος. Στον Αλβουμάσαρ του 1489 ο Καρκίνος είναι μία μεγάλη καραβίδα. Οι Bartschius και Lubienitzki τον 17ο αιώνα τον απεικόνισαν ως αστακό, και ο δεύτερος προσέθεσε προς τους Διδύμους ένα μικρό γαριδοειδές κατασκεύασμα που απεκάλεσε Cancer Minor (Μικρό Καρκίνο). Ο Καίσιος (Caesius) υποστήριξε ότι ο Καρκίνος παριστάνει τον «θώρακα της δικαιοσύνης» της Προς Εφεσίους Επιστολής (6:14), ενώ οι κεντρικοί αστέρες που από την αρχαιότητα ήταν γνωστοί ως `Ονοι μαζί με το αστρικό σμήνος Μ44 (βλ.παρακάτω) ήταν γι' αυτόν η Φάτνη του Θείου Βρέφους με το γαϊδουράκι και το βόδι να στέκονται δίπλα. Ο Ιούλιος Σίλερ έλεγε ότι το σύνολο απεικόνιζε τον Ευαγγελιστή Ιωάννη. Ως ζωδιακός αστερισμός, ο Καρκίνος συνδέθηκε με την Αστρολογία, πολλές προλήψεις και θρύλους. Οι Πλατωνικοί, και πιθανότατα οι Χαλδαίοι πριν από αυτούς, πίστευαν ότι οι ψυχές των ανθρώπων κατέβαιναν από τα ουράνια και εγκαθίσταντο στα ανθρώπινα σώματα περνώντας ανάμεσα από τα άστρα του Καρκίνου, και γι' αυτό ονομαζόταν «Πύλη των Ανθρώπων», το αντίθετο δηλαδή με αυτό που πίστευαν για τον Αιγόκερω (βλ.λ.). Ο Καρκίνος ήταν ο «Οίκος της Σελήνης», από την αρχαία πεποίθηση ότι η Σελήνη βρισκόταν σε αυτό τον αστερισμό κατά τη στιγμή της Δημιουργίας του Σύμπαντος, δημιουργήθηκε δηλαδή εκεί. Επίσης, ο Καρκίνος έφερε τον τίτλο «Ωροσκόπος του Κόσμου» ως το βορειότερο ζώδιο και συνεπώς αυτό που πλησίαζε περισσότερο στο ζενίθ. Οι αρχαίοι αστρολόγοι θεωρούσαν ότι ο Καρκίνος «κυβερνούσε» το ανθρώπινο στήθος και κοιλιά, ότι επιδρούσε σε χώρες όπως η Ινδία και η Αιθιοπία (Μανίλιος), και αργότερα, στη νεότερη εποχή, θεωρήθηκε ότι «κυβερνά» τη Σκοτία, την Ολλανδία, τη Ζηλανδία, τη Βουργουνδία, τη βόρεια Αφρική, την Κωνσταντινούπολη και τη Νέα Υόρκη. Τα χρώματά του ήταν το πράσινο και το κοκκινωπό, ενώ πανάρχαιος μύθος εκχωρεί τον ρόλο του «φύλακά» του στον θεό Ερμή, από όπου και η ονομασία Mercurii Sidus. Στην Ινδική αστρολογία στον Καρκίνο αντιστοιχούσε η έκτη νακσάτρα, η Pushya (=άνθος) ή Tishiya (=ευοίωνη) με «πολιούχο» της τον Brihaspati, τον ιερέα και διδάσκαλο των θεών. Απεικονιζόταν ως μηνίσκος ή κεφαλή βέλους. Ο Καρκίνος έχει την ιδιαίτερη διάκριση ότι ένας κύκλος της γήινης σφαίρας, ο Τροπικός του Καρκίνου, φέρει το όνομά του. Αυτό οφείλεται στο ότι στα χρόνια του Πτολεμαίου το βορειότερο σημείο που μπορεί να βρεθεί ο `Ηλιος στον γήινο ουρανό βρισκόταν μέσα στα όρια του Καρκίνου. Σε αυτό το σημείο βρίσκεται ο `Ηλιος κάθε έτος κατά το Θερινό Ηλιοστάσιο, στις 21 Ιουνίου, οπότε ο `Ηλιος περνά από το ζενίθ το μεσημέρι στους τόπους που βρίσκονται πάνω στον Τροπικό του Καρκίνου. Η μετάπτωση του άξονα της Γης όμως έχει αλλάξει το βορειότερο αυτό σημείο πάνω στην ουράνια σφαίρα, και στην εποχή μας βρίσκεται στα σύνορα των αστερισμών Διδύμων και Ταύρου, έχει μάλιστα ήδη περάσει στον Ταύρο. Στην εποχή μας ο `Ηλιος βρίσκεται μέσα στα όρια του Καρκίνου από τις 21 Ιουλίου μέχρι τις 10 Αυγούστου και οι ημερομηνίες αυτές συνεχίζουν να μετατίθενται προς τα εμπρός με ρυθμό 1 ημέρα ανά 71,1 έτη.
|