Ιππάριον (Λατινικά: Equuleus, συντομογραφία: Equ) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι βόρειος αστερισμός και συνορεύει με τους αστερισμούς Πήγασο, Δελφίνα και Υδροχόο. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα.
Ο Γεμίνος ο Ρόδιος αναφέρει ότι το Ιππάριον επινοήθηκε από τον Ίππαρχο, ενώ μέχρι τότε το τμήμα αυτό του ουρανού ανήκε στον Δελφίνα. Η σημερινή του ονομασία σημαίνει αλογάκι ή πουλάρι. Ο Πτολεμαίος το καταλογογράφησε ως `Ιππου Προτομή, ενώ αργότερα έγινε ο Equus primus/prior, το «άλογο που προηγείται» του μεγάλου φτερωτού αλόγου των ουρανών, του Πηγάσου. Η πολύ μικρή έκταση του αστερισμού κυριάρχησε όμως τελικά στην επίσημη ονοματοδοσία, με άλλες παραλλαγές τις Equulus, Equiculus και Equus Minor. Η ιδέα του Πτολεμαίου περί του ατελούς της μορφής επαναλαμβάνεται στα ονόματα Equi Sectio, Equi Praesectio, Sectio Equina, Sectio Equi Minoris, Semi-perfectus, Praesegmen. Η «Αλμαγέστη» του 1551 τον δίνει ως Praecisio Equi («λεπτομέρεια ίππου»). Παρόμοια, ο Γεώργιος Χρυσοκόκκης στους πίνακές του τον ονομάζει Κεφαλή Ίππου, το Equi Caput κάποιων λατίνων συγγραφέων. Οι Άραβες ακολουθώντας τον Πτολεμαίο απεκάλεσαν το Ιππάριο Al Kitah al Faras (= Τμήμα Αλόγου) και Al Faras al Thani, το Δεύτερο άλογο, εννοώντας είτε τις μικρότερες διαστάσεις, είτε τη μεταγενέστερη επινόησή του ως αστερισμού. Αλλά και Al Faras al Awwal (= το Πρώτο άλογο) το ονόμαζαν, αφού ανατέλλει πριν από τον Πήγασο. Το "Elmac Alcheras" του Ριτσιόλι είναι προφανώς βάρβαρη παραφθορά, ενώ το Hinnulus (νεαρό μουλάρι) του Λαλάντ είναι σαφώς καλύτερο. Για τους Ινδούς το Ιππάριον ήταν απλώς ένας ακόμα από τους Acvini (καβαλάρηδες). Το ιππάριο μυθολογικώς ταυτίσθηκε με τον Κέλερη, τον αδελφό του Πηγάσου που δώρισε ο Ερμής στον Κάστορα, ή τον Κύλλαρο, που έδωσε η Ήρα στον Πολυδεύκη, ή τέλος με το άλογο που βγήκε μέσα από τη γη καθώς τη χτύπησε ο θεός Ποσειδώνας με την τρίαινά του όταν συναγωνίσθηκε με την Αθηνά.
Ιστία (Λατινικά: Vela, συντομογραφία: Vel) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1763 από τον Lacaille και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και αμφιφανής στην Ελλάδα. Συνορεύει με τους αστερισμούς Πυξίς, Πρύμνα, Τρόπις, Κένταυρος και Αντλία. Το μεγαλύτερο τμήμα των Ιστίων είναι ορατό από την Ελλάδα. Η ονομασία σημαίνει τα πανιά του πλοίου, της Αργούς (Argo Navis), του μεγάλου αρχαίου αστερισμού που τεμαχίσθηκε και έδωσε τους σημερινούς αστερισμούς Πρύμνα, Τρόπιδα, Ιστία και Πυξίδα. Για το λόγο αυτό, η ιστορία της ονοματοδοσίας περιορίζεται στο λήμμα Αργώ.
Ιχθύες (Λατινικά: Pisces, συντομογραφία: Psc) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Ο δωδέκατος και τελευταίος των ζωδιακών λεγομένων αστερισμών που αναφέρεται και στον κατάλογο του Πτολεμαίου. Ο αστερισμός αυτός περιλαμβάνει περί τους 76 εν συνόλω ορατούς αστέρες με γυμνό οφθαλμό περισσότερο όμως αμυδρούς. Στον ουράνιο θόλο βρίσκεται μεταξύ των αστερισμών του Πήγασου και του Υδροχόυ αφενός και του Κριού και του Κήτους αφετέρου, ενώ άνωθεν αυτών είναι η Ανδρομέδα και κάτω το Κήτος. Στον αστερισμό αυτό και πλησίον του αστέρα Ω βρίσκεται το "εαρινό ισημερινό σημείο". Επίσης ο αστερισμός αυτός φέρει επι πλέον τα ονόματα Αφροδίτη και Έρως. Πολλές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως "Ιχθείς". Η αρχαία όμως λέξη ιχθύς (=ψάρι) δε σχηματίζει συνηρημένο πληθυντικό, αλλά το "υ" διατηρείται και προστίθεται σε αυτό η κατάληξη -ες.
Ιχθύς Ιπτάμενος (Λατινικά: Volans, συντομογραφία: Vol) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1603, από τους Keyser και Houtman στην Ουρανομετρία τους, και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός αόρατος από την Ελλάδα. Συνορεύει με τους αστερισμούς Τρόπιδα, Οκρίβαντα, Δοράδα, Τράπεζα και Χαμαιλεόντα. Η αρχική λατινική και διεθνής ονομασία ήταν Piscis Volans, δηλαδή το ιπτάμενο ψάρι, το χελιδονόψαρο. Οι Ροδόλφειοι Πίνακες ωστόσο τον ονομάζουν Passer (σπουργίτι), και ως τέτοιος μεταφράσθηκε στην Κίνα (Fe Yu). Ο Ιούλιος Σίλερ και ο Καίσιος συνδύασαν τους αστέρες της Δοράδος με εκείνους του Ιπταμένου Ιχθύος και σχημάτισαν τη μορφή του Άβελ από τη Γένεση. Κατά μία καταμέτρηση, ο Ιπτάμενος Ιχθύς έχει 46 αστέρες ορατούς με γυμνό μάτι.
Ο Νότιος Ιχθύς (Λατινικά: Piscis Austrinus, συντομογραφία: PsA) είναι αστερισμός που σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και συνορεύει με 5 άλλους αστερισμούς, που είναι οι εξής: Υδροχόος, Αιγόκερως, Μικροσκόπιον, Γερανός και Γλύπτης. Είναι ορατός στο σύνολό του από την Ελλάδα.
Ο Άρατος ο Σολεύς περιγράφει τη μορφή ως ένα ψάρι που κείται ανάσκελα, κάτι που δεν διατηρείται στις νεότερες απεικονίσεις, οι οποίες το δείχνουν να κολυμπά μέσα στο νερό που χύνει η υδρία του Υδροχόου. Στην αρχαία Ελλάδα ήταν γνωστός και ως Ιχθύς, Ιχθύς μέγας (το Piscis Magnus των Ρωμαίων) και Ιχθύς μονάζων (Piscis solitarius). O Υγίνος κάνει λόγο για δυό ψάρια, όπως και στους γνωστούς Ιχθύες, αλλά εδώ οι διαστάσεις τους ήταν άνισες: Το μεγαλύτερο ψάρι ήταν ο Solitarius και το μικρότερο από «κάτω» του (νοτιότερα) το ονόμασε Piscis Notius από τον αρχαιοελληνικό αστερισμό. Μία ακόμα λατινική ονομασία ήταν το Piscis Capricorni από τη θέση του κοντά στον Αιγόκερω. Mνημονεύεται ιδιαιτέρως από τον Αβιηνό ως ο Μείζων Ιχθύς, ενώ ο Λονγκφέλοου στις σημειώσεις του για τη μετάφραση της Θείας Κωμωδίας αποκαλεί τον Νότιο Ιχθύ «Χρυσό Ψάρι». Αμφότερες οι ονομασίες οφείλονται πιθανότατα στο ότι είναι μάλλον ευδιάκριτος, ενώ οι γνωστοί Ιχθύες του ζωδιακού είναι πολύ αμυδρός αστερισμός. Η μορφή του Νοτίου Ιχθύος παραδόξως παραλείπεται από τη σφαίρα του Φαρνέζε. Στη Χριστιανική παράδοση εντάσσεται η αναπαράσταση του Νοτίου Ιχθύος από τον Schickard ως το ψάρι του Αποστόλου Πέτρου με το νόμισμα στο στόμα του. Οι `Αραβες ενσωμάτωναν αρκετούς αστέρες του σημερινού Γερανού στον Νότιο Ιχθύ, παρότι υιοθέτησαν την ελληνική ονομασία μεταφρασμένη ως Al Hut al Janubiyy, που παραφράσθηκε κατά τον ύστερο Μεσαίωνα ως Haut elgenubi, μέχρι και Ahaut Algenubi στις σφαίρες του Βρετανού John Chilmead τον 17ο αιώνα. Σύμφωνα με τον Bayer, ο Νότιος Ιχθύς συμμετείχε στον αστρολογικό χαρακτήρα του πλανήτη Κρόνου.
Η Κάμινος (Λατινικά: Fornax, συντομογραφία: For) είναι αστερισμός που σημειώθηκε πρώτη φορά το 1763 από τον Lacaille και είναι ένας από τους 88 επίσημους αστερισμούς που θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση. Είναι νότιος αστερισμός και συνορεύει με 4 άλλους αστερισμούς, που είναι οι εξής: Ηριδανός, Κήτος, Γλύπτης και Φοίνιξ. Είναι αμφιφανής στην Ελλάδα, δηλαδή παρά το γεγονός ότι βρίσκεται ολόκληρη στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, η Κάμινος είναι ορατή στο σύνολό της από την Ελλάδα τις νύχτες από τον Σεπτέμβριο ως τον Ιανουάριο. Ο LaCaille, που τον δημιούργησε από αστέρες του νοτίου μαιάνδρου του Ηριδανού, την απεκάλεσε αρχικώς Fornax Chemica ή Fornax Chymiae, δηλαδή το χημικό καμίνι, και οι αστρονόμοι του τέλους του 19ου αιώνα συντόμευσαν την ονομασία σε Fornax. Ο Γιόχαν Μπόντε τροποποίησε το όνομα το 1782 σε Apparatus chemicus προς τιμή του Γάλλου χημικού Αντουάν Λαβουαζιέ. Η γερμανική μετάφραση ήταν Chemische Apparat ή Chymische Ofen και η γαλλική l' Apparat Chimique. Δεν υπάρχει σε όλο τον αστερισμό κάποιος σχετικώς φωτεινός αστέρας και έτσι κανένας δεν έχει ιδιαίτερο όνομα, ωστόσο ο Γκουλντ απέδιδε στην Κάμινο 110 αστέρες μέχρι έβδομου μεγέθους.
|