Υπάρχουν πολλές καταστάσεις που το πρόβλημα δεν είναι αν μου αρέσει ή δεν μου αρέσει να τις αποδεχθώ, και τούτο διότι δεν μου δίνεται η δυνατότητα επιλογής. Ποτέ δεν μου αρέσει η πόση ενός πικρού φαρμάκου, αλλά μου το επιβάλουν. Έχω τη δυνατότητα να το αρνηθώ, αρκεί όμως να υπάρχει υποκατάστατο.
Πέρα από τις λαϊκίστικες φωνές, υπάρχει το δεδομένο ότι μας έριξαν σε παγίδα, επιμελώς κατασκευασμένη. Φαίνεται ότι η έναρξη της κατασκευής της ανάγεται σε πάρα πολλά χρόνια πριν. Άρχισε να διαφαίνεται τι πρόκειται να συμβεί από την πρώτη πετρελαϊκή κρίση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και από την κατάργηση του χρυσού κανόνα. Όμως, κανείς δεν φανταζόταν ποια θα είναι η εξέλιξη.
Το θέμα δεν αφορά μόνον την Ελλάδα. Απλώς, η Ελλάδα είχε τους πιο βολικούς πολιτικούς να οδηγήσουν τη χώρα δέσμια στη βουλιμία των ισχυρών κύκλων που κυβερνούν ουσιαστικά την υφήλιο. Και δεν εννοώ μόνον πολιτικούς των τελευταίων ετών, αλλά όλους όσοι συνέβαλαν αφενός στη δημιουργία του τεράστιου χρέους, αφετέρου στην καταστροφή κάθε παραγωγικής ικμάδας στη χώρα (ευτυχώς που υπάρχει ακόμη ο τουρισμός και η ναυτιλία).
Αυτή τη στιγμή το πολιτικό σύστημα της χώρας έχει ως γνωστόν δύο δυνατότητες: Να αποδεχθεί ή να απορρίψει το μνημόνιο. Το κακό της υπόθεσης είναι ότι την δεύτερη δυνατότητα την εξασθενεί το γεγονός ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη εναλλακτική πρόταση. Και αυτό δεν αποτελεί μόνον υποκειμενική αξιολόγηση, αλλά καταφαίνεται από όλες τις μέχρι τώρα δημοσκοπήσεις, ότι μόνον η Χρυσή Αυγή εμφανίζεται με αυξημένα ποσοστά. Η Ν.Δ. έχει μεγάλες απώλειες, αλλά αυτές δεν τις εισπράττει ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος παραμένει στα εκλογικά του ποσοστά ή και λίγο χαμηλότερα. Μεγάλος αριθμός πολιτών παραμένουν αναποφάσιστοι.
Τις δημοσκοπήσεις τις επιβεβαιώνουν και οι πολιτικές αναλύσεις, αφού ουσιαστικά το επιχείρημα της αντιπολίτευσης είναι ότι η αποδοχή του νέου Μνημονίου οδηγεί σε μεγαλύτερη ύφεση και περισσότερα δεινά για όλους μας. Ως εκ τούτου πρέπει να μη γίνει αποδεκτό. Αυτό όμως δεν αρκεί. Πρέπει ο λαός να πεισθεί ποια είναι η επόμενη κίνηση. Ποιος βεβαιώνει ότι δεν θα είναι χειρότερη;
Το επιχείρημα περί καλύτερης διαπραγμάτευσης καλό θα είναι να μη υποστηρίζεται, επειδή δεν είναι τίποτε άλλο παρά ομολογία ότι δεν υπάρχει αξιόπιστη λύση. Άλλο πράγμα να μιλά κάποιος στα μπαλκόνια, άλλο να γίνεται σοβαρή συζήτηση.
Αυτή ακριβώς είναι η παγίδα που μας έστησαν και την θεωρώ αριστοτεχνική επινόηση, δουλεμένη προφανώς μακροχρόνια και από έμπειρους κατασκευαστές. Διότι το θέμα δεν είμαστε μόνον εμείς. Ούτε μόνον η Ευρώπη. Παγκόσμιο είναι, με διαφορετικούς μεθόδους και τακτικές. Σ’ αυτήν τη στήλη πολλές φορές έχουμε γράψει -και δυστυχώς δικαιωνόμαστε- ότι στις ασιατικές και αφρικανικές χώρες η εξάρτηση θα επιτυγχάνεται με βόμβες, στη Δυτική Ευρώπη μέσω δανείων.
Τι πρέπει να κάνουμε τώρα; Με δεδομένο ότι η Τρόικα δεν επιδεικνύει κανένα ενδιαφέρον για ανάπτυξη της χώρας, οι δε απαιτήσεις της σκοπεύουν στην εξαθλίωσή μας, μπορούμε να απαλλαγούμε από την παρουσία της; Ποιος θα απαντήσει υπεύθυνα; Όχι ο καθένας για τον εαυτό του μόνο, διότι προφανώς δεν είμαστε όλοι το ίδιο ριψοκίνδυνοι. Ποιος θα αποφασίσει για ολόκληρο τον λαό, είναι το ερώτημα. Δεν είναι μικρή η ευθύνη.
Αυτό το γνωρίζουν καλά οι πολιτικοί. Αυτοί που θα ψηφίσουν τα μέτρα είναι καταδικασμένοι να επιτύχουν, για το δικό τους καλό. Πρέπει σε εύλογο χρονικό διάστημα να φέρουν αποτελέσματα. Και αυτοί που δεν θα τα ψηφίσουν, θα πρέπει να έχουν έτοιμο σχέδιο για την επόμενη μέρα, το οποίο δεν παρουσιάζεται.
Ομολογώ ότι δεν είμαι σε θέση να επιλέξω μεταξύ ενός αργού και ενός γρήγορου θανάτου. Τον οποίο, για να αποφύγουμε, πρέπει να αλλάξουμε και συμπεριφορά, κάτι που δεν φαίνεται προς το παρόν στον ορίζοντα. Δυστυχώς δεν καταλάβαμε ότι το πρόβλημα είναι συνολικό και όχι ατομικό. Και εξακολουθεί ο καθένας μας, η κάθε παραγωγική τάξη, να επιχειρεί ίδιο όφελος σε βάρος των υπολοίπων.