Ήταν μια φορά ένας μπογιατζής και έβαφε μια πολυκατοικία ανεβασμένος σε μια σκάλα. Περνάει ένας βλάχος από κάτω και του φωνάζει: - ΠΙΡΙΚΛΙΣ! - Δεν με λένε Περικλή κύριε μου του απαντάει φωνάζοντας ο μπογιατζής - ΠΙΡΙΚΛΙΣ! συνεχίζει ο βλάχος - Μα σας είπα λέει ο μπογιατζής, δεν με λένε Περικλή. Δεν προλαβαίνει καλά καλά να τελειώσει τη φράση του και πέφτει κάτω με τη σκάλα και τις μπογιές. - Ε στο πα γω λέει ο βλάχος, Πιρεκλίς! (πήρε κλήση η σκάλα)!
Πάει ένας Λαρισαίος να αγοράσει ένα αυτοκίνητο. Ο πωλητής: - Τι θα θέλατε κύριε; - Ένα αυτουκίνητου... λέει ο Λαρισαίος - 4 χ 4; ρωτάει ο πωλητής - Τι να του καν κύριεμ, 3 χ 3 ίνι του γκαράζ μου, που να του βαλ 4 χ 4; - Να πάρετε ένα Almera του προτείνει ο πωλητής - Ααα κοίταξι να δεις, ιγώ σήμιρα του θέλου, όχι άλλ μέρα! λέει ο Λαρισαίος
Τέλος πάντων παίρνει ένα αυτοκίνητο ολοκαίνουργιο. Σταματάει στο περίπτερο να πάρει τσιγάρα και ξεχνάει αναμμένο το φλας. Ένας περαστικός του λέει: - Το φλας... Ο Λαρισαίος γυρνάει: - Και βεβαίως το φλάω άνθρωπέ μου, σήμιρα του πήρα!
Πριν πάει σπίτι, λέει να πάρει κάτι δώρα για την κόρη του, την γυναίκα του και τον γιο του.... Πάει λοιπόν για την κόρη σε ένα μαγαζί με εσώρουχα. Πολήτρια: - Καλησπέρα, τι θα θέλατε; - Ένα εσώρουχο για την κόρημ - Σλιπ; του λέει η πωλήτρια - ’μα δεν μελείπε θα ρχόμουν κοπέλαμ; της λέει ο Λαρισαίος. Πάει μετά να πάρει μια φωτογραφική μηχανή για την γυναίκα του. Μπαίνει στο διπλανό κατάστημα: - Καλησπέρα σας, πως μπορώ να σας φανώ χρήσιμη; του λέει η πωλήτρια - Θέλου μια φουτουγραφική μηχανή! - Με φλας; τον ρωτάει η πωλήτρια - Γιατί, άμα σε φλίσου θα μτι δώσεις τζάμπα; λέει ο Λαρισαίος
Τέλος, πάει να πάρει και μια κολόνια για τον γιο του. Του λέει ο πωλητής: - Τι θα θέλατε κύριε μου; - Μια κολόνια θα θίλα - For men; τον ρωτάει ο πωλητής - Α όχι! Αφόρητη! του λέει ο Λαρισαίος.... ιγού θέλου νατ φορέσου πρώτους!!
Κουρασμένος, το βραδάκι πάει σε ένα μπαρ. Λέει λοιπόν στον μπάρμαν: - Ένα κνιάκ! - Μεταξάς; ρωτάει ο μπάρμαν - Γιατί; σι τρών; απαντά ο Λαρισαίος Την ίδια στιγμή μπαίνει ένας άγγλος στο μπαρ και λέει: - Two beers Γυρνάει ο Λαρισαίος αγριεμένος και του λέει: - Ααα κοίταξι να δεις, ισί τουν περνς όχι ιγώ!
Η Γκόλφο και ο Τάσος ως νιόπαντροι το έκαναν παντού, στον αχυρώνα, στην φιμονία, στα πουρνάρια, ώσπου μία μέρα η Γκόλφο λέει στον Τάσο: - Α.... Τάσομ βερέθηκα τα ίδια και τα ίδια να πας να μάθεις καινούργια κόλπα. Τι να κάνει και ο Τάσος κατεβαίνει στην Αθήνα και μπαίνει σε ένα μπουρδέλο. - Καλησπέρα σας θέλω να μάθω καινούργια κόλπα λέει στην τσατσά. Τσατσά:- Στο βάθος δεξιά Μπαίνει ο Τάσος και μαζί με αυτόν μία όμορφη ξανθιά. Τάσος:- Θέλω να μου μάθεις καινούργια κόλπα Εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο τον γυρνά μιά ανάποδα και ξεκινάν το 69. Με το που τελειώνουν βάζει τσαρούχια και ταγάρια και βουρ στο χωρίο. Με το που φτάνει πιάνει την Γκόλφο την γυρνά ανάποδα και ξεκινάν το 69. Εκεί που το έκαναν ζορίστηκε ο Τάσος και αμολά μιά κλανιά. Δεν μιλά η Γκόλφο, μετά από λίγο αμολά και δεύτερη, πάλι δεν μιλά η Γκόλφο αφού τις άρεσε το κόλπο. Σε λίγο αμολά και μία τρίτη. Αγανακτισμένη η Γκόλφο σηκώνεται και του λέει: - Α.... Τάσομ ωραίο το 69 αλλά τις υπόλοιπες 66 να πας να τις ρίξεις αλλού!
Ένας βλάχος ενώ κυκλοφορούσε κοντά σε ένα σχολείο στην Αθήνα, άκουσε τον δάσκαλο να λέει στους μαθητές: - Μάθετε ρε μοσχάρια γράμματα για να γίνετε άνθρωποι! Τρελάθηκε ο βλάχος. Δεν το ήξερα λέει ότι όταν μάθουν τα μοσχάρια γράμματα γίνονται άνθρωποι... Μια και δυο πηγαίνει στο χωριό του και αφού παίρνει ένα μοσχάρι από το κτήμα του, γυρνάει στο σχολείο. Πηγαίνει στον επιστάτη και του λέει ότι θέλει να αφήσει το μοσχαράκι του να μάθει γράμματα για να γίνει άνθρωπος και πότε πρέπει να έρθει να το πάρει. Ο επιστάτης πονηρά σκεπτόμενος του λέει να έρθει σε τρία χρόνια να το πάρει. Πραγματικά ο βλάχος μετά από τρία χρόνια, συνεπής στο ραντεβού του, πάει στο σχολείο. Συναντάει ένα καινούργιο επιστάτη και τον ρωτάει για την τύχη του μόσχου του. - Παρακαλώ ήρθα να πάρω τον μόσχο μου. (Συμπτωματικά τον διευθυντή του σχολείου τον έλεγαν Μόσχο) - Τον Κ. Μόσχο; ρωτάει ο επιστάτης - Όοπα! Κύριος; το μοσχαράκι μου; - Δεν σας καταλαβαίνω του λέει ο επιστάτης, αλλά αν θέλετε τον Κύριο Μόσχο περάστε στην τρίτη πόρτα δεξιά. Πηγαίνει λοιπόν ο βλάχος μας συγκινημένος και βλέπει ένα κουστουμαρισμένο και κομψό κύριο. - Μοσχαράκι μου! του λέει, τι κάνεις; με θυμάσαι; - Σας παρακαλώ κύριε... του λέει ο διευθυντής. - Μοσχαράκι μου δεν με θυμάσαι που σε έφερα από το χωριό, έμαθες γράμματα και έγινες άνθρωπος, σε μένα το χρωστάς. - Περάστε έξω κύριε αλλιώς θα φωνάξω την αστυνομία. Εξωργισμένος ο βλάχος φεύγει και σε μια εβδομάδα επιστρέφει με μια αγελάδα στο σχολείο. Νευριασμένος ανοίγει την πόρτα του διευθυντή κρατώντας τον από τα πετά και δείχνοντας του την αγελάδα του λέει: - Καλά ρε πούστη, εμένα δεν με θυμάσαι, την μάνα σου ρε δεν την θυμάσαι;;;
Έχει κατέβει ο Μήτσος από το χωριό για δουλειές στην Αθήνα. Τον φιλοξενεί μια θεία του. Την τελευταία μέρα της διαμονής του, και αφού έχει τελειώσει τις δουλειές του, κανονίζει να φύγει με έναν συγχωριανό του πολύ νωρίς το πρωί. Για να μη ξυπνήσει τη θεία του το πρωί, την χαιρετάει από βραδύς. Αργά το βράδυ, τον πιάνει κατούρημα. Δεν ήθελε να αναστατώσει τη θεία του και κατούρησε ένα ενυδρείο με ψαράκια. Λίγο αργότερα όμως τον πιάνει και χέσιμο... Τι να έκανε ο φουκαράς, μη θέλοντας να ξυπνήσει κανέναν βλέπει μια γλάστρα στο σαλόνι και τα κάνει εκεί μέσα. Τελειώνεο το βράδυ και ο Μήτσος νωρίς το πρωί φεύγει για το χωριό. Μετά από πέντε μήνες τον παίρνει τηλέφωνο η θεία του στο χωριό: - Μήτσο μου είσαι καλά; όλα καλά; - Ναι θεία μου, τι μπορώ να κάνω για σένα; - Να βρε Μήτσο, μας κατούρησες τα χρυσόψαρα, ψόφησαν αλλά δεν πειράζει πήραμε άλλα... Πες μου όμως βρε Μήτσο που έχεις χέσει γιατί έχουμε αλλάξει τρία σπίτια και η μυρωδιά μας ακολουθεί!!!...
(Πραγματικό Γεγονός) Σταματανε οι αστυνομικοί έναν μεθυσμένο Κοζανίτη σε μπλόκο τα μεσάνυχτα. Αστυνομικός: - Έχεις πιει; Κοζανίτης: - Αμ δεν εχου πιει;! Αστυνομικός: - Και πόσα έχεις πιει δηλαδή; Κοζανίτης: - Καμιά δικαρια!!! Αστυνομικός: - Καμιά δεκαριά;;; Ρε Μήτσο πιάσε τη φούσκα να φυσήξει... Κοζανίτης: - Γιατί ρε; Δε μι πιστεύετε;
|