Δυο βλάχοι, ο Μήτσους και ο Κήτσους, ένα απογευματάκι καθότανε σε μια όμορφη τοποθεσία του ορεινού χωριού τους και καμάρωναν τη θέα. Σε λίγο περνάει από κει ένας τουρίστας. Τους πλησιάζει... - Ντου γιου σπικ ιγκλις; τους λέει Οι βλάχοι κοιτάζονται, σηκώνουν τους ώμους και του λένε: - Τς! - Σπρεχεν ντοιτς; Κοιτάζονται πάλι με απορία.. - Τς! - Παρλε βου φρανσε; - Τς! - Παρλαρε ιταλιανο; - Τς! - Παρλα εσπανιολ; - Τς! Ο τουρίστας απογοητευμένος φεύγει... Λέει ο Μήτσους: - Ρε συ Κήτσου μπας και πρεπ να μάθουμ καμιά ξεν γλώσσα ; - Τι να την κανς την ξεν γλώσσα, ρε Μήτσου; - Εμ πως ρε Κήτσουμ, αν ξερς μια ξεν γλώσσα μπορείς να συνεννοηθείς. - Μπα; Γιατί αυτουνος που ήξερε πέντε μπόρεσε να συνεννοηθεί ;
Επιστρέφει η Κρυστάλω από την Αθήνα μετά απο 6 χρονια σπουδές με το πτυχίο Ιατρού. Την περίμενε ο πατέρας της, ο Μήτσος, στο ΚΤΕΛ του χωριού να την παραλάβει. Μετά από αγκαλιές φιλία ξεκινούν ποδαρόδρομο για το σπίτι. Ρωτά η Κρυστάλω τον Μήτσο γιατί δεν ήλθε και η μάνα της, η Αλτάνα. Απαντά ο Μήτσος ότι είναι λίγο αδιάθετη γιατί έχει βγάλει ένα σπυρί στον κώλο. Κατευθυνόμενοι προς στο σπίτι έπεφταν δεξιά και αριστερά τα συγχαρητήρια στον Μήτσο για την κόρη του από όλους τους γειτόνες και συγχρόνως πολλοί ρωτούσαν που είναι η Αλτάνα και ο Μήτσος να απαντά ότι έχει βγάλει ένα σπυρί στον κώλο. Οπότε η κόρη λέει στον πατέρα της ότι δεν επιτρέπεται να εκφράζεται έτσι για την μάνα της και ότι καλύτερα θα ήταν να λέει ότι έχει βγάλει ένα σπυρί στον ΠΡΩΚΤΟ. Μετά από πολές προσπάθεις η Κρυστάλω κατάφερε και έμαθε στον πατέρα της την λέξη ΠΡΩΚΤΟΣ. Οταν έφθασαν στο Σπίτι μετά από τα φιλιά και τις ευχές μαζεύτηκαν όλες οι γυναίκες μέσα στο σπίτι και οι άνδρες απέξω. Οπότε όταν κάποιος ρώτησε τον Μήτσο τι έχει η γυναίκα του. Ο Μήτσος άρχισε λέγοντας ότι έχει ένα σπυρί στον... στον... στον... και μη μπορώντας να θυμηθεί την λέξη φωνάζει την κόρη του και της λέει: - Ρε Κρυστάλλω, πώς μου είπες να λέω τον κώλο της μάνας σου;;;;
Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο ο Έλληνας Λοχίας προσπαθεί να σταματήσει έναν Ιταλό στρατιώτη φωνάζοντας: - ΑΛΤ! ΑΛΤ! Ο Ιταλός δεν σταματά και ο Λοχίας πυροβολεί και τον ρίχνει κάτω. Τρέχει πλησίον του και ακούει τον Ιταλό που ξεψυχώντας έλεγε: - Αqua, aqua (νερό, νερό)! - Αφού άκουγες, ρε μαλάκα, γιατί δεν σταμάτησες;!
Ήταν κάποτε σε ένα χωριό ο Βασίλης και ήθελε να παντρευτεί. Ήθελε όμως μία γυναίκα με πιασίματα. Μία μέρο ο φίλος του ο Κώστας του είπε ότι θα του δώσει την αδερφή του. Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα, ήταν αδύνατη. Έτσι ο Κώστας την τύλιξε με εφημερίδες για να αποκτήσει πιασίματα, και την πάντρεψε με τον Βασίλη. Την πρώτη νύχτα που γάμου, πήγε ο Βασίλης να το κάνει με την νύφη. Έπιασε την νύφη, της έβγαλε τα ρούχα και άρχισε να ξετυλίγει τις εφημερίδες. Εφημερίδες, εφημερίδες, αγανακτεί ο Βασίλης και παίρνει τηλέφωνο τον φίλο του και του λέει: - Ρε συ, σε ποιά σελίδα είναι το μουνί της αδερφής σου;
Κουβεντιάζουν δυο βλάχοι από αντικριστές ρεματιές. - Τι κάν'ς ρε Κίτσου, είσι καλά; - Όχι, έχου πυτιρίδα. - Πλίς μι ούλτριξ. - Εέέέέέ, διν ακούου. - Πλίς μι ούλτριξ!!! - Εεεε πιο δυνατά, διν ακούου!!!. - (Με όλη του την δύναμη) Πλίς μι ούλτριξ. - Δι σ΄ακούου πάλι, ξαναπέστο. - Ε άει γαμ..... - ΚΙ ΘΑ ΜΙ ΠΙΡΑΣ;;;;;
Ήταν ένας βλάχος και πήγε να φτιάξει με 7 μέτρα υφασμα μια παραδοσιακή φουστανέλα. Ο ράφτης όμως για να του κάνει οικονομία την έφτιαξε με 2 μέτρα μόνο. Ο βλάχος την φόρεσε, αλλά ξέχασε να βάλει το βρακί του. Στο λεωφορείο βλέπει μια γυναίκα να κοιτάζει κάτω από την φουστανέλα του. - Βλέπεις, βλέπεις; την ρωτάει. - Αν βλέπω, λέει! απαντά αυτή. - Από αυτό που βλέπεις, έχω σπίτι άλλα 5 μέτρα!
|